33 Κεφάλαιο

2.2K 185 81
                                    


Ξαφνικά γυρνάει ο Κώστας σε μένα και φτύνει κάτω στο πάτωμα. Τον κοιτάζω σοκαρισμένη. Μας κοιτάει και αρχίζει να γελάει ειρωνικά. Δεν τον έχω ξανά δει σε τέτοια κατάσταση. Αρχίζω να φοβάμαι.


"Όλοι την ημέρα δεν ήσουνα εδώ πέρα, χωρίς να ξέρεις τι πέρασα. Και καλοπερναγες με αυτόν" μου φωνάζει, με βραχνή φωνή. Γυρνάει στον Ορέστη. Τον πιάνει απο το λαιμό του και τον σπρώχνει πάνω στο αμάξι.
"Πες μου οτι δεν την ακουμπησες" λέει, και βάζει περισσότερη δύναμη, αφού ο Ορέστης κλείνει τα μάτια του.


"Ε..ε...γω" λέει ο Ορέστης όπως μπορεί. Τρέχω στον Κώστα, αρπάζοντας τα χέρια του. Αυτός με σπρώχνει δυνατά και εγώ πέφτω κάτω, βγάζοντας μια κραυγή πόνου. Αυτό δεν το περίμενα απο αυτόν. Αρχίζω να κλαίω ξανά και να απομακρύνομαι απο αυτούς.

"Δεν το έκανε" του φωνάζω "ούτε που με κοίταξε όταν άλλαζα" σταματάω για να πάρω ανάσες "Γι'αυτό σταματά το. Τώρα" του ουρλιάζω, ενώ αρχίζω να βαδίζω απο την άλλη πλευρά. Ούτε να τους βλέπω δεν θέλω. Τα χέρια μου, με τσουζουν απο το τρίψιμο όταν έπεσα.


"Και τι θες να έκανα όταν σε είδα ημίγυμνη μαζί του. Να σκεφτώ πως αυτή απλά μιλούσαν τόση ώρα ;" ακούω τα παπούτσια του να με ακολουθεί. "Τι στο καλό νόμιζες ;. Εδώ ο πατέρας σου πέθανε και εσύ δεν είσαι εδώ. Πως στο διάολο θες να νόμιζα." με πιάνει απο το καρπό. "Γαμωτο Άννα" λέει αυτή τι φορά ποιο σιγανά. Ξερό καταπίνω απο το φόβο μου, μήπως με ξανά χτυπήσει. "Με φοβάσαι ;.. Άννα πες το...με φοβάσαι;" με ρωτάει. Πιάνει τα πρόσωπο μου στα χέρια του, κάνοντας με να κοιτάξω στα βαθιά μπλε μάτια του. Φοβάται και αυτός. Όμως αυτός ο φόβος είναι διαφορετικός απο τον δικό μου.


Τον χαστουκιζω δυνατά. Τρέχοντας στο αμάξι του Ορέστη και λέγοντας του να φύγουμε. Αυτός πάει να βάλει μπρος. Βγαίνω γρήγορα απο το αμάξι, πηγαίνοντας στον Κώστα. Τον φιλάω πεταχτά, ενώ νιώθω τα αλμυρά δάκρυα του να τρέχουν και να ακουμπάνε το πρόσωπο μου. Δεν θέλει να τον αφήσω. Τα λέει όλα το φιλί μας. Διαφορετικά κάτι μέσα μου, μου λέει να φύγω τώρα απο κοντά του, μην γίνουν χειρότερα τα πράγματα. Έτσι και κάνω. Φεύγω με τον Ορέστη για κάπου, που ούτε ιδέα δεν έχω.


Μέσα στο μυαλό μου γίνεται. Ούτε εγώ ξέρω τι. Εχω νευριασει με τον Κώστα και είμαι ακόμα σε σοκ με τα λόγια του. Τώρα αλήθεια ;. Ο πατέρας μου έφυγε απο κοντά μας ;. Και να θέλω, δεν μπορώ να το πιστέψω. Γιατί ακόμα χωρίς αυτόν, η ζωή μου συνεχίζεται να είναι βασανιστική. Πίνω λίγο νερό, που μου το έδωσε ο Ορέστης, μήπως και με ηρεμήσει. Δεν το βλέπω. Σκιζω την πέτσα που υπάρχει γύρω απο τα νύχια μου, κάνοντας το αίμα να τρέχει και εγώ να το ρουφαω.


Το ΑπρόβλεπτοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα