«Ο πονόκοιλος»

129 23 3
                                    

Το πρωί ο Αποστόλης ξύπνησε με έναν φοβερό πονόκοιλο. Τα βογκητά του την είχαν ξυπνήσει, και τους είχαν αναστατώσει και τους δυο, παρόλο που η Βίκυ επέμενε πως πρέπει να τον είχε πειράξει το φαγητό του εστιατορίου. Ο Αποστόλης όμως δεν πίστευε πως ήταν αυτό. Ένιωθε ζάλη, τάση για εμετό και ένα συνεχές βάρος στο στομάχι του.    
    «Τι ακριβώς νιώθεις;» τον ρώτησε η Βίκυ ενώ κάθονταν στην κουζίνα. Η Βίκυ, αντιθέτως, ένιωθε πολύ καλύτερα από χθες.   
    «Νιώθω… σα να θέλω να πάω τουαλέτα…»   
    «Για να ξεράσεις;»   
    «Για να κατουρήσω και να…» Δεν του έβγαινε η λέξη.   
    «Και να;» έκανε εκείνη.   
    «Σαν να θέλω να κατουρήσω και να χέσω ταυτόχρονα. Ή σαν κάτι να χτυπάει τον προστάτη μου».   
    Η Βίκυ τον εξέτασε με τα μάτια της. Το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν κιμωλία. «Μήπως πονάς;» τον ρώτησε τώρα.   
    «Είναι παράξενο. Την μια πονάω και την άλλη νιώθω…» παύσανε. Και μετά: «Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Νιώθω πολύ περίεργα. Νομίζω έχει να κάνει με το στομάχι μου ή τον προστάτη μου˙ κάτι δεν πάει καλά».
    «Θα πάμε στον γιατρό, εντάξει;»   
    «Όχι γιατρό. Δεν μ’ αρέσουν οι γιατροί».   
    «Το ξέρω, Αποστόλη. Πρέπει όμως να δούμε τι τρέχει».   
    Ο Αποστόλης δεν έφερε αντιρρήσεις.

***

Η Βίκυ τον πήγε με το αυτοκίνητο σε ένα κοντινό ιατρείο. Δεν είχε σταματήσει να βρέχει και έβλεπες το νερό που φούσκωνε δίπλα στα πεζοδρόμια. Της άρεσε αυτός ο καιρός. Το μόνο που δεν της άρεσε ήταν όλη αυτή η καταστροφή.   
    Τον περίμενε για λίγο στην αίθουσα αναμονής, όσο ο Αποστόλης ήταν μέσα με τον παθολόγο. Ξεφύλλιζε ένα περιοδικό όταν επέστρεψε η αναγούλα που είχε νιώσει χθες. Σκέφτηκε κάπως ανόητα αν ήταν έγκυος, αλλά πήγαιναν τρεισήμισι χρόνια από τότε που είχε κάνει ολική υστερεκτομή. Εκείνη τη στιγμή είδε την πόρτα να ανοίγει και τον Αποστόλη να βγαίνει με ένα τσιρότο στο έσω μέρος του αγκώνα.   
    Η Βίκυ ανασηκώθηκε από το κάθισμα. «Τι έγινε; Πώς πήγε;» ρώτησε.
    «Θα σου πω στην διαδρομή. Δεν νιώθω άνετα εδώ μέσα».   
    Έφυγαν από το ιατρείο και στην διαδρομή με το αυτοκίνητο, ο Αποστόλης της εξήγησε:   
    «Μου ζήτησε να περάσω από κάποιον ουρολόγο να με δει».   
    «Τι πράγμα;» απόρησε η Βίκυ, τόσο που τα μάτια της ξέφυγαν για λίγο από το δρόμο. «Τι έχεις τελικά; Δεν σου είπε;»   
    «Ο γιατρός που πήγαμε μόλις λέει ότι μπορεί να έχω νεφρολίθο… λίθη… κάτι με τα νεφρά τέλος πάντων. Δύσκολη λέξη. Ποτέ δεν το είχα με τα ονόματα».   
    «Νεφρολιθίαση;»   
    «Ναι, αυτό. Αλλά δεν είναι σίγουρος».   
    «Και η ένεση;»   
    «Αντιφλεγμονώδη», είπε ο Αποστόλης, «για τον πόνο».   
    Η βροχή είχε γίνει ψιχάλα, όμως οι υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονταν ακόμα πάνω στο παρμπρίζ.    
    «Νιώθεις καλύτερα;» τον ρώτησε.   
    «Ναι, αρκετά μπορώ να πω».   
    «Φτάνουμε όπου να’ ναι. Θέλεις να σου ετοιμάσω κάτι να φας και να πέσεις να ξεκουραστείς; Καμιά σούπα, μήπως;»   
    «Δεν πεινάω», είπε και έκανε μια παύση.   
    Δεν αντάλλαξαν κουβέντες για περίπου πέντε λεπτά.   
    Ύστερα από λίγο της ξαναμίλησε: «Όταν με εξέταζε σκεφτόμουν εσένα».   
    Η Βίκυ χαμογέλασε. «Τι σκεφτόσουν δηλαδή;»   
    «Πώς και δεν μου έχεις πει ποτέ γιατί φοβάσαι τις βδέλλες».   
    «Α…» είπε και έπεσε σε βαθιά σιωπή.   
    «Λοιπόν;»       
    «Δεν έτυχε».   
    «Αυτή είναι η αλήθεια;»   
    Άλλη μια παρατεταμένη σιωπή.   
    «Όχι… Μάλλον, ντρεπόμουν να στο πω».   
    «Ντρεπόσουν;» απόρησε εκείνος. «Εμένα; Για ποιο λόγο με ντρεπόσουν;»   
    «Δεν συμβαίνει μόνο με σένα… Ας πούμε, ντρεπόμουν να το πω ακόμα και στους γονείς μου».   
    «Γιατί; Πες μου».   
    «Να… Όταν ήμουν δώδεκα χρονών είχα πάει για κολύμπι στην λίμνη. Ξέρεις, γεμάτο έλη και πουλιά να τιτιβίζουν. Το νερό ήρεμο, καθαρό. Ήταν όμορφη εικόνα για μένα. Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί ότι υπήρχαν αυτά… κάτι σαν αυτά… Δεν ταίριαζε με την εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει η λίμνη. Όταν γύρισα σπίτι είχα την πρώτη μου ρινορραγία. Έπειτα, το πράμα πήρε άσχημη τροπή. Κάθε μέρα αιμορραγούσα από τη μύτη. Πολύ αίμα. Δεν έστεκε όλο αυτό και…»   
    «Πού κολλάνε αυτά που μου λες τώρα;»   
    «Θα σου πω, μη με διακόπτεις».   
    «Με συγχωρείς… συνέχισε».   
    «Περίπου ένα μήνα αργότερα από την επίσκεψή μου στη λίμνη, όπως κοιταζόμουν μια μέρα στον καθρέφτη είδα κάτι που με φρίκαρε… Υπήρχε μια βδέλλα μέσα στο ρουθούνι μου, κρεμόταν η ούρα της πίσω-πίσω…»
    «Ένα μήνα; Πώς είναι δυνατόν;»   
    «Ακούγεται τρελό, όμως, Μάρτυς μου ο Θεός ήταν μια γαμημένη βδέλλα εκεί μέσα. Ντρεπόμουν να το πω σε κάποιον. Πήρα το τσιμπιδάκι της μαμάς και την έβγαλα έξω. Χάρη σε εκείνο το συμβάν τις φοβάμαι τώρα τόσο».   
    «Γι’ αυτό πάντοτε κάνεις ηλιοθεραπεία αντί να βουτήξεις μαζί μου στη θάλασσα;»
    «Όχι, αυτό το κάνω για άλλο λόγο», είπε η Βίκυ και χαμογέλασε.   
    «Άρα μόνο τα σαλιγκάρια φοβάσαι εξαιτίας αυτού;»   
    «Φοβάμαι οτιδήποτε μοιάζει με βδέλλα».   
    «Χμμ…» έκανε σκεφτικός, «η αλήθεια είναι πως οι γυμνοσάλιαγκες μοιάζουν λιγάκι με βδέλλες. Από δω και μπρος θα προσπαθήσω να σε καταλάβω περισσότερο, το φόβο σου αλλά και την ίδια».   
    «Αυτό είναι το πιο σημαντικό».   
    «Ναι, και δε θα χρειάζεται να ανησυχείς πια», είπε εκείνος. «Τελείωσε και όλα θα πάνε εντάξει, το υπόσχομαι».    
    «Άντε πάλι με τις υποσχέσεις», έκανε η Βίκυ ενοχλημένη.   
    «Το ξέρω πως δεν σ’ αρέσουν οι υποσχέσεις μου, όμως τώρα είναι διαφορετικό, διότι υπόσχομαι χωρίς να μου το ζητήσεις».

Τα εκτρώματα της θύελλας (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now