Κεφάλαιο 2

2K 268 4
                                    

Ο ήλιος έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Άρπαξε την κουβέρτα και την πέρασε πάνω από το κεφάλι της. "Δεσποινίς πρέπει να ξυπνήσετε" άκουσε την φωνή της Μάργκαρετ. "Λίγο ακόμα" μουρμούρισε η Κάθριν. "Καθόλου ακόμα" συνέχισε η Μάργκαρετ "η άμαξα έχει έρθει πρέπει να φύγετε". Η φωνή της ήταν άχρωμη, τα μάτια της άδεια από ζωή. Η Μάργκαρετ της έδινε την αίσθηση μιας κινούμενης κούκλας. "Εντάξει εντάξει ετοιμάζομαι". Η υπηρέτρια βγήκε από το δωμάτιο. Εκείνη σηκώθηκε. Έριξε λίγο νερό στην μούρη της, από την κανάτα που έφερε η Μάργκαρετ και άρχισε να ντύνεται. Δεν είχε βαλίτσα να κουβαλήσει, έτσι απλά φόρεσε το μενταγιόν που της έκανε δώρο ο πατέρας της και βάδισε προς τον κάτω όροφο. Αυτό το μενταγιόν της είχε δώσει παρηγοριά ακόμα και την πιο κρύα νύχτα στον δρόμο, ήταν από ασήμι και έδειχνε ένα τριαντάφυλλο. Μερικές φορές το χέρι της έτρεχε, χωρίς η ίδια να το καταλάβει, πάνω στο μενταγιόν. Η κρύα αίσθηση του της έφερνε μια ηρεμία.

Καθώς πέρναγε έξω από την κρεβατοκάμαρα της κυρίας και του κύριου Μπιμπλ, άκουσε κάποιους ψιθύρους και έναν άντρα να κλαψουρίζει. Προσπάθησε να προσπεράσει και να μην κρυφοκοιτάξει αλλά η πόρτα ήταν αρκετά ανοιχτή για να βλέπει οποιοσδήποτε περαστικός το τι γινόταν μέσα. Το θέαμα την εξέπληξε. Η άχρωμη Μάργκαρετ βάσταζε στο κομοδίνο και από πίσω της βρισκόταν ο κύριος Μπιμπλ. Το παντελόνι του ήταν κατεβασμένο, ενώ της Μάργκαρετ το φόρεμα ήταν ανεβασμένο. Τα χέρια του ήταν γραπωμένα από την μέση της. Αγκομαχούσε κουνώντας το σώμα του μέσα στο δικό της, ενώ εκείνη είχε μία αδιάφορη έκφραση. Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος της Κάθριν. Μόλις την αντίκρισαν, τα μάτια της γέμησαν ζωή. Το στόμα της κύρτωσε σε κάτι που θύμιζε χαμόγελο. Άρχισε να αναστενάζει. Η αντίδραση της εξέπληξε και τον στρογγυλό κύριο Μπίμπλ, που άρχισε να κουνιέται πιο δυνατά. Η Μάργκαρετ είχε κλειδώσει το βλέμμα της πάνω στην Κάθριν. Η Κάθριν δεν μπορούσε να πάρει το δικό της από πάνω τους. Οι αναστεναγμοί της Μάργκαρετ γέμιζαν το κεφάλι της. Με μία τελευταία κίνηση ο κύριος Μπίμπλ κατέρρευσε πάνω στην Μάργκαρετ. Εκείνη δεν σταμάτησε να κοιτάει την Κάθριν και να χαμογελάει. Η Κάθριν ένιωσε περίεργα. Ένιωθε μία ζέστη να ξεκινάει από το κάτω μέρος του κορμιού της και να απλώνεται παντού. Η ανάσα της είχε γίνει πιο γρήγορη. Η καρδιά της είχε αυξήσει τους χτύπους της. Τα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει.

Μόλις συνειδητοποίησε ότι ακόμα τους κοίταζε, ξεκόλλησε το βλέμμα της και έφυγε τρέχοντας προς τις σκάλες. Εκεί σταμάτησε για λίγα λεπτά και προσπάθησε να ανασάνει. Μόλις είχε αντικρίσει τον κύριο Μπιμπλ με την Μάργκαρετ. Έπρεπε να το πει στην κυρία Μπιμπλ. Έπρεπε να της πει το τι είδε. Ένας κόμπος δέθηκε στον λαιμό της. Δεν θα την πίστευε ποτέ. Γιατί να την πιστέψει άλλωστε; Εδώ την πούλησε σε δύο άγνωστους θα την πίστευε άμα της έλεγε ότι ο άντρας της την απατούσε;

Άκουσε την Μάργκαρετ να φεύγει από το δωμάτιο. Την είδε να βάζει κάτι στην τσέπη της. Φαινόταν να γυαλίζει. Την πλήρωνε για να κοιμάται μαζί της σκέφτηκε. Αμέσως τα χέρια της έφτασαν στο στόμα της και το κάλυψαν. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό γινόταν. "Σου άρεσε το θέαμα;" η Μάργκαρετ στεκόταν πίσω της. "Πως γίνεται να το κάνεις αυτό στην κυρία Μπιμπλ;" ανταποκρίθηκε η Κάθριν. "Ποιος σου είπε ότι δεν το ξέρει;" ένα από τα σπάνια χαμόγελα της απλώθηκε στο πρόσωπο της καθώς έσκυβε προς το μέρος της έκπληκτης Κάθριν. "Είσαι τόσο αθώα που με αηδιάζεις" ψυθίρισε η Μάργκαρετ πάνω στα χείλι της Κάθριν και απομακρύνθηκε. Η Κάθριν έμεινε να κοιτάζει το κενό.

Μάζεψε τις δυνάμεις της και κατέβηκε στο ισόγειο, όπουτην περίμεναν η κυρία Μπιμπλ, την οποία δεν μπορούσε να κοιτάξει πλέον σταμάτια, και ο μπάτλερ της οικογένειας Κάρσκεϊλ, ο οποίος θα την συνόδευε στηνοικία. Η κυρία Μπιμπλ δεν την χαιρέτησε καν, απλά έφυγε τρέχοντας προς τηνκουζίνα, μόλις βεβαιώθηκε ότι η Κάθριν κατέβηκε. Ο μπάτλερ, ακόμα πιο άχρωμοςκαι πεζός από την Μάργκαρετ, την πήγε προς την άμαξα. "Οι βαλίτσες σαςδεσποινίς;" ρώτησε με μεγάλη αδιαφορία. "Δεν έχω" απάντησε κοιτώνταςτο πάτωμα. Μάλλον αυτό του άρεσε γιατί το στόμα του τρεμόπαιξε, αλλά δενκύρτωσε ποτέ. Μπήκε στην άμαξα και ξεκίνησαν προς την οικία Κάρσκεϊλ, χωρίς ναέχει ιδέα τι πρόκειται να συναντήσει.    

Η Πεντάμορφη και τα ΤέραταWhere stories live. Discover now