Κεφάλαιο 14

Start from the beginning
                                    

Πριν μπω στο διάδρομο ακόμα άκουσα τον Ρίτσαρντ να φώναζει. "Και δεν σε νοιάζει καθόλου που σχεδόν την σκότωσες." Δεν χρειάστηκε να πει κάτι άλλο για να καταλάβω αμέσως πως μιλάνε για μένα. Μάλλον τσακώνονται, το "μιλάνε" παραπέμπει σε κάτι πολιτισμένο.

Κάθισα στην κρυψώνα μου και ένιωσα σαν να είμαι πίσω στο κάστρο και να ακούω -κρυφά- τους γονείς μου, να μιλάνε. Συγκεντρώθηκα πολύ στη σκηνή που διαδραματοζόταν μέσα, νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει σαν τύμπανο και συνέχισα να ακούω.

"Γιατί εσύ με αυτό που έκανες Ρίτσαρντ είναι ασφαλής; Αν το μάθουν-"
"Σταματήστε είναι εδώ." είπε ο Ντέιβιντ. Να πάρει! Πάλι το ξέχασα, μπορούσε με ακούσει.

Πήρα μία βαθιά ανάσα και άρχισα να περπατάω στο διάδρομο. Ποιος είναι αυτός που έχει τόση δύναμη και μιλάνε συνέχεια; Αν δεν με είχε ακούσει θα μάθαινα επιτέλους ποιός ήταν και βασικά γιατί τσακώνονταν.

Άρχισα να παίζω το θεατρικό 'καλημέρα, μόλις ξύπνησα' και συνέχισα να περπατάω. Όταν μπήκα μέσα στην κουζίνα δεν βρέθηκα αντιμέτωπη με τις ερωτήσεις "Τι άκουσα", "Γιατί κρυφάκουγα" και τα λοιπά όπως περίμενα.

Η συμπεριφορά τους σχεδόν φυσιολογική. Σχεδόν όμως. Ξέρω να διαβάζω κάποιον και χωρίς να είμαι σαν τον Μέισον ή να μπορώ να καταλάβω το ψέμα, σαν τον Ρίτσαρντ.
Ήξερα πως ο Ρίτσαρντ ήταν νευριασμένος από το τρόπο που έπιανε το φλιτζάνι του, από τα κόκκαλα στα δάχτυλα του που ήταν άσπρα σχεδόν από την δύναμη που τους ασκούσε.

Όλοι κάθονταν στις ξύλινες καρέκλες μα όχι στο μεγάλο τραπέζι. Τα δυο αδέλφια ήταν στο τζάκι που έκαιγε.

Κάθισα δίπλα στον Ρίτσαρντ και του έπιασα το χέρι που έσφηγκε με τόσο μανία άρχισα να του το χαϊδεύω μέχρι που το χαλάρωσε. Με πήρε αγκαλιά και με φίλησε μπροστά σε όλους.

Ένιωσα άσχημα, ακόμα και που το ήξεραν, ένιωθα περίεργα. Τέτοια πράγματα κάνουν μόνο οι παντρεμένες κοπέλες και όσο και να νιώθω στη καρδιά μου πως ο Ρίτσαρντ είναι ο ένας για μένα..... απλά δεν το είχα συνηθίσει.

"Καλημέρα." είπε με τη μελωδική του φωνή και ένιωσα τα πόδια μου να με εγκαταλείπουν. Σηκώθηκε και μου πρόσφερε μια κούπα με γάλα. Ξανά.

Πόσο μου είχε λήψει η γεύση του καφέ. Τον έφερναν από ένα βασίλειο σχεδόν στην άλλη άκρη της θάλασσας και είναι πολύ ακριβός. Για άλλη μια φορά....τα καλά της ζωής μου.

Royal SecretWhere stories live. Discover now