Κεφάλαιο 3

Start from the beginning
                                    

Ο Ρίτσαρντ με έφτανε όλο και περισσότερο και είχε μια εκνευρισμένη έκφραση στο πρόσωπο του, αλλά ας γίνουμε ρεαλιστές... ποτέ ήταν χαρούμενος.

Σε μια στιγμή σταμάτησε απότομα βλέποντας με. Γύρισα μπροστά μου γιατί φοβήθηκα πως υπήρχε κάτι μπροστά μου, όμως δεν υπήρχε τιποτα. Έτσι έτρεξα ακόμα πιο γρήγορα όσο και περίεργη να ήμουν ώστε να μάθω τον λόγο που σταμάτησε. Καταραμένε κορσέ που δεν με αφήνεις να αναπνεύσω.

Τότε ένα σιγανό σφύριγμα ακούστηκε και ένα μικρό αεράκι ήταν σαν να περνάει από δίπλα μου. Σε λίγα δευτερόλεπτα είδα να περνάει από μπροστά μου ένα βέλος και να καρφώνεται στο δέντρο που μόλις πέρασα.

Κύματα φόβου κύλησαν μέσα μου και ένιωσα μια μικρή ενόχληση στο χέρι μου και ένα πονοκέφαλο. Μικρές σταγόνες αίματος άρχισαν να κυλάνε δυστακτικά από την πληγή που είχε δημιουργήσει το βέλος που μόλις είχε περάσει.

Ξαφνικά μπροστά μου άρχισαν να εμφανίζονται μικρές χρυσές φωτεινές κηλίδες στο ελάχιστο φως του δάσους. Ήταν τόσο όμορφο έπρεπε να τις αγγίξω...να τις πιάσω στα χέρια μου. Σταμάτησα να τρέχω και άρχισα να τις κυνηγάω γελώντας. Δεν μπορούσα να πιάσω καμία όμως. Τα πόδια μου άρχισαν να μουδιάζουν. Αν καθόμουν κάτω θα πέρναγε. Άρχισα να πέφτω όταν δύο χέρια με έπιασαν. Προσπάθησα να φύγω από τα χέρια του Ρίτσαρντ, έπρεπε να τις πιάσω! Αλλά το σώμα μου ήταν σαν να μην μπορούσε να κινηθεί. Με έβαλε σαν σακί στον όμο του και άρχισε να περπατάει μακρυά από τις πυγολαμπίδες. Μα θέλω να τις αγγίξω!

Τα δέντρα ήταν σαν να καθρεφτίζονταν σε νερό και το έδαφος κουνιόταν έτοιμο να ανοίξει στα δύο. Τότε οι πυγολαμπίδες εμφανίστηκαν μέσα από τη γη μπροστά μου και τριγυρνούσαν κοντά στα χέρια μου. Προσπάθησα να τις φτάσω μα τα χέρια μου ήταν νεκρά πεσμένα στο πλάι μου. Άρχισα να φωνάζω για να μείνουν ακίνητες, αλλά το μόνο που ακουγόταν ήταν περίεργα μουγκρητά.

Φτάσαμε κοντά στο μαύρο άλογο και είδα μαύρα φτερά, σαν και αυτά των ιστοριών, να ξεφυτρώνουν στο πλάι του. Δεν πρόκειται να ανέβω πάνω σε αυτό το τέρας! Άρχισα να τσιρίζω και για ακόμα μια φορά η φωνή μου έβγαινε σαν μικρά μουγκρητά. Με ανέβασε πάνω στο τέρας στηρίζοντας με και μπροστά μου τα πάντα έκαναν μια μικρή ρουφήχτρα. Μετά από λίγο ανέβηκε και αυτός και κάθησε από πίσω μου τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τη μέση μου σφιχτά. Έπεσα πάνω του σαν μια άψυχη μάζα και εκείνος έκλεισε τα μάτια μου όπως θα έκαναν σε κάποιο νεκρό.

Royal SecretWhere stories live. Discover now