Αδελφικη Αγαπη Μερος 2ο

46 13 0
                                    

Πριν εξήντα χρόνια, όταν ό Τζέιμς ήταν δώδεκα χρονών.

Μπίλσμπι,  Λίνκολνσαϊρ

Το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει εδώ και μιάμιση ώρα και όλοι οι γείτονές του, συμπεριλαμβανομένης και της μητέρας του και του παππού του, είχαν βγει να καθαρίσουν την αυλή τους και τον δρόμο γύρο από το σπίτι τους, απομακρύνοντας το περιττό χιόνι, ενώ η γιαγιά του μαγείρευε το βραδινό φαγητό και έψηνε κουλουράκια. Ανυπομονούσε να έρθει ο μπαμπάς του μαζί με τον θείο του, την θεία του και την ξαδέρφη του. Κρίμα που ο μπαμπάς του είχε την διπλάσια δουλειά λόγω εορτών, διότι οι περισσότεροι είχαν φύγει ήδη για διακοπές. Αλλά δεν τον πείραζε τόσο εφόσον ήξερε πως θα πήγαιναν να βρουν ένα δέντρο μαζί στο δάσος και θα το έκοβαν για να το στολίσουν. Όμως ήταν ήδη απόγευμα και έπρεπε να είχαν έρθει το μεσημέρι.

Εκείνος, η μαμά του και η μεγαλύτερη του αδελφή, είχαν έρθει ήδη δύο μέρες πριν, καθώς η μαμά του είχε πάρει ήδη την άδεια από την δουλεία της και τα παιδιά είχαν σταματήσει το σχολείο για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Το μικρό χωριό αυτή την εποχή ήταν απλώς ονειρικό. Το εξωτερικό περιβάλλον ήταν λευκοντυμένο από το παχύ χιόνι και το εσωτερικό του σπιτιού ζεστό, με την αναδυόμενη από την κουζίνα μυρωδιά φρεσκοψημένων μπισκότων να πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα. Το μόνο που έλειπε από το σκηνικό ήταν το χριστουγεννιάτικο δέντρο που τόσο πολύ ήθελε εκείνος και η αδερφή του να στολίσουν. Εκεί που κανονικά έπρεπε να βρίσκετε το δέντρο ήταν η κούτα με τα στολίδια, τις γιρλάντες και τα φωτάκια. Παρά αυτή την μικρή παραφωνία που χαλούσε την γιορτινή ατμόσφαιρα, όλο το υπόλοιπο σπίτι ήταν στολισμένο, και στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό του.

Καθώς άρχιζε να σκοτεινιάζει η μητέρα του φώναξε σε εκείνον και την αδερφή του, που έπαιζαν χιονοπόλεμο με τους φίλους τους,  να μπουν στο σπίτι. Μετά από λίγα λεπτά ο μπαμπάς του και οι θείοι του είχαν επιτέλους φτάσει. Στο άκουσμα της άφιξής τους, ο μικρός χύθηκε στην αγκαλιά του μπαμπά του γεμάτος χαρά, η αδερφή του αγκάλιασε την ξαδέρφη τους Λούση, ενώ η μαμά του, η γιαγιά του και ο παππούς του έπαιρναν τις βαλίτσες  από τους θείους του για να τους ξεκουράσουν από το κουραστικό ταξίδι.

Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο γεμάτο με φαγητό και λιχουδιές κάθε λογής και οι κουρασμένοι ταξιδιώτες ανυπομονούσαν να καταβροχθίσουν το πλούσιο γεύμα που τους είχε κυριολεκτικά σπάσει την μύτη με την υπέροχη ευωδία του. Αυτό ήταν που απολάμβανε ο μικρός Τζέιμς σε αυτή την εποχή: το χιόνι, οι ατελείωτες ώρες παιχνιδιού με τους φίλους του, τα πλούσια οικογενειακά γεύματα και ιδίως τα επιδόρπια μα πάνω από όλα τα δώρα που θα έπαιρνε την ημέρα των Χριστουγέννων.

#Storytime {TBSB17} Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα