Εβδομάδα Δεύτερη

44 5 7
                                    

Μέρα Πρώτη
Αρρωσταίνω. Και αρχίζω να νιώθω περίεργα με αυτό. Δεν κυμαίνεται στα φυσικά μου όρια. Όλα φαντάζουν ασπρόμαυρα και εσύ... έχεις χαθεί. Πάλι.
Ήμασταν τόσο κοντά, τόσο! Μιλούσες, μιλούσες ασταμάτητα και όλο μιλούσες για ασήμαντα, για να μην υπάρξει η σιωπή, για να μην αποκαλυφθεί τίποτα!

Μέρα Δεύτερη
Γελάω και δακρύζω μαζί, μα όταν το κάνω, κοιτιέμαι στον καθρέφτη, σφίγγω τα χείλη και πεισμώνω τόσο όσο θα ήθελα να με βλέπω να το κάνω.

Θόρυβο, θόρυβο, θόρυβο! Πώς να σε κάνω να με ακούσεις, πώς;

Με φωνές, με γέλια; Με πυροτεχνήματα;
Πώς θα με δεις; Πώς;

Μέρα Τρίτη
(Ηχογραφημένο στο κασετόφωνο)

Το μόνο που μου έχεις αφήσει, είναι οι αναμνήσεις. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτή τη μικρή ευτυχία. Ήμουν τόσο ανίδεος, τόσο απρόσεκτος... Μα η ζωή συνεχίζεται, η δική μου ζωή αυτή τη φορά.

Δακρύζω, μα σε αφήνω να φύγεις εγκαταλείποντας τα αναζωπυρωμένα μου συναισθήματα κάπου χαμένα στο παρελθόν μας.

Αντίο.

00:02:19:56:24

Μέρα Τέταρτη

Παγώνω.

Ακούω την ηχώ της φωνής της αδελφής μου, και ούτε καν την ίδια της τη φωνή. Νιώθω το στόμα μου στεγνό και πεινάω μα δεν μπορώ να κατεβάσω μπουκιά. Ζαλίζομαι, μα για εσένα δεν έχει σημασία πια... Προσπαθώ να εστιάσω κάπου, να συγκεντρωθώ.

Συγκεντρώσου, συγκεντρώσου, συγκεντρώσου!

Τρέμω από τον φόβο ότι δεν θα σε δω ξανά. Αυτό, που δεν υπάρχεις, αλλά υπάρχεις. Με αγγίζεις κάθε νύχτα, ενώ δεν είσαι καν εδώ. Ξεπροβάλλεις σαν πυγολαμπίδα, αλλά το φως είναι απάτη! Μια πλάνη σχεδιασμένη από εσένα.

Έχω εντυπωθεί σε εσένα και σαν τρελός, χάνω τη λαλιά μου αν σε δω.

Και εσύ περνάς αδιάφορη, με τις φίλες σου, γελώντας, καθώς-πρέπει, και μη μου άπτου. Χωρίς να αφήσεις ψεγάδια για κανέναν, κανένας να μην δει, να μην καταλάβει τίποτα!

Κι όμως, κάνεις το μεγαλύτερο λάθος, και το μεγαλύτερο ψεγάδι σου, βρίσκεται στα μάτια σου. Που δεν με κοιτάς, που κάνεις σαν να μην υπάρχω, ενώ βρίσκομαι δίπλα σου.

Δίπλα σου.

Μέρα Πέμπτη

Πλησιάζουν τα γενέθλια μου, και κάθε άλλο από χαρούμενος νιώθω.
Με έχεις αιχμαλωτίσει, με έχεις σκλαβώσει.
Φοβάμαι μη σε χάσω, ενώ δεν σε έχω
Βλέπω τις σκιές σου και ξεδιψάω.

«Θα γυρίσει, άκου με...»
με ξυπνάει από τις σκέψεις μου

«θα γυρίσει... και πιθανότατα να μην είναι ήδη αργά όταν θα γίνει αυτό.»

«Πώς το ξέρεις, πώς! Πώς είναι δυνατόν; Μου λείπει αφάνταστα».
Η φωνή μου γεμάτη λυγμούς, δε κοίταξα, δεν κοιτούσα την αδελφή μου.

Την αδελφή μου δεν κοιτούσα.
Άρχισα να βήχω ασταμάτητα, και ο λαιμός μου πονούσε.

Είχα ακούσει μια φορά από τον παππού μου για το πώς μπορείς να αρρωστήσεις από μια τέτοια κατάσταση. Αλλά τότε δεν έδινα σημασία, ήμουν μικρός, και δεν το πίστευα κι όλας.

Νομίζω ότι ούτε τώρα το πιστεύω αυτό.

Δεν θέλω.

Αυτό που βιώνω, το βιώνω μόνος. Κανείς δεν με έχει, ούτε πρόκειται να με βοηθήσει.

Ο έρωτας δεν αρρωσταίνει.

Δεν είμαστε αποδέκτες, αγαπητοί φίλοι! Μπορούμε να ελέγξουμε αυτά που ζούμε!



Τρεις εβδομάδες σιωπήςWhere stories live. Discover now