• 20 •

122 14 1
                                    


~ Η εξολόθρευση (Β μέρος) ~

Οι ληστές έτρεχαν μέσα στο δάσος σαν λυσσασμένα σκυλιά. Ο αρχηγός τους όμως τους σταμάτησε λέγοντας:
-Εειι ηλίθιοι κάντε ησυχία! Το ακούτε; Άλογα! Παγίδα ήταν! Το σχέδιο τους ήταν να μας επιτεθούν από τα νότια. Ααα οι ανόητοι ορεινοί! Ούτε ίχνος μυαλό δεν κουβαλούν! Πάμε στο παλάτι! Θα είναι απροστάτευτο, δικό μας! Μπρος. Και άλλαξαν για τρίτη φορά κατεύθυνση. Ευτυχώς δηλαδή. Η Κριστάλια οδηγούσε τους στρατιώτες πλέον κύριος ιππικό προς την παγίδα που είχα στήσει εγώ! Όλα ήταν έτοιμα. Οι τοξότες δεν κρυβόντουσαν πίσω από το βράχο. Όλοι ορθοί και σε σειρά! Μόλις μας είδαν οι φρουροί φρίκαραν.
+Πολύ αργά!
-Πυρ! Φώναξα και η μάχη ξεκίνησε! Ήρθε και το ιππικό από τα πλάγια , όπως και το πεζικό! Να και το ιππικό από το δάσος για την εξολόθρευση όσων είχαν μείνει πίσω στο κρησφύγετο!
+Το δίχτυ για τα ψάρια στήθηκε! Ώρα για το ψάρεμα! Δεν υπάρχει διαφυγή. Ο μονόδρομος είναι ο θάνατος!
Ανέβηκα στον βράχο και πετώντας ένα αναμένο κάρβουνο στο λάδι. Το είχα ρίξει μπροστά στο
βράχο. ( Γα αυτό κουβάλαγα το βαρέλι.) Φούντωσε Πυκνή φωτιά φούντωσε.
+Αυτά παθαίνεις όταν τα άλογα σου την φοβούνται...
Οι ληστές δεν μπορούσαν περάσουν τον βράχο. Είχαν πιαστεί εξολοκλήρου στα δίχτυα μου!
Ο Άλιοθ βρισκόταν στο τέλος του χαμού.
+Άοπλος ο ανόητος!
Η μάχη είχε ξεκινήσει για τα καλά. Ξαφνικά είδα κάποιον με ένα τεράστιο τσεκούρι να κατευθύνετε προς τον Άλιοθ . Με γρήγορα αντανακλαστικά κοίταξα γύρω μου. Για καλή μου τύχη βρήκα μια τεράστια πέτρα ,αμέσως την άρπαξα και την πέταξα στο πρόσωπο αυτού του τύπου. Εκείνος άφησε κάτω το τσεκούρι και έβριζε . Αμέσως έπιασα ένα σπαθί( ενός σκοτωμένου που βρισκόταν μπροστά μου) και του το πέταξα στην περικεφαλαία του. Μόλις έπεσε κάτω ,ο Άλιοθ άρπαξε την πέτρα και άρχισε να τον κοπανάει. Ξεψύχησε γρήγορα. Είδα ότι είχε παθαίνει και το κεφάλι του είχε γίνει μια άμορφη μάζα ξεκίνησα για τον επόμενο . Η Μελάγια και η Κριστάλια πολεμούσαν λίγο πολύ πέρα. Εκείνες είχαν τόξα και σκότωναν πιο εύκολα από ότι εγώ. Ξαφνικά άκουσα έναν γνώριμο ήχο. Ήταν ο Έλαμάναμου.
+Ο Μπαγάσας δεν υπάρχει περίπτωση να χάσει κάτι τέτοιο. Πάντα σε όλα τα δύσκολα ήμασταν μαζί. Δεν θέλω να το πάρει πάνω του αλλά μου είναι απαραίτητος.Του σφύριξα ενώ έτρεξα γρήγορα σε αυτόν. Εκείνος ξεκίνησε να καλπάζει προς τους ληστές. Με εμένα στο τιμόνι και εκείνος με τις καταπληκτικές αισθήσεις του είμαστε ανίκητοι! Βρήκα έναν. Θα ήταν το επόμενο θύμα μου! Προσπαθούσα να τους πετύχω με το σπαθί μου στο κεφάλι. Αστόχησα όμως και μου έγδαρε λίγο την στολή. Έτρεχε πολύ αίμα αλλά δεν ήταν θανατηφόρο. Ξαφνικά αυτός ο ληστής που με τραυμάτισε προσπάθησε να με χτυπήσει ξανά με το σπαθί του. Ευτυχώς η Κριστάλια του πέταξε ένα εύστοχο βέλος στην καρδιά του. Την ευχαρστησα και συνέχισα... Η μάχη δεν κράτησε πάνω από δέκα λεπτά. Μέχρι τότε εγώ η Μελίγια και η Κριστάλια είχαμε κόψει αρκετά κεφάλια και είχα τραυματίσει αρκετούς . Η νίκη ήταν σίγουρα δική μας . Είδα όμως ένα τύπο που γνώριζα. Το σημαδεμένο χέρι του τον πρόδιδε, μαζί με το άλογο του, που ο Θεός να το κάνει δικό του! Ήταν ο αρχηγός τους! Ο τύπος που είχαμε συναντήσει την πρώτη μέρα! Ο τύπος που σκότωσε το άλογο της Κριστάλιας θανάσιμα προσπαθόντας να δηλητηριάσει την ίδια! Κάρφωσα τα μάτια πάνω του. Δεν το θυμόμουν μόνο εγώ αλλά και αυτός! Αλλά και το άλογό μου! Τρέξαμε ο ένας πάνω στον άλλο μέχρι που συναντιθήκανε τα ξήφοι μας. Ο ήχος τον σπαθιών μας ακουγόταν παντού. Ήταν πολύ δυνατός. Αλλά όπως είπα δεν είχαμε το ίδιο άλογο! Ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα! Γιατί να μην τον χρισημοποιήσω αυτό εναντίον του? Έτρεξα πλέον προς την φλεγόμενη γραμμή μπροστά από το βράχο. Εκείνος με ακολούθησε λέγοντας:
-Δηλέ! Ούτε μια μάχη δεν είσαι ικανός να δώσεις!
-Α ναι! Τότε δες ότι εγώ έχω τον καλύτερο σύμμαχο! Του είπα καθώς ο Έλαμάναμου ή πήδηξε πάνω από οι τις φλόγες. Δεν έκανε το ίδιο εκείνο και το δικό μου. Ο Ατίθασος φρέναρε και ο αρχηγός των ληστών έπεσε μέσα στις φλόγες! Ούρλιαζε τόσο δυνατά που όλοι οι υπόλοιποι ακόλουθοι του δεν μπορούσαν ούτε καν να αμυνθούν. Το τέλος είχε φτάσει... Έπιασα το άλογο του Άλιοθ και του το έδωσα. Εκείνος το χαϊδεψε στην πλάτη.
-Τον έσωσες! Μου φώναξε καθώς με αγκάλιασε συγκινημένος.
-Σταμάτα καλέ στάσου στο ύψος σου! Σου είπα κρατάω τον λόγο μου. Του απάντησα προσπαθόντας να τον ξεκολλήσω από πάνω μου.
Ξαφνικά άκουσα μια φωνή , ήταν ο Τίλξ! Είχε πέσει στο έδαφος. Ένας ληστής τον είχε τραυματίσει σχεδόν θανατηφόρα στο λαιμό. Ευτυχώς εκείνος τον σκότωσε αλλά η πληγή ήταν μεγάλη και έτρεχε άφθονο αίμα . Πήγα γρήγορα μήπως και καταφέρω να κάνω κάτι αλλά βλέποντάς τον κατάλαβα....
-Κ. Τίλξ... Πήγα να πω αλλά με μια κίνηση του χεριού του με διέκοψε.
- Δεν έχω χρόνο... Είπε και έβηξε βαρειά σαν να του τελείωνε το οξυγόνο. Βαριανασάνοντας τελικά μου είπε ενώ μου έπιασε το χέρι μου. Σε παρεξήγησα αγόρι μου, είσαι άξιος και όχι ένας ξένοφερμενος. Είσαι ένας από εμάς! Είπε ο Τίλξ ψιθυριστά και ξεψύχησε . Του έκλεισα τα μάτια και λυπιμένος γύρισα την πλάτη μου για να κοιτάξω το αποκρουστικό θέαμα. Μόλις είχε πεθάνει ο τελευταίος ληστης και ο τελευταίος αδικοχαμένος από τους στρατιώτες μας! Είχαμε νικήσει.
Υπήρχαν παντού πτώματα , άλλου χέρια , άλλου κεφάλια , ήταν απέσιο. Εγώ ήμουν γεμάτος ξεραμένα αίματα. Αποφάσισα να κατευθυνθεί στο κάστρο μήπως και καθαριστώ λίγο. Μόλις έφτασα συνάντησα την Ελεονώρα και της πρότεινα να κάψουμε τους νεκρούς επειδή οι άλλοι δεν ήξεραν τι να κάνουν με τόσα πτώματα. Εκείνη δεν ήθελε αν κάψουμε τους ληστές...
-Τι γιατί να το κάνουμε αυτό?
-Γιατί πρέπει. Όλους μαζί! Έτσι είναι το σωστό...
Εκείνη έκπληκτη συμφώνησε και μαζί κατευθυνθήκαμε προς εκείνο το σημείο που είχαν μαζέψει τα ξύλα. Βάλαμε φωτιά και αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πτώματα . Ιού η μυρωδιά της καμένης σαρκαστικά είναι αηδιαστική αλλά έπρεπε να γίνει....

Στα Ίχνη του Δράκου: Το Ταξίδι [1 Βιβλίο]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα