Απροσδοκητη Ανατροπη

561 46 5
                                    


Σκεψεις Λιν

Βρισκομασταν ακομα στο ξεφωτο και ο Ντερεκ κλωτσαγε το χωμα και με κοιτουσε επιφυλακτηκα αν και ηταν χαμενος στις σκεψεις του. Ετσι αποφασισα να σπασω τη σιωπη.

-Λοιπον, πως θα με εκπαιδευσεις; τον ρωτησα.

Φανηκε να το σκεφτεται λιγο αλλα τελικα αποφασησε να μου δωσει μια απαντηση, εστω και ανακριβης.

-Οι καινουριοι, συνηθως, αλλαζουν οταν θυμονουν. ειπε ο Ντερεκ σαν να ηταν η πιο καλη απαντηση που μπορουσε να μου δωσει.

-Τι εννοεις με το "καινουριοι";

-Εννοω οι δαγκωμενοι. ειπε ηρεμα. Επισης οι δαγκωμενοι αλλαζουν... Αλλαζουν εννοω γινονται Λυκοι. ειπε πριν προλαβω να τον ρωτησω. Αλλαζουν, λοιπον, και οταν θελουν να αμυνθουν. Δηλαδη αν αρχισω να σε προσβαλω ή να σε χτυπαω εσυ θα αλλαξεις, μαλλον. Επισης θελω να ξερεις οτι δεν πιστευω τιποτα απ αυτα που θα σου πω και δεν θελω να κανω τιποτα απο αυτα που θα κανω. συμπληρωσε.

-Τι; ρωτησα μπερδεμενη.

-Συγγνωμη. ειπε και την επομενη στιγμη βρεθηκα στο πατωμα.

-Τι; Πως; ειπα καθως προσπαθουσα να σηκωθω.

Ο Ντερεκ εκανε λιγα βηματα πισω και μετα αρχισε να τρεχει. Σηκωθηκα και τοτε ενας γκρι λυκος επεσε πανω μου και με εριξε ξανα κατω. Εκλεισα τα ματια μου απ' τον πονο της πτωσης και του βαρους του λυκου.

Η βαρια ανασα του Ντερεκ, που ηταν ανθρωπος ξανα, επεφτε καυτη στον λαιμο μου. Ανοιξα τα ματια μου και τον ειδα να σηκωνεται καθως το βαρος του εφευγε απο πανω μου. Μου εδωσε το χερι του και εγω το επιασα. Το προσωπο του σκοτεινιασε.

Πηρε μια βαθια ανασα και υστερα με κοιταξε με ενα σατανικο βλεμμα.

-Εχασες γλυκια μου. ειπε με μια ειρωνια στη φωνη του που με τρομαζε.

-Ντερεκ εισαι καλα; ρωτησα αλλα εκεινος αφησε το χερι μου με αποτελεσμα να σωριαστω, ξανα, στο πατωμα.

-Ειπα οτι εχασες. ειπε με αυτη την απαισια φωνη.

-Τι; ρωτησα μπερδεμενη.

-Μαλλον δεν με ξερεις πολυ καλα γλυκια μου.

-Εγω, δεν...Δεν ξερω. ειπα φοβησμενη.

-Ω ελα τωρα, μη μου πεις οτι με φοβασε. συνεχισε.

-Εγω; Ο-οχι. ειπα τραβλιζοντας.

Ο Λυκος Της ΛινΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα