• 45 •

97 10 0
                                    

Ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του βιβλίου...

~ Ποιανού αναμνήσεις βλέπω? ~

Έχουμε φύγει περίπου και εβδομάδα από την Χρυσή Ακτή και μάλιστα δύο μήνες που βρισκόμαστε σε αναζήτηση κι όμως σήμερα το όνειρο που είδα δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο βράδυ. Δεν ήταν όνειρο ούτε εφιάλτης αυτό που είδα. Ούτε μπορώ να το περιγράψω εκατό της εκατό όμως θα προσπαθήσω...
Ήταν βράδυ στην αρχή, όπως όλοι μας, δεν είχα καταλάβει ότι κοιμόμουν. Στο όνειρό μου βρισκόμουνα δίπλα σε ένα ποτάμι. Άκουγα το νερό να κυλά και τα πουλιά να κελαϊδούν κι έτσι έκει στην ηρεμία μου έκλεισα τα μάτια μου. Δεν μπορούσα να τα ανοίξω όμως και από εκείνη την στιγμές​ δεν έλενχα ούτε τον εαυτό μου! Ούτε την καρδιά μου, την ανάσα μου. Ανάπνεα όπως ανέπνεε ο "άλλος"! Άλλες φορές χτυπούσε η καρδιά "μου" πιο αργά και άλλες φορές πιο γρήγορα. Ένιωθα λες και ήμουν μέσα σε ξένο σώμα! Δεν το συζητώ να προσπαθήσω να μιλήσω ή να κουνήσω τα χέρια μου. Το μόνο που έκανα ήταν να διατάζω το μυαλό μου και τις σκέψεις μου. Κι έτσι πλέον τρομαγμένος, ξαφνικά άνοιξα τα μάτια μου-του ή της. Αχ δεν ξέρω! Δεν έλενχα ούτε που έριχνα το βλέμμα μου , παντός αισθανόμουν την πλάτη "μου" να ακουμπά πάνω σε κάτι ξύλινο και λείο. Στο οπτικό πεδίο έβλεπα μια φοράδα ξαπλωμένη ανάμεσα σε σανό, να χαροπαλεύει και να πονά από αβάστακτους πόνους. Μάλλον ήταν νύχτα... Όσο τρελό κι αν ακούγεται ξέρω που βρισκόμουν και τι γινόταν. Ξαφνικά το βλέμμα "μου"άλλαξε. Τόνισε προς το βάθος του αχυρώνα και συγουρεύτηκα για το που βρισκόμουν. Ήμουν στον αχυρώνα εγώ μαζί με τον πατέρα μου και τον κ. Μπίτζ και ημέρα έγραφε:" Βράδυ της γέννησης του Έλαμάναμου"! Πριν 9 χρόνια! Απίθανο! Όμως δεν έμεινα εκεί. Το άτομο μέσα στο σώμα που βρισκόμουν κοίταξε τον πατέρα μου! Ηταν ζωντανός! (Ακόμα )Δίπλα του όπως και θυμόμουν, στεκόμουν εγώ! Ήμουν δεν μόλις ένια ετών όταν διάλεξα τον Έλαμάναμου για άλογο μου! Δεν πίστευα τι γινόταν! Ο πατέρας μου με είχε ακουμπήσει το χέρι του στην πλάτη μου ενώ εγώ παρακολουθούσα την γέννα του άλογο μου! (Πολλά μου μάζεμα!)
+Αν ήταν ανάμνησή ,θα ήμουν εκεί δίπλα του! Γιατί είμαι εδώ? Ξαφνικά ο τύπος τόνισε ξανά τα μάτια του στην φοράδα. Είχε γεννηθεί ο Έλαμάναμου και όπως το θυμόμουν, ο κ. Μπίτζ τον έλενξε για να δει πως είναι η κατάσταση του νεογέννητου. Τελείωσε και κοιτάξε τον πατέρα μου. Έκανε μια κίνηση που ποτέ δεν θα ξέχναγα. Κούνησε το κεφάλι του προς τα πάνω αρνητικά και αποκαρδιωμένα. Δηλαδή άχριστο και δεν αξίζει να ζει! Ποιός! Ο Έλαμάναμου! Το πιο καταπληκτικό, πανέξυπνο άλογο σε όλη την Κάρλια! Είδα όμως και κάτι άλλο που δεν είχα προσέξει ποτέ εκείνη την μέρα. Ενώ εγώ, ως παιδί, καμάρωνα το άλογο και ο πατέρας μου κοίταξε άλλου! Το παράξενο είναι ότι το άλλου ήμουν εγώ! Δηλαδη εγώ μέσα στην μορφή κάποιου άλλου!
+Μα ποιός είμαι? Ενωώ ποιός είναι? Αχ τι ζω! Υπήρχαν πολύ εκείνη την μέρα. Ποιός από όλους είναι?
Ενώ σκευτόμουν αναγκάστηκα να κάνω την ίδια κίνηση με τον κ.Μπίτζ! Δηλαδή ο τύπος αυτός ήθελε τον Έλαμάναμου νεκρό!
+Τι? Εγώ ποτέ μου δεν θα έκανα κάτι τέτοιο ούτε σε όνειρο! Πού βρίσκομαι? Έχω τρελαθεί μήπως? Μήπως βλέπω ότι βλέπω όνειρο σε όνειρο? Μα τι λέω! Ούτε καν προφέρετε!
Είδα την χαρούμενη εξέλιξη , όταν δηλαδή έσωσα τον Έλαμάναμου καλώντας τον. Έτσι κατάλαβαν όλοι δύο πράγματα εκείνη την μέρα. Πρώτον ότι έβλεπε (όσο χρειαζόταν )και δεύτερον ότι αυτό το άλογο δεν θα το πείραζε κάνεις ποτέ στο κόσμο, γιατί θα ήταν δικό μου!
Ο καλύτερος μου φίλος και σωτήρας μου πολλές φορές! Ήταν μοιρέο! Παρόλο αυτά, συναισθήματα που ερχόντουσαν και με τάραζαν. Ένιωσα θυμωμένος, αλλά δεν ήμουν! Ένιωθε μίσος για αυτό το ζώο!
+Δεν το αντέχω! Που βρίσκομαι? Και γιατί να μισώ τον κολυτό μου?
Έκλεισα τα μάτια . Μάλλον είχε τελειώσει ο εφιάλτης.
+Ναι εφιάλτης! Τι άλλο μπορεί να είναι αυτό?
Όμως το "εφιάλτης" δεν έμεινε εκεί... Είχε μια άλλο! Τα μάτια μου άνοιξαν ξανά... Είχα αλλάξει περιβάλλον. Περπατούσα αυτήν την φορά σε έναν πλατύ διάδρομο. Ακόμα και τα συναισθήματα άλλαξαν. Αγωνία, θυμό και μίσος με διαπερνούσαν και με βομβαρδίζαν σαν βροχή. Έκανα βαριά και γρήγορα βήματα. Δεν μπορούσα να διακρίνω τι ρούχα φορούσα οπως και πριν αλλά αισθανόμουν μόνο ότι φορούσα μπότες.Ψηλές μεχρι το γόνατο. Πλέον ο τύπος κοιτούσε ευθεία και κατάλαβα που ήμουν. Στεκόμουν έξω από μια πόρτα κι όχι οπιαδήποτε! Την πόρτα του υπνοδωματίου των γονιών μου! Ήταν εύκολα να την αναγνώρισεις αφού είχε πάνω το χερούλι της χαραγμένο ένα Φοίνικα! Έβλεπα φως από μέσα! Κι άκουγα μια γυναικία φώνη! Ο τύπος είχε καταλάβει ποιά ήταν παρόλο που εγώ δεν την είχα ξανακούσει ποτέ μου.
+Αδύνατον! Το δωμάτιο έχει σφραγιστεί από τότε που η μητέρα μου...
Ο τύπος έσκυψε και κοίταξε από την κλειδαριά! Δεν ήθελε να μπει.
+Μα γιατί?
Είδα το δωμάτιο ήταν καθαρό και φωτισμένο με δάδες. Μια γυναίκα με μακριά κάστανα μαλλιά ήταν καθισμένη στο κρεβάτι το οποίο βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα. Το έχω ξαναδεί αυτό μια μέρα που είχα μπει κρυφά σε αυτό το δωμάτιο. Όπως και τότε έτσι και τώρα δεν υπήρχαν πολλά πράγματα εκτός από έναν καθρέφτη στον απέναντι τοίχο και ένα κομοδίνο προς την μεριά της πόρτας. Η μητέρα μου ,που μάλλον θα ήταν αυτή, δεν λάτρευε την "πολυτέλεια και την λαμπερότητα" όπως έλεγε πάντα ο πατέρας μου. Μάλιστα από τότε
που επιβίωσε δεν άφηνε κανέναν να μπει σε αυτό το δωμάτιο. Μόνο μια-δύο υπηρέτρια σε σπαστά διαστήματα και πάντα εκείνη την μέρα ήταν πολύ λυπημένος. Δεν μιλούσε για μέρες ολόκληρες! Πότε δεν μου μιλούσε για αυτήν. Ούτε καν το όνομά της δεν μου είπε ποτέ! Δεν συζητώ να μου την περιγράψει...Ήταν παράξενο και ταυτόχρονα εντυπωσιακό να την βλέπω τώρα μπροστά μου. Έστο κι από την κλειδαρότρυπα! Πραγματικά μοιάζαμε πολύ. Εκείνο όμως που με εντυπωσίασε ήταν το τι κρατούσε. Δεν έβλεπα καθαρά, ούτε ο τύπος στον οποίο βρισκόμουν μέσα του, οπότε θέλοντας να δει καλύτερα κοίταξε τον καθρέφτη.
Εκεί καθρευτιζόταν στην αγκαλιά της ένα νεογέννητο! Εγώ!
+Αδύνατον ! Μα πώς γίνεται? Δεν βγάζει νόημα!
Άκουσα για πρώτη φορά τη φωνή της μητέρας μου. Εκείνη με κούναγε στην αγκαλιά της καθως έκλεγα και είπε στο μωρό, (δηλαδή εμένα!):
-Φοίνικ αγοράκι μου! Παιδί μου. Μην κλες για μένα! Δεν φτες εσύ! Καποιος άλλος! Ενώ η φωνή της με αγκίζε σαν τίποτα στο κόσμο ,έτσι λεπτή και οικία, ταυτόχρονα αισθάνθηκα μίσος και θυμό! Δεν είχα νιώσει ποτέ έτσι
(και δεν θα μπορούσα να νιώσω, γιατί δεν ήταν δικά μου συναισθήματα!)
Ο τύπος ήταν εξαγριωμένος ως πότε άλλωτε! Η μητέρα μου όμως μη γνωρίζοντας συνέχισε:
-Φοίνικ ,αγόρι μου, σε αγαπάω όσο τίποτα στο κόσμο! Θα γίνεις μεγάλος και δυνατός. Κι όσο θα σε καίνε και θα σε υποβαθμίζουν τόσο θα αναφλέγεσαι! Είσαι φοίνικας! Δεν φτες εσύ για αυτό που έπαθα! Είσαι αθώος όσο κανένας άλλος. Εμένα με...
Ο τύπος έφτασε στο απόθεομα του θυμού του. Άνοιξε με δύναμη την πόρτα. Είχε ταχυπαλμία από την έξαρση του θυμού του. Αισθάνθηκα την έχθρα πάνω στο μωρό. Δεν κατάλαβα αν μισεί και την μητέρα, σύγουρα παντός μισούσε με κάποιον περίεργο τρόπο εμένα! Τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω μου! Έτσι το μετέφρασα...
+Αν δεν είναι αυτό θυμός, τότε τι είναι?
Όλα τα συναισθήματα που ένιωθε ήταν μπερδεμένα εκτός από το θυμό! Αυτό φενόταν ξεκάθαρα.
+Μα γιατί?
Είδα το πρόσωπο της μητέρας μου. Ήταν θυμωμένη. Όχι όμως φοβισμένη! Σαν το περίμενε! Απογοήτευση. Αλλά όχι μίσος δεν διέκρινα... Τον είδε και του είπε:
-Τι με κοιτάς? ΕΣΎ φτες! Ο τύπος νευριασμένος πήγε να απαντήσει όμως δεν άντεξα. Ξύπνησα. Έκαιγα ολόκληρος και έτρεμαν τα χέρια μου απο την σύνχιση...

Η Κριστάλια προσπαθήσε να με καθησύχασει:
-Φοινίκ ηρέμισε είσαι καλά! Όλα είναι καλά! Εφιάλτης ήταν!
-Όχι δεν ήταν!
-Έεε? Είπε ενώ κοίταξα να δω την Μελίγια η οποία κοιμόταν.
-Αχ... Πήρα μια βαθειά ανάσα και απάντησα:
-Ήταν ανάμνηση.
-Από ποτέ?
-Όχι από ποτέ αλλά ΑΠΌ ΠΟΙΌΝ!
-Δεν σε καταλαβαίνω.
-Είδα την μητέρα μου! Μέσα από μια ανάμνησεις κάποιου άλλου!
-Ποιού? Τι λες?
-Δεν ξέρω, αυτό είναι το παράξενο! Είδα το παρελθόν μου μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου! Δεν το πιστεύω καν τι λέω! Σαν το παράξενο όνειρο που είδα με το πορτρέτο!
-Πρόλαβε να σου πει κάτι?
-Μίλησες στο μωρό / εγώ ενώ την έβλεπα από μια κλειδαριά.
-Κλειδαριά?
-Ναι! Κι όχι μόνο! Άκουσα που μου είπε:
«Δεν φτες εσύ για αυτό που έπαθα! Είσαι αθώος! Εμένα με...»" δεν πρόλαβε να τελειώσει γιατί ο τύπος μπούκαρε μέσα! Μίλησε:
« Τι με κοιτάς? ΕΣΎ φτες! » Ακους!
-Άρα σου λέει ότι δεν πέθανε από τις επιπλοκές της γέννας αλλά από κάτι...
-Κάποιον! Από αυτόν που ήμουν μέσα του! Το παραδέχτηκε η μητέρα μου. Αλλά δεν καταλαβαίνω κάτι...Παράξενο δεν λέω , αλλά γιατί η μητέρα μου να μην τον φοβάται? Και γιατί να μην την μισεί αυτός ο τύπος! Γιατί? Αν μισεί εμένα έπρεπε με κάποιον τρόπο να μισεί κι αυτήν! Κι όμως! Απογοήτευση είδα στα μάτια της αντί για φόβο!
Κι αυτό που κολάει? Και το περίμενε να εμφανιστεί! Αν είναι δολοφόνος της γιατί? Ούτε θυμό ούτε τίποτα! Δεν ήταν ο πατέρας μου και ούτε ο κ. Μπίτζ. Άρα γιατί από την να μισεί εμένα\ το μωρό τόσο πολύ και η μητέρα μου να μην τον φοβάται?
-Είναι μπερδεμενα!
-Όχι είναι τελείως ξεκάθαρα! Απλός μου λύπουν πολλά κομμάτια!
-Δίκαιο έχεις...

Στα Ίχνη του Δράκου: Το Ταξίδι [1 Βιβλίο]Where stories live. Discover now