Ο λαιμός της φλεγόταν όπως ποτέ άλλοτε. Ήταν τόσο κοντά στο να του ξεφουρνίσει τα πάντα για το σχέδιο του Σίγκβαρντ. Όμως, ήξερε ότι ο Καλφ και μερικοί ακόμη άντρες παραμόνευαν κοντά στην Αμέλια, έτοιμη να της κόψουν το λαιμό με το που μάθαιναν ότι ο Ράνγκβαλντ γνώριζε πόσο δόλιος ήταν ο αδερφός του. Ήξερε ότι τους παρακολουθούσαν, ακόμη κι εκείνη τη στιγμή που καθόντουσαν στο ίδιο τραπέζι μαζί. Μάλιστα, η Έμμα είχε αντιληφθεί ότι ένας από τους άντρες που πριν από λίγες ώρες βρισκόταν στο πλευρό του Ράνγκβαλντ ήταν ο Τούριντ. Ο άνθρωπος που είχε καλέσει ο Σίγκβαρντ μπροστά της για να την πιέσει να δεχτεί την πρόταση του και να μην κινδυνεύσει η Αμέλια. Τα χέρια της ήταν δεμένα.

Έτσι, λοιπόν, σιώπησε. Έσφιξε τα δόντια της και στάθηκε μπροστά από τον καθρέπτη του δωματίου της, καθώς η Άστριντ και η Άλβα, μαζί με τη υπερβολικά χαρούμενη Αμέλια, την ετοίμαζαν για τη σημερινή τελετή. Η προσοχή της δεν ήταν στραμμένη στο κατάλευκο φόρεμα, που όμοιο σε υφή και ομορφιά δεν είχε αντικρίσει ξανά, με τα αραχνοΰφαντα τελειώματα στα μανίκια και το ανοιχτό χαμόγελο στο στήθος που άφηνε όσο έπρεπε εκτεθειμένο το στέρνο της. Ούτε στις περίπλοκες, απαλές κινήσεις των δύο γυναικών που δημιουργούσαν με τα μαλλιά της ένα απλό, αλλά αριστοκρατικό χτένισμα, με μια πλεξούδα να είναι τυλιγμένη σαν φωτοστέφανο γύρω από το πίσω μέρος του κεφαλιού της και δυο κυματιστές τούφες να ξεφεύγουν από τις υπόλοιπες τρίχες, γαργαλώντας τα πλαϊνά του λαιμού της.

Το μυαλό της ήταν μουδιασμένο, ενώ καταβάθος είχε μια επιθυμία που σιγόκαιγε αρκετά ώστε να την πονά. Ήθελε να αισθανθεί χαρά και ελπίδα για αυτόν τον γάμο. Για το γεγονός ότι ο Ράνγκβαλντ είχε θυσιάσει μέχρι και τα πιστεύω του απλά και μόνο για να την κάνει γυναίκα του. Κάτι τέτοιο, παρόλο που δεν εξαφάνιζε εντελώς τον πόνο που αναγκάστηκε να ανεχτεί όλες αυτές τις βδομάδες που βρισκόταν στο Κροπρ και μακριά από την Αγγλία, τουλάχιστον τον περιόριζε. Όμως, δεν μπορούσε να αφήσει τον εαυτό της να αισθανθεί ούτε χαρά ούτε ελπίδα.

Πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ ο πατέρας και ο Πήτερ..., συλλογίστηκε μελαγχολικά.

Ύγρανε τα ξεραμένα χείλη της με τη γλώσσα της, με τη ματιά της να αδυνατεί να επικεντρωθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο τη συναντούσε καθώς η Άστριντ και η Άλβα, μαζί με μερικούς άντρες πιο πίσω τους τη συνόδευαν ως τη νεόχτιστη εκκλησία. Ούτε και στην ενθουσιασμένη, εντελώς ανέμελη Αμέλια που βημάτιζε χορεύοντας δίπλα της μπορούσε να στείλει ένα πραγματικό χαμόγελο. Οι ώμοι της ήταν σφιγμένοι και το κεφάλι της σκυμμένο, αποφεύγοντας τα βλέμματα των ανθρώπων του Κροπρ, ίσως διότι αισθανόταν τρομερές τύψεις για αυτό που έπρεπε να κάνει.

Η Αιχμάλωτη στην Παγωμένη Γη {TYS17}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα