Εβδομάδα Τρίτη

50 4 9
                                    

Μέρα Πρώτη

Βλέπω το νερό να τρέχει από την γεμάτη άλατα βρύση, παρατηρώντας αμέτοχος την πορεία του νερού. Είναι κρύο, μα λιγότερο κρύο από την καρδιά σου.

Κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέπτη. Εστιάζω πρώτα στις πιτσιλιές νερού που έχουν στεγνώσει από τους άλλους και έπειτα σε εμένα. Βλέπω τις ουλές μου, αλλά όχι αυτές που έχω ήδη. Αυτές που κατάφερες να δημιουργήσεις εσύ.

«Άντε ρε, ακόμα;»

Έπρεπε να είμαι ξεκούραστος, όμως νιώθω τόσο κουρασμένος. Γιατί έχεις δεθεί επάνω μου με αλυσίδα σαν τόνων βράχος και σε τραβάω στην πλάτη μου μέρα με την μέρα προσπαθώντας να προχωρήσω μπροστά. Και μπροστά προχωράω μαζί σου, κι ας παραμένεις αόρατη. Με δυσκολεύεις, δεν μπορώ να περπατήσω.

Η βρύση έτρεχε ακόμα, και εγώ κατάφερα για άλλη μία μέρα να σε ξεπλύνω με αυτό το παγωμένο νερό που με βγάζει από την ασφάλεια της σκέψης σου. Μην σε νοιάζει, μην σε νοιάζει: έχουν παγώσει τα πάντα μέσα μου.

Αχ και να εμφανιζόσουν πάλι σαν άγγελος μπροστά μου. Θα έκανα τα πάντα για να σε κρατήσω εδώ στη χούφτα μου μέσα. Έχω να σε δω τόσο καιρό...

Μέρα Δεύτερη

Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω αλλά αυτό είναι παράλογο. Παράλογο! Ούτε η ρουτίνα δεν μπορεί να σε σκοτώσει, να σκοτώσει την μορφή σου -αυτό που βλέπω τέλος πάντων- αυτό το όνειρο, αυτή τη φενάκη....

Έχω περάσει σε προχωρημένο στάδιο αυτής της πλάνης και δεν με καταλαβαίνει κανένας πια. Τα δάκρυά πέφτουν μόνα τους, χωρίς να χρειαστεί να σε σκεφτώ. Και το θέμα είναι ότι δεν ξέρω που είσαι.

Πλησιάζει πάλι ο καιρός που θα βρεθούμε στο ίδιο σημείο. Στο ίδιο μέρος ναι, θυμάσαι και εσύ καλά πώς κοιταχτήκαμε, πώς... πως έγιναν όλα αυτά και εν τέλει, φτάσαμε εδώ...

Μέρα Τρίτη

Εάν δεν περίμενα κάτι, αυτό ήταν να την δω στο μαγαζί.
Καθόμουν στο μπαρ με ένα βιτέξ στο χέρι, μέχρι που ξαφνικά ξεπρόβαλλε μπροστά μου με μια παρέα.

Ήταν δίπλα δίπλα με μια μελαχρινή, καλλίγραμμη μεσαίου αναστήματος κοπέλα, συνοδευόμενες από δύο αγνώστους.

Έτσι ακίνητος που τους έβλεπα να μπαίνουν μέσα... κόλλησα. Αυτόματα, έβαλα το Way Down We Go και περίμενα αντιδράσεις. Κοιταχτήκαμε αστραπιαία και μπήκα μέσα στην κουζίνα, δήθεν πως έψαχνα κάτι.

Όταν επέστρεψα είδα ότι έκατσε δίπλα στο ένα αγόρι.

Απογοητεύτηκα λίγο, όμως θυμήθηκα το βλέμμα της και έσβησα κατευθείαν κάθε αρνητική σκέψη: το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να την προσεγγίσω.

Όταν πήγα να πάρω παραγγελία, εσκεμμένα δεν έριξα καθόλου το βλέμμα μου πάνω της. Απλώς σημείωνα παρατηρώντας το ξεθώριασμα του μισοτελειωμένο στυλό. Μπορούσα να καταλάβω όμως ότι την παραξένευσε. Γύρισα στο μπαρ εξοργισμένος. Τί ήθελε τώρα; Ποιοι ήταν αυτοί και τι ήταν για αυτές;

Γιατί ήρθε εδώ;


Σε κάποια στιγμή, λίγη ώρα αργότερα σηκώνεται και πηγαίνει στην τουαλέτα. Πηγαίνω κι εγώ δήθεν να πλύνω τα χέρια μου. Λες και δεν μπορούσα να τα πλύνω στην κουζίνα!

... αλλά ούτε που θα το σκέφτονταν.

Και ήμουν εξίσου σίγουρος!

Μπαίνω και κοιτάζομαι ευθέως στον καθρέπτη. Άκουγα την ανάσα της. Τόσο ησυχία είχε. Βγαίνει έξω, και προς μεγάλη μου έκπληξη δεν με κοιτάζει καν πλησιάζοντας τον νιπτήρα, λέγοντας μου το εξής παράξενο πράγμα.

«Πάντα το ίδιο... ακριβώς μετά από μένα. Ίσως με διαφορά κάποιων λεπτών».

Με σκυμμένο βλέμμα απλώς έπλενε τα χέρια της, ανέκφραστη.

Άρχισα να μπλέκω τα χέρια μου μες τα μαλλιά της απτόητος από αυτό που είπε. Σαν να μην θυμόμουν τι έκανα.

Σαν να μην είχε σημασία εκείνη την στιγμή.

Κρατιόμουν απίστευτα να μη δακρύσω.

«Γιατί;» είπε με ελαφρύ λυγμό καθώς χάιδευα το θερμό της μάγουλο. «Μετά από τόσο καιρό, γιατί; Γιατί είσαι εδώ; Και γιατί είχες φύγει...»

Άγγιζα τα χείλη της περιμένοντας να ξεστομίσουν κάτι...

«Μα δεν έφυγα ποτέ. Ήμουν από την αρχή εδώ. Για εσένα το έκανα, για εσένα.»

«Μη φύγεις πάλι...» τόλμησα να πω και έβλεπα σταδιακά τα μάτια της να δακρύζουν και κάνοντας να στρίψει το κεφάλι, την πρόλαβα.

Την είχα προλάβει.

Την φίλησα συνοφρυωμένος. Με παράπονο και απορία. Με αγανάκτηση αλλά και με πάθος. Με πίεση αλλά και με άφεση. Με ανασφάλεια, αλλά καθόλου δισταγμό.

Με αγάπη. Και όχι με εγωισμό. Όχι με λογική. Όχι με χρόνο!

Μέρα Τέταρτη

Λαγοκοιμόμουν, καθώς άκουγα τις φωνές των ζωηρών, μικρών ανιψιών μου, πίσω από την κλειστή μου πόρτα.
Γυρνάω πλευρό και έχοντας καρφωμένο το βλέμμα μου εκεί, μπουκάρουν ξαφνικά και τρέχουν πάνω μου. Μου τραβούσαν τα μαλλιά, με στροβίλιζαν πέρα και δώθε, αριστερά και δεξιά.
Πόσο ξέγνοιαστα ήταν. Σκεφτόμουν. Και πόσο ευγνώμων νιώθω που τους κάνω και γελάνε. Τα δικά μου ανίψια.
Κάπως έτσι σε είδα χθες. Κάπως έτσι ήμασταν χθες.

Κάπως έτσι, σε έκανα δική μου.

Τρεις εβδομάδες σιωπήςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora