«Ο νεροχύτης της κουζίνας»

158 25 11
                                    

Η Βίκυ ξύπνησε αργά το επόμενο μεσημέρι μετά από μια δύσκολη βραδιά ύπνου. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί στη σκέψη ότι σαλιγκάρια έτρωγαν τα φυτά στον κήπο της και ότι γυμνοσάλιαγκες έψαχναν καινούργια στέγη κάτω από τα σκεπάσματά τους. Τέτοιες ιδέες έκαναν το σώμα της να ριγεί και να ιδρώνει. Η πρώτη σκέψη όμως που πέρασε από το μυαλό της την επόμενη μέρα, ήταν να πάρει τα πράγματά της, να φύγει από το σπίτι και να πάει στο σπίτι της μητέρας της στο κέντρο της πόλης.       
    Η Βίκυ ήταν στον νεροχύτη της κουζίνας και κοιτούσε φοβισμένη την κλειστή πόρτα που οδηγούσε στον κήπο. Για πρώτη φορά, σε όλο το διάστημα της διαμονής τους εκεί, δεν επισκέφθηκε τον κήπο της. Ένας μεγάλος φόβος που δεν είχε σκεφτεί μέχρι τώρα, ο ίδιος ο φόβος της στέρησης και της απαγόρευσης των πραγμάτων που της έφτιαχναν το κέφι. Στο μυαλό της είχε δημιουργήσει μια νοητή γραμμή μεταξύ της πόρτας και του κήπου, που αν την διάβαινε τα σαλιγκάρια θα την έπιαναν και θα κολλούσαν πάνω στο δέρμα της σαν κρύες βεντούζες.   
    Κοίταξε μέσα από το σιφόνι του νεροχύτη, την κατασκότεινη τρύπα. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν θα έβγαιναν και από κει μέσα, έρποντας στα τοιχώματα του σωλήνα. Πώς γίνεται να φοβάσαι κάτι τόσο άκακο; είπε η φωνή του Αποστόλη σαν κασέτα στο κεφάλι της. Αλλά αυτό που ακολούθησε εκείνο το μεσημέρι… ήταν μια φρίκη χειρότερη από κάθε προηγούμενο.   
    Ένιωθε αναγούλα και διψούσε, και μάλλον, ήταν ο καφές που είχε πιει προηγουμένως. Οι μαβί σακούλες κάτω από τα μάτια της μαρτυρούσαν την χθεσινή αϋπνία της. Άνοιξε το ντουλάπι και θυμήθηκε ότι της έλειπε ένα ποτήρι, πως ήταν αυτό που είχε σπάσει χθες ο Αποστόλης. Πήρε άλλο, το έτριψε στο ρούχο της και ύστερα άνοιξε την βρύση. Αλλά δεν έβγαινε νερό από το στόμιο. Έβγαλε τα γυαλιά της και τα άφησε στην άκρη του γρανιτένιου πάγκου. Έτριψε τα κουρασμένα μάτια της και προσπάθησε ξανά μα, πάλι τίποτα. Αναστέναξε και δοκίμασε να αυξήσει την ένταση, στρίβοντας τέρμα το διακόπτη. Επιτέλους, νερό γέμιζε το ποτήρι της. Έκλεισε τη βρύση και έφερε το ποτήρι κοντά στο πρόσωπό της όταν το χέρι της πάγωσε· ήταν λίγο πριν ακουμπήσει τα χείλη της στο γυάλινο χείλος. Μια δυσάρεστη οσμή ερχόταν από το ποτήρι. Έλεγξε το νερό, ήταν γκρίζο με καφετιά αιωρούμενα σωματίδια. Φόρεσε τα γυαλιά της πάλι, απομάκρυνε το ποτήρι και άνοιξε άλλη μια φορά την βρύση.   
    Μόνο που αυτή τη φορά δεν βγήκε νερό. Κάπου πίσω από αυτούς τους παλιούς τοίχους οι σωληνώσεις έτριζαν και μούγκριζαν. Οι ήχοι ακούγονταν λες και έβγαιναν από κάποιο ζωώδες λαρύγγι. Έκανε ένα φοβισμένο βήμα πίσω, καθώς η καρδιά της βροντούσε μέσα στο στέρνο της· στην κουζίνα όμως επικρατούσε απόλυτη ησυχία.    
    Κάτι σύρθηκε έξω από το στόμιο της βρύσης. Η Βίκυ έφερε το χέρι στο στόμα της και οι γοργές αναπνοές της θέρμαναν την παλάμη της. Και τότε, σαν εικόνα βγαλμένη από παιδικούς εφιάλτες, ένας ανεξέλεγκτος πίδακας από γυμνοσάλιαγκες τινάχτηκε βίαια έξω από το στόμιο της βρύσης χτυπώντας τρανταχτά τον μεταλλικό πάτο του νεροχύτη με τέτοιο θόρυβο, σαν σφυριά πάνω σε κρανίο και τέτοια ορμή, που το μακρόστενο σώμα της βρύσης λύγιζε ελαφρά προς τα πάνω. Τα μάτια της γούρλωσαν και μια κραυγή μεγάλωσε σαν κόμπος πνιγμού στο λαιμό της. Ήταν μια σκηνή που την ανάγκασε να κρύψει το πρόσωπό της για να μην βλέπει, όμως ο τρανταχτός θόρυβος δημιούργησε στην φαντασία της αποκρουστικές εικόνες. Η Βίκυ ούρλιαξε μέχρι να αδειάσουν τα πνευμόνια της.

Τα εκτρώματα της θύελλας (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now