Savior: Part 1

670 70 21
                                    

Ο Μαρσέλ με ρώτησε κάποτε πως νιώθεις όταν σε έχουν μαχαιρώσει. Του είπα ότι είναι σαν έναν βαθύ, χωρίς όνειρα, ύπνο. Αλλά αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο μαχαίρι.

Η βροχή δεν είχε σταματήσει εδώ και δυο μέρες στην νότια ακτή της Λουιζιάνα, κοντά στον Κόλπο του Μεξικού, αλλά οι έξι άντρες μέσα σε μια από τις μικρές αποθήκες στην προβλήτα δεν φάνηκαν να νοιάζονται για το τσουχτερό κρύο ή για το παγωμένο νερό που έτρεχε πάνω στα κίτρινα αδιάβροχα τους.

Αυτό το παλούκι διασφαλίζει ότι νιώθω τα πάντα. Το διαπεραστικό κρύο. Το αποπνικτικό σκοτάδι. Το κάψιμο στις φλέβες μου που αποζητά το αίμα, και την παρατεταμένη αγωνία της προσμονής.

''Ακριβώς εκεί που είπε ότι θα ήταν'' είπε ένας ναυτικός με μελαμψό δέρμα τρίβοντας τα χέρια του και κοιτάζοντας το μακρόστενο ξύλινο κουτί. Υγρά πράσινα φύκια είχαν κολλήσει πάνω στο καπάκι. ''Άνοιξε το''

Ένας ακόμα άντρας πλησίασε το περίεργο κιβώτιο κρατώντας έναν σιδερένιο λοστό.

''Αυτός ο κύριος Ελάιζα Σμίθ πλήρωσε πολλά για να το ανασύρουν από τον Κόλπο'' Δεν είχε προσλάβει μονάχα το πλοίο του και το πλήρωμα του, αλλά και δύτες που σκάλιζαν τον βυθό εδώ και μέρες αναζητώντας το κιβώτιο. Ο κύριος Σμιθ, όποιος κι αν ήταν αυτός, δεν είχε λυπηθεί τα χρήματα και φυσικά ήθελε η όλη επιχείρηση να γίνει όσο πιο ''διακριτικά'' γινόταν. ''Ότι κι αν έχει μέσα θα πρέπει να αξίζει μια περιουσία'' Αλλιώς γιατί να είχε μπει σε τέτοιο κόπο για να το βρει. ''Εγώ λέω να το διαπραγματευτούμε''

Το καπάκι του κουτιού άνοιξε με ένα μικρό τρίξιμο και ο καπετάνιος κοίταξε μέσα. Μόλις αντίκρισε το περιεχόμενο του κιβωτίου τα μαύρα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Τι στο διάολο ήταν αυτό;

Μέσα στο κουτί βρισκόταν ξαπλωμένη μια νεαρή γυναίκα με τα υγρά ξανθά μαλλιά της να χύνονται σαν λιωμένος χρυσός γύρω από το κεφάλι της. Η γυναίκα ήταν ξεκάθαρα νεκρή -αναμενόμενο δεδομένου ότι την είχαν τραβήξει από τον πάτο της θάλασσας- αλλά δεν ήταν αυτό το πιο φρικιαστικό κομμάτι. Το δέρμα της ήταν γκρίζο, όχι το χλωμό γκρι της αρρώστιας αλλά το έντονο γκρι της στάχτης, και ένα ξύλινο παλούκι εξείχε από το στήθος της. Τα μέλη του πληρώματος του άρχισαν να κοιτάζουν αβέβαιοι ο ένας τον άλλο προσπαθώντας να καταλάβουν σε τι είχαν μπλέξει χωρίς να το συνειδητοποιήσουν.

''Φοβάμαι πως αυτή ήταν η τελική προσφορά μου'' άκουσαν μια φωνή που τους έκανε να πάρουν το βλέμμα τους από το κιβώτιο και το μακάβριο περιεχόμενο του. Ένας ψηλός άντρας γύρω στα τριάντα, με καλοχτενισμένα καστανά μαλλιά και μαύρο παλτό μπήκε μέσα στην αποθήκη κλείνοντας την μαύρη ομπρέλα του. Οι ναύτες τον κοίταξαν καχύποπτα παίρνοντας μια αμυντική στάση καθώς έβγαζε το παλτό του, αποκαλύπτοντας το κομψό σκούρο σακάκι που φορούσε από κάτω, και το πέταξε στην άκρη.

The OriginalsΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα