«Ένας ψυχολογικός φόβος»

129 24 13
                                    

Το απόγευμα έβρεξε. Η Βίκυ πακετάριζε τα πράγματά της ώσπου ο Αποστόλης να κάνει κάτι με το ζήτημα. Η Βίκυ δεν φαινόταν να αλλάζει γνώμη. Υπήρχαν σαλιγκάρια και γυμνοσάλιαγκες στον κήπο της και τώρα μέσα στο σπίτι της. Και μέσα στο σπίτι υπήρχαν περισσότερα απ’ όσα υπήρχαν στον κήπο. Ο νεροχύτης είχε υπερχειλίσει και η κουζίνα βρόμαγε σαν χαλασμένο λάχανο. Μέχρι σήμερα δεν ήξερε ότι αυτά τα μικρά πράγματα μύριζαν τόσο άσχημα.    
    «Θα τα διώξω Βίκυ, εξαρχής σκόπευα. Απλώς… δώσε μου λίγο χρόνο».
    «Λίγο χρόνο;» φώναξε εκείνη. Αυτή τη φορά το πρόσωπό της ήταν αρκετά θυμωμένο. «Ασφαλώς! Μόνο που κινείσαι πιο αργά και από τα ίδια. Έχουν εισβάλλει μέσα στο σπίτι μας και φταις εσύ γι’ αυτό».   
    «Φταίω εγώ; Άμα περιμένεις τόσο πολύ από εμένα, τότε γιατί δεν το κάνεις εσύ;»    
    «Γιατί…»   
    «Γιατί φοβάσαι, πες το».   
    «Εντάξει, φοβάμαι. Είναι τόσο παράλογο; Άλλωστε, μου υποσχέθηκες πως θα το έκανες εσύ».   
    «Και αυτό σκόπευα να κάνω αν δεν σε έπιαναν οι υστερίες σου πάλι».
    «Οι υστερίες μου… μάλιστα…»   
    «Ναι, Βίκυ, υστερίες».   
    «Δεν είδες αυτό που είδα εγώ, γι’ αυτό μιλάς».   
    «Όπως αυτό με τα λουλούδια σου; Ήταν τόσο τρομερό το θέαμα για σένα;»    
    «Κόφτο».   
    «Να κόψω τι; Κάνεις λες και είδες τον μπαμπούλα».   
    «Το αντιλαμβάνεσαι αυτό που σου λέω; Έβγαιναν από την γαμημένη βρύση!»   
    «Ανατριχιαστικό», έκανε ο Αποστόλης. «Πήγαινε τότε στην μάνα σου αν γουστάρεις. Εγώ περίμενα να βρίσκαμε μαζί κάποια λύση, και όχι να κάθεσαι να μου φορτώνεις ολόκληρο το θέμα σαν πράγματι να ευθύνομαι εγώ για όλο αυτό. Αλλά είσαι τόσο φοβισμένη που ούτε την σκιά σου δεν θέλεις να βλέπεις».   
    «Αυτό δεν είναι αλήθεια», είπε η Βίκυ.   
    «Φυσικά, ναι. Οτιδήποτε και να σου πω, μόνο εσύ έχεις δίκιο. Ό,τι λέει ο Αποστόλης είτε δεν είναι αλήθεια είτε είναι μπούρδες…»   
    «Αποστόλη…»   
    Ο Αποστόλης δεν μιλούσε. Είχε σταυρώσει τα χέρια του και ήταν μουτρωμένος.
    «Έχω ψυχολογικό με… τις βδέλλες», συνέχισε η Βίκυ. «Από μικρή μού θύμιζαν βδέλλες. Ξέρεις, εκείνα τα πράγματα που κολλάνε πάνω σου και ρουφάνε αίμα».   
    «Ξέρω τι είναι οι βδέλλες», είπε εκείνος. «Γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα;»   
    «Νόμιζα πως δεν είχε σημασία αφού έβλεπες πόσο φοβόμουν».   
    «Ναι… όμως αυτά είναι σαλιγκάρια…»   
    «Δεν με νοιάζει!» φώναξε. «Δεν τα θέλω κοντά μου».    
    «Εντάξει». Ο Αποστόλης την πλησίασε. «Θα βρω την άκρη… Μάλλον, όχι. Μαζί θα την βρούμε. Μόνο κάτσε, σε παρακαλώ, μείνε εδώ…»   
    «Θα μείνω, αν κάνουμε κάτι αμέσως».   
    «Θα κάνουμε», της απάντησε. «Έλα μαζί μου».   
    Ο Αποστόλης πήγε στην κουζίνα και η Βίκυ τον ακολούθησε από πίσω, μπερδεμένη, και συνάμα περίεργη. Τα παπούτσια τους πλατσούριζαν και κολλούσαν στο πάτωμα της κουζίνας. Κάτω από το νεροχύτη έρπαν γυμνοσάλιαγκες με τα σκωληκώδη σώματά τους και στο δάπεδο σέρνονταν σαλιγκάρια κουβαλώντας τα στριφογυριστά κελύφη τους. Ήταν εκατοντάδες και είχαν γεμίσει την κουζίνα με γλίτσα και βλέννα.
    Η Βίκυ στάθηκε στο χολ και δεν προχώρησε πιο πολύ.   
    Ο Αποστόλης πήγε προς το τραπέζι και άρπαξε από την φρουτιέρα ένα σαγκουίνι. Το ξέσκισε με τα χέρια του, κόκκινα ζουμιά σαν αίμα έτρεξαν στα δάχτυλά του και άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στον κήπο. Άφησε το κομμένο φρούτο έξω, ένα μέτρο πιο πέρα από το κατώφλι με την σάρκα του σχεδόν ανθρώπινη στην όψη.   
    Ο Αποστόλης πήγε πίσω στην Βίκυ με προσεκτικά βήματα μη τυχόν πατήσει κανένα.   
    «Προσπαθείς να τα κάνεις να πάνε στην τροφή;» τον ρώτησε η Βίκυ.
    «Ναι. Απλά είναι άσκοπο να περιμένουμε εδώ. Θα αργήσει».   
    «Δεν το κουνάω ρούπι αν δεν σιγουρευτούμε ότι πιάνει. Αλλά λες να πιάσει;»   
    Έκατσαν με σταυρωμένα χέρια στο ίδιο σημείο για τριάντα, ίσως και σαράντα λεπτά. Τα σαλιγκάρια που βρίσκονταν πιο κοντά στην πόρτα ήδη έκαναν πορεία προς τον κήπο. Η Βίκυ άρχισε να ανακουφίζεται. Ωστόσο, ο νεροχύτης ήταν ακόμα γεμάτος και το χείλος του έσταζε κολλώδη υγρά. Θα έπαιρνε και ολόκληρες μέρες για να βγουν όλα από κει μέσα.   
    «Δεν το βλέπω να κοιμάμαι ήρεμη σήμερα».   
    «Μόλις σκέφτηκα κάτι».   
    «Τι είναι;»   
    «Έχεις ακόμα εκείνο το φτυαράκι στον κήπο;» την ρώτησε.   
    Η Βίκυ έγνεψε θετικά.   
    «Ωραία, περίμενέ με εδώ».   
    Ο Αποστόλης πήγε ακροπατώντας στον κήπο. Βρήκε το μισοθαμμένο φτυαράκι κοντά στα παρτέρια με τα φαγωμένα καλλωπιστικά, το ξέθαψε και έτρεξε πίσω στην κουζίνα. Ήθελε να βοηθήσει στην επιτάχυνση της διαδικασίας, φτυαρίζοντας μαλακά-μαλακά τον νεροχύτη, ρίχνοντας τους γυμνοσάλιαγκες έξω από το παράθυρο. Όταν έσκαγαν στο πάτωμα έκαναν ήχους χλαπάτσας. Δεν ήταν βέβαιος αν ήταν ασφαλές για εκείνα, αλλά αυτά που είχαν κέλυφος βρίσκονταν μόνο στο πάτωμα οπότε υπέθεσε ότι δεν υπήρχε θέμα ως προς την έξοδό τους.   
    Ο Αποστόλης σκούπισε το κούτελό του που είχε ιδρώσει και χωρίς να το αντιλαμβάνεται πασάλειψε το μαλλί του με βλέννα, που στερεώθηκε εκεί, σαν γλοιώδης ζελές. Τα δάχτυλά του χάνονταν ξανά και ξανά μέσα στον νεροχύτη. Το μόνο που ένιωθε ήταν γλιστερά και κρύα ζυμάρια.
    Η Βίκυ στην άλλη άκρη της κουζίνας είχε πάρει μια έκφραση αηδίας και η αναγούλα που ανακάτωνε το στομάχι της το μεσημέρι είχε επιστρέψει.   
    «Έδιωξα τα περισσότερα», είπε βαριανασαίνοντας. «Τώρα περιμένουμε μέχρι το πρωί. Θα περάσω μερικά νομίσματα στην γραμμή της πόρτας. Δε θα μας ενοχλήσουν για λίγο».   
    «Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;»    
    «Απολύτως», απάντησε. «Θα φάμε έξω. Πήγαινε να ετοιμαστείς».
    «Μου κόπηκε η όρεξη», είπε η Βίκυ. «Αλλά προτιμώ να είμαι έξω παρά εδώ μέσα».

Τα εκτρώματα της θύελλας (Ολοκληρωμένο)Where stories live. Discover now