Κεφάλαιο 9

Start from the beginning
                                    

     "Έχεις καταδικαστεί για θάνατο λόγω των πράξεων σου. Είσαι πια εχθρός του βασιλείου. Όλοι σου οι τίτλοι έχουν αφαιρεθεί. Δεν είσαι πια κόρη του στέμματος."

     Στάθηκε από πίσω μου και έφερε το χέρι του μπροστά, ένιωσα την παγωμένη λεπίδα του να αγγίζει τον λαιμό μου. Θα με σκοτώσει... Δεν υπάρχει διαφυγή. Ακόμα και να ξέφευγα από τον μπαμπά μου, οι στρατιώτες το έκαναν αδύνατο να φύγω από εδώ. Τι έκανα; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Τι έκανα;

      Ξαφνικά άρχισα να μιλάω. Δεν ήταν όμως δικές μου οι σκέψεις. Ήταν ενός πιο ώριμου ανθρώπου - διαφορετικού. "Λες ότι είμαι προδότρια. Μπορεί και να είμαι. Το μόνο που ξέρω είναι πως έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω." με πλυμήρισε ένα συναίσθημα δύναμης και θάρρους. Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. Δεν ξέρω για τι  μίλαγα, αλλά είχα ένα συναίσθημα βαθιά μέσα μου πως ήταν το σωστό.

    Αισθάνθηκα την ζέστη του ανάσα στο αυτί μου. "Θέλω το τελευταίο πράγμα που θα δεις να είναι τη ζωή που χάνεις για πάντα. Δίπλα στους γονείς σου." με μία κίνηση πέρασε την λεπίδα με δύναμη κάτω από το σαγόνι μου.

     Άρχισα να πνίγομαι και δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Έπεσα στο πάτωμα και προσπάθησα να πιάσω τον λαιμό μου, αλλά οι αλυσίδες μου το καθιστούσαν αδύνατο. Είδα τις μπότες του να πατούν το αίμα μου και μετά το άσπρο πάτωμα αφήνοντας σημάδια. Ξανά το κόκκινο πάνω στο άσπρο, όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ τι να σημαίνει...

    

      Άνοιξα τα μάτια μου και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βάλλω το χέρι μου στο λαιμό μου για να δω αν έχει ακόμα μία τεράστια πληγή. "Πριγκίπισσα είσαι καλά, μην ανησυχείς ήταν ένας εφιάλτης." μια κυρία έπιασε το κεφάλι μου και το έφερε κοντά της και άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Και να με κουνάει σαν μωρό. Ήταν τόσο αληθινό. Τι είχε γίνει;

     Όταν είδε πως είχα ηρεμήσει και δεν ανέπνεα λαχανιασμένα με άφησε. Κάθισα καλύτερα στο κρεβάτι και δέχθηκα το νερό που μου έδωσε. Άρχισα να την κοιτάω. Είχε γκρίζα μαλλιά με κάποιες άσπρες τούφες. Τα μάτια της ήταν πράσινα και το πρόσωπο της γερασμένο από τα χρόνια κούρασης που είχε περάσει. Μόλις τελείωσα το νερό της έδωσα πίσω το ποτήρι.

     "Θυμάσαι τι έγινε;" η φωνή της απαλή σαν της μητέρας στο μωρό της. Προσπάθησα να θυμηθώ τι είχε γίνει μα όλα σταματούσαν σε ένα σημείο. Μόλις είχαν έρθει ο Ρίτσαρντ και ο Ντέιβιντ. Και μετά διάφορες διάσπαρτες εικόνες. Κυρίως με τον Ρίτσαρντ να μου μιλάει αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι. Ένιωσα να μου πιάνει το χέρι "Δεν χρειάζεται να βασανίζεσαι. Δεν πειράζει αν δεν θυμάσαι." η παρουσία της με έκανε να αισθάνομαι καλύτερα.

Royal SecretWhere stories live. Discover now