Το Παρελθόν.

33 2 3
                                    

Αφού η Μελίνα και οι υπόλοιποι έφυγαν απο την βίλλα του Αγγέλου, όλοι αποφάσισαν να κάνουν κάτι με τις ζωές τους όσο ο 'Ολιβερ θα έψαχνε για πληροφορίες. Μπορεί στην Μελίνα να είχε φανεί άδικο να αφήσουν τον καημένο να ψάχνει μόνος του, αλλά ο ίδιος την διαβεβαίωσε πως δεν τον πειράζει. Στην τελική, αυτός ήξερε απο υπολογιστές, όχι οι υπόλοιποι.

Αυτά σκεφτόταν η Μελίνα όσο περπατούσε στον δρόμο. Ο καλοκαιρινός απογευματινός ήλιος την ζέσταινε, μα το απαλό αεράκι δρώσιζε την υδρωμένη επιδερμίδα της, κάνοντας την να νοιώσει ανάλαφρα. Καθώς περπατούσε έβγαλε το κινητό της για να ελέγξει τα μηνύματά της. Είχε κάποιες αναπάντητες κλήσεις απο την μητέρα της, ενημερώσεις για πακέτα προσφορών απο την Cosmote και τέλος, ένα μήνυμα απο τον ψυχίατρό της. Η αλήθεια ήταν πως είχε καιρό να πάει απο 'κει για την συνεδρία τους. 

Περπατούσε σκεπτόμενη για λίγη ώρα, μέχρι που αποφάσισε να τηλεφωνήσει και να κλήσει ένα ραντεβού, πράγμα που έκανε. 'Ηταν αρκετά τυχερή, αφού ο γιατρός της είχε κενό σε μια ώρα απο τότε. 'Ετσι συνέχισε να περιπλανιέται στην πόλη, μέχρι που η ώρα της συνάντησης έφτασε. Μπήκε στην πολυκατοικία όπου είχε το γραφείο του ο ψυχίατρος και μετά, εισχώρησε στον ανσασέρ. Πάτησε το κουμπί που θα την ανέβαζε στον τέταρτο όροφο και περίμενε, ακούγοντας το τραγούδι που έπαιζε. Το Dead to me, της Melanie Martinez. Παρόλο που δεν είχε κάποιον πρώην για να μισήσει, το απολάμβανε αυτο το τραγούδι. 'Εμεινε στο ανσασέρ μέχρι να τελειώσει, αν και είχε ήδη φτάσει στον προορισμό της. Μετά, βγήκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του ιατρείου. Πήρε μια βαθιά ανάσα διαβάζοντας το όνομα ''Νάθαν  Ο'Κονορ'' πάνω στο κουδούνι το οποίο χτύπησε. Αμέσως, η πόρτα άνοιξε και ένα σαλονάκι με άσπρους καναπέδες, γκρι ξύλινο πάτωμα και γαλάζιες κουρτίνες την υποδέχτηκε. 
''Ομορφο το νέο σας γραφείο.'' Είπε στον Νάθαν, ο οποίος καθόταν σε έναν καναπέ.
''Ευχαριστώ πολύ.'' Της χαμογέλασε, ενώ σηκώθηκε, υπενθυμίζοντας στην Μελίνα το πόσο ψηλός είναι. Της έδειξε τον δρόμο προς το γραφείο του και την ακολούθησε εκεί. Αμέσως, την έβαλε να καθήσει σε μια βολική πολυθρόνα και αυτός κάθησε πίσω απο το γραφείο του.

''Πες μου, Μελίνα..Σε ενοχλεί καθόλου το παρελθόν σου πλέον; 'Ολα αυτα για τα οποία έχουμε μιλήσει;''
Εκείνη έμεινε σιωπηλή για λίγο. ''Ναι. Με ενοχλεί αρκετά.'' 
''Μίλησε μου γι' αυτό.''

''Πάλι;'' 

''Ναι, πάλι. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να συμφιλιωθείς μαζί του.''
Εκείνη αναστέναξε δυσαρεστημένα. Μετά, πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε τα μάτια της. 
'' Ημουν δεκατριών. Εκείνο το σαββατόβραδο ήταν σαν όλα τα άλλα - εγώ έβλεπα σειρές στο δωμάτιο μου, οι γονείς μου ήταν στον κάτω όροφο. Νομίζω έτρωγαν, η απλώς μιλούσαν. Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό το θέμα μας. Εγώ δεν μπορούσα να ακούσω τίποτε γιατί φορούσα ακουστικά. Κάποια στιγμή αποφάσισα να πάω τουαλέτα και έβγαλα τα ακουστικά μου. Τότε ήταν που άκουσα τα ουρλιαχτά της μητέρας μου. Δύο ανδρικές φωνές, ξένες. Νομίζω ήταν δολοφόνοι. Η ληστές. Δεν ξέρω, δεν με ενδιέφερε. Κατέβηκα αργά τα σκαλιά και κοίταξα το σκηνικό. Οι γονείς μου γονατισμένοι, και οι δυο άνδρες μπροστά τους με μαχαίρια. Είχαν βέβαια και όπλα, φαίνεται όμως πως πίστευαν πως ήταν μονάχα οι γονείς μου σπίτι. ''

Το Ονειρο.Where stories live. Discover now