«Η φρίκη στο μπάνιο»

188 22 11
                                    

Για περίπου μια βδομάδα δεν υπήρξε άλλο πρόβλημα σαν αυτό που είχε προκύψει με τα σαλιγκάρια. Η Βίκυ γνώριζε ότι δεν ήταν ακριβώς επειδή ο Αποστόλης τα είχε διώξει˙ μάλλον έφταιγε η απότομη αλλαγή του καιρού. Ωστόσο, εκείνη συνέχισε να τον επαινεί για τη γενναία πράξη του.
    Είχε μπει Νοέμβρης και ο ουρανός κατά κάποιο περίεργο τρόπο είχε ανοίξει. Ο ήλιος ήταν δυνατός και ξάστερος. Έδειχνε την επιδημία των σαλιγκαριών για τέσσερις μέρες στις ειδήσεις και την προηγούμενη Πέμπτη είχε βγει μια νέα είδηση πως όλα τους είχαν εξαφανιστεί από τους κήπους των κατοίκων. Η συχνότητα του φαινομένου δεν είχε απλώς μειωθεί (κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα γινόταν βαθμιαία) αλλά είχε χαθεί θαρρείς με το πάτημα ενός διακόπτη.   
    Για μερικούς όμως δεν ήταν τόσο ήρεμα τα πράγματα. Ένας μικρός —αλλά σχετικά σημαντικός— αριθμός κατοίκων εμφάνισε φοβερούς πονόκοιλους. Αυτό είχε ανησυχήσει ιδιαίτερα τον Αποστόλη. Υπήρξε μια ανακοίνωση τις δύο τελευταίες μέρες από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων για κάποια ενδεχόμενη λοιμική ασθένεια που, κατά πάσα πιθανότητα οφειλόταν στην εισβολή των σαλιγκαριών. Ο Αποστόλης είχε έρθει σε επαφή με τους γυμνοσάλιαγκες στο νεροχύτη πριν μερικές μέρες. Αλλά γνώριζε ότι τα γαστερόποδα όπως οι γυμνοσάλιαγκες δεν κουβαλούσαν ασθένειες. Γνώριζε εν τούτοις ότι κουβαλούσαν παράσιτα, όχι όμως ικανά να επηρεάσουν τους ανθρώπους, πόσο μάλλον ένα τόσο μεγάλο πληθυσμό ενηλίκων την ίδια χρονική στιγμή. Σκέφτηκε ότι κάτι άλλο συνέβαινε εδώ πέρα, κάτι που δεν του άρεσε καθόλου.   
    Η Βίκυ και ο Αποστόλης βρίσκονταν στην κουζίνα. Εκείνη τη στιγμή η Βίκυ ετοίμαζε τον καφέ της στην καφετιέρα. Είχε αγοράσει νερό απέξω γιατί φοβόταν μήπως πετάγονταν σάλιαγκες από την βρύση και αποδεικνυόταν πως ο εφιάλτης δεν είχε τελειώσει. Καμιά φορά, έτσι όπως μετατοπιζόταν από πάγκο σε πάγκο, στα μάτια της στραφτάλιζαν τα νομίσματα που είχε αφήσει ο Αποστόλης μπροστά από την πόρτα της κουζίνας. Η Βίκυ είχε επιμείνει να μη τα βγάλουν μέχρι να περάσει ολοκληρωτικά η τρέλα που επικρατεί.   
    Πήρε το φλιτζάνι της και κάθισε αντίκρυ από τον Αποστόλη. «Φαίνεσαι καλύτερα», του είπε.   
    «Πώς φαινόμουν πριν, δηλαδή;» απόρησε εκείνος, ενώ ξεφύλλιζε την εφημερίδα του.    
    «Σαν άρρωστος», του απάντησε. Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της. «Αλήθεια, δεν μου είπες. Γιατί νομίσματα;»       
    «Χαλκός», αποκρίθηκε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του πάνω.   
    Η Βίκυ ανασήκωσε το φρύδι της. «Και γιατί αυτό;»   
    «Ο χαλκός τα απωθεί. Όταν έρχεται σε επαφή με τη βλέννα, γίνεται αντίδραση και αυτό στέλνει ηλεκτρικά σήματα στο σαλιγκάρι».   
    «Σαν ηλεκτροσόκ;»   
    «Ακριβώς».   
    «Και γιατί όχι αλάτι; Καλύτερη δουλειά θα έκανε».   
    «Δε θέλω να το ξανακούσω αυτό», είπε. «Δεν τους έριξα αλάτι για τον ίδιο λόγο που δεν κάλεσα την υπηρεσία απεντόμωσης».   
    Η Βίκυ δε θύμωσε. Για την ακρίβεια, ένιωθε ωραία. «Έχεις καλή ψυχή, Αποστόλη». Του έπιασε το χέρι. «Αυτό μου αρέσει σε σένα. Αλλά γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα; Ότι δεν σκόπευες ποτέ να τους καλέσεις».   
    «Δε νομίζω να γλίτωνα τις υστερίες σου διαφορετικά».   
    Η Βίκυ γέλασε. «Συγγνώμη που σου έχω προκαλέσει τέτοιο φόβο. Είναι άσχημο τώρα που το σκέφτομαι. Γίνομαι όντως σκύλα ώρες-ώρες».   
    «Δεν είπα σκύλα».   
    «Έστω, αυτό υπονοείς», είπε και του χαμογέλασε. «Άλλωστε, αν εγώ φοβάμαι κάτι τόσο δα πραματάκια, φαντάσου πόσο θα πρέπει εσύ να με φοβάσαι».   
    Γέλασαν και οι δυο.   
    «Θα προσπαθήσω να το αλλάξω», είπε εκείνη, και το εννοούσε. «Θες καφέ;»   
    «Αφού ξέρεις ότι δεν μ’ αρέσει ο καφές».   
    «Ναι, αλλά δεν έκλεισες μάτι χθες το βράδυ. Νομίζεις πως δεν σ’ άκουγα;»   
    «Δηλαδή;»
    «Σάλιωνες συνέχεια το στόμα σου», είπε. «Σπαστικός ήχος».   
    «Κοιμόμουν βαριά. Μάλλον πάλι θα έβλεπα όνειρο ότι τρώω».   
    «Το είχα ξεχάσει ότι έχεις αυτό το κρυφό ταλέντο. Μια φορά σε είχα ακούσει να λες ‘Νόστιμο γιαούρτι. Μήπως είναι σπιτικό;’ και να κάνεις ολόκληρο διάλογο στον ύπνο σου».   
    «Μιας και το πες, τι θα μαγειρέψεις σήμερα;» ρώτησε ο Αποστόλης.
    «Δεν θα μαγειρέψω. Θα πάρουμε απέξω να φάμε».   
    «Πάλι;»   
    «Ναι. Δεν πρόκειται να πλησιάσω τον νεροχύτη».   
    «Εντάξει».   
    «Αν και δεν ξέρω κατά πόσο είναι ασφαλές με τη νόσο, ούτως ή άλλως», είπε η Βίκυ.    
    «Δεν υπάρχει νόσος», είπε ο Αποστόλης.   
    «Τι εννοείς; Δεν άκουσες τι είπαν από…»   
    «Ναι, αλλά τα σαλιγκάρια είναι καθαρά ζώα. Δεν είναι σαν τα ποντίκια ή τις μύγες».   
    «Ελπίζω να ‘χεις δίκιο. Άλλωστε το είπαν οι ίδιοι πως είναι άγνωστη μολυσματική ασθένεια».   
    «Δεν μου φαίνεται σαν μολυσματική ασθένεια. Κανένας δεν ξέρει τι είναι, απλώς το υποθέτουν, όπως συνήθως».   
    Η Βίκυ στραβομουτσούνιασε. Είχε πιει όλο τον καφέ της και η κούπα ήταν άδεια. «Νιώθεις πράγματι καλύτερα;»   
    «Νομίζω πως ναι».   
    «Νομίζεις;» έκανε αποδοκιμαστικά. «Δεν έκλεισες ποτέ εκείνο το ραντεβού με τον ουρολόγο, έτσι;»   
    «Υπέθεσα πως δεν χρειαζόταν».   
    «Ρε συ Αποστόλη, γιατί το αφήνεις στην τύχη; Μου λες γιατί το κάνεις πάντα αυτό;»   
    «Αν ξανανιώσω ότι υπάρχει πρόβλημα, θα πάω».   
    Αλλά εκείνη την τρομακτική νύχτα που ο άνεμος σφύριζε κάτω από τις γωνιές και την μαρκίζα της οροφής, το πρόβλημα είχε επιστρέψει δριμύτερο από κάθε άλλη φορά.   
    Ήταν περασμένες δώδεκα. Είχαν πέσει ξεροί στο κρεβάτι. Ο Αποστόλης έβλεπε ένα όνειρο, αλλά ξύπνησε τόσο απότομα από τον ισχυρό πόνο, που ξέχασε μονομιάς το όνειρο που έβλεπε. Έσφιγγε τα δόντια του μέσα στα σκοτάδια καθώς το φεγγαρόφωτο έλουζε την φιγούρα της κοιμισμένης συντρόφου του. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Δεν ήθελε ούτε να την ανησυχήσει. Ή ίσως απλώς φοβόταν μήπως έκανε σαν σκύλα πάλι. Και θα ένιωθε βλάκας γιατί τελικά η Βίκυ, είχε δίκιο.   
    Σηκώθηκε αθόρυβα και πήγε το ίδιο αθόρυβα στο κάτω μπάνιο του ισογείου.   
    Το στομάχι του κόντευε να τον πεθάνει από τις κράμπες πόνου. Είχε τάση για εμετό, αν και περισσότερο αισθανόταν λες και χοροπηδούσε ολόκληρος βάτραχος μέσα του.    
    Μπήκε στο μπάνιο.   
    Κρύος ιδρώτας έσταζε από το πιγούνι του, κατευθείαν μέσα στη λεκάνη. Στεκόταν εκεί, με τα χέρια του στηριγμένα στα πορσελάνινα χείλη. Κοιτούσε με αρρωστημένη ευχαρίστηση το νερό στο βάθος της λεκάνης. Ρεύτηκε, και έφερε το χέρι στο στόμα. Τώρα κάτι σκαρφάλωνε στο στομάχι του και έσφιξε ακόμα περισσότερο τα δάχτυλά του γύρω από τα χείλη της λεκάνης. Η πορσελάνη ήταν κρύα στο τέρμα των ορίων της, όπως επίσης και τα πλακάκια στα γόνατά του. Και ύστερα ξέρασε και η λεκάνη γέμισε με το κιτρινοπράσινο ξέρασμά του.   
    Πάτησε καζανάκι και αυτό ήταν. Οι πόνοι πήγαν στον υπόνομο.   
    Ανέβηκε πάλι πάνω ακροπατώντας στις ξύλινες σκάλες. Αισθανόταν καλύτερα. Θα συνέχιζε τον ήρεμο ύπνο του και την επόμενη μέρα θα ξυπνούσε θυμούμενος το όνειρο που έβλεπε προτού ανοίξει τα βλέφαρά του.    
    Αλλά δεν έγινε ποτέ αυτό. Ούτε καν πρόλαβε να ξαπλώσει όταν ο Αποστόλης έκανε μια δεύτερη επίσκεψη στο μπάνιο. Ούτε που προλάβαινε να κατέβει τα σκαλιά και να πάει στο κάτω του ισογείου που ήταν και προηγουμένως. Οπότε, αναγκάστηκε να πάει στο μικρό μπάνιο του δωματίου τους.   
    Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Εδώ μπορούσε να ακούσει τον άνεμο της νύχτας που ούρλιαζε απόκοσμα, σαν από κάποιο φρεάτιο. Το δυνατό φως έκανε τους οφθαλμούς του να πονάνε, και αυτή τη στιγμή ευχόταν να μπορούσαν να χωθούν μέσα στις κόγχες του, όπως έκαναν τα μάτια των σαλιγκαριών.   
    Ο Αποστόλης ένιωσε την παρόρμηση να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Είδε το είδωλό του και, βόγκηξε τρομαγμένος. Η κοιλιά του ήταν πρησμένη σαν εγκυμονούσας. Έπειτα του ήρθε η ανάγκη για κάτουρο, όμως διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κατουρήσει: Κάτι έφραζε το στόμιο της ουρήθρας του.   
    Ο Αποστόλης τράβηξε πίσω την πόσθη του πέους του και έλεγξε την άκρη της βαλάνου του. Η σχισμή της ουρήθρας ήταν σφραγισμένη από κάποιο είδος ξεραμένης βλέννας. Έτσουζε σαν διάολος. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ουρηθρίτιδα, αλλά αυτή η ιδέα εξαφανίστηκε και τη θέση της διαδέχτηκε κάτι χειρότερο που έκανε την αναπνοή του να σταματήσει απότομα. Τότε, ο κορμός του πέους του φούσκωσε σιγά-σιγά και πρήστηκε. Τώρα βγήκε κάτι σαν κλαψούρισμα από το λαρύγγι του και ο πανικός τον συνεπήρε. Μήπως ο εγκέφαλός του έδωσε την εντολή για να ουρήσει; Κι επειδή τα ούρα του δεν έβρισκαν διέξοδο να προκλήθηκε…
    Το πέος του έκανε έναν ξαφνικό σπασμό. Κάτι είχε κουνηθεί μέσα από το πέος του. Η καρδιά του έχασε ρυθμούς. Τα χέρια του είχαν μουσκέψει. Ο ιδρώτας και ο φόβος είχαν νοτίσει το οξυγόνο της τουαλέτας. Φοβήθηκε τόσο που οι όρχεις του άρχισαν να ζαρώνουν σαν μικρά καρύδια. Τι συμβαίνει… τι σκατά μου συμβαίνει… Στάθηκε όρθιος πάνω από το νερό της λεκάνης, κάνοντας μαλάξεις στο πέος του, χωρίς την παραμικρή διάθεση στύσης. Ακόμη κι αν το ήθελε, αυτό δε θα γινόταν έτσι κι αλλιώς. Ο Αποστόλης έξυσε την κίτρινη βλέννα με το νύχι του, άφησε ένα άναρθρο βογκητό και με ένα τελευταίο «τράβηγμα», κάτι γλίστρησε έξω από την ουρήθρα του   
(πλουτς!) κάνοντας βουτιά μέσα στη λεκάνη.   
    Δεν πρόλαβε να δει τι ήταν.   
    Τέντωσε το λαιμό του και κοίταξε. Το νερό της λεκάνης, πριν από δύο δευτερόλεπτα ήταν διάφανο, καθαρό. Τώρα αποκτούσε ένα έντονο κόκκινο χρώμα καθώς από την ουρήθρα του έσταζαν σταγόνες αίμα. Κοίταξε πιο προσεκτικά το κόκκινο νερό της λεκάνης. Η επιφάνεια ρυτίδωνε και κάτι αναδυόταν από εκεί μέσα, και αυτό το κάτι που ανακάλυψε έφερε ουρλιαχτά που δεν πίστευε ότι θα ακούγονταν χειρότερα και από της συντρόφου του…   
    Από την επιφάνεια του νερού ξεμύτισε ένας γυμνοσάλιαγκας. Σύρθηκε βαριεστημένα πάνω στην αιματοβαμμένη πορσελάνη, σήκωσε το φαρδύ λαιμό του προς τα πάνω και τον κοίταξε, πλαταγίζοντας ειρωνικά τις καστανόχρωμες νηκτικές μεμβράνες, σχεδόν ημιδιαφανείς από το λευκό φως του μπάνιου.


ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Τα εκτρώματα της θύελλας (Ολοκληρωμένο)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα