Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν ανακοίνωσα στους γονείς μου την απόφασή μου να μην δώσω εξετάσεις, οι φασαρίες που ακολούθησαν ήταν επικές. Γνωστοί δικηγόροι και οι δύο στην Πάτρα, ήταν ανήκουστο η μοναχοκόρη τους όχι μόνο να μην ακολουθήσει το επάγγελμα των γονιών της, αλλά ούτε καν να σπουδάσει. Τα επιχειρήματά τους ήταν λογικά... στρωμένη δουλειά... έτοιμο γραφείο... σταθερή πελατεία... καλό όνομα... τίποτα όμως δεν μπορούσε να με κάνει να αλλάξω γνώμη, και τίποτα δεν έβαζα πάνω από την αγάπη μου για εκείνον τον άντρα...

Συνέχισα να απολαμβάνω τον έρωτά μου με τον Θοδωρή όταν κάποιος καλοθελητής πρόλαβε τα νέα στους δικούς μου. Ο πατέρας μου άστραψε και βρόντηξε. Ήταν σίγουρος ότι εξαιτίας του δεν σπούδασα, εξαιτίας του το γραφείο του δεν θα περνούσε στα χέρια της κόρης του και έγινε έξαλλος και μαζί μου και μαζί του. Τα λόγια που ανταλλάξαμε ήταν βαριά. Η μητέρα μου πήρε φυσικά το μέρος του πατέρα μου, και με κατηγόρησαν ότι οδεύω προς την καταστροφή. Επέμεναν ότι ο άντρας αυτός δεν θα μπορούσε να μου προσφέρει τα απαραίτητα και προσπαθούσαν μάταια να με πείσουν να τον αφήσω.

Έμεινα για μέρες μέσα κλεισμένη και αρνιόμουν να ακούσω το οτιδήποτε απο τους γονείς μου. Ο Θοδωρής με έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνο και μπορούσα να διακρίνω στην φωνή του την ανησυχία και τον εκνευρισμό. "Τι θα γίνει βρε μωρό μου; Πότε θα σε δω;" μου έλεγε και τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα. Μου έλειπε.. μου έλειπε πολύ, και το ίδιο κι εγώ σε εκείνον. "Κάνε υπομονή" τον συμβούλευα... "θα μαλακώσουν λίγο και μετά θα μπορούμε να είμαστε μαζί συνέχεια..." τον καθησύχαζα όσο μπορούσα.

Οι δικοί μου όμως δεν μαλάκωναν και το χάσμα ανάμεσά μας ολοένα και μεγάλωνε.

Ένα βράδυ, μετά από άλλη μια μάχη με τους γονείς μου το κουδούνι χτύπησε και ο πατέρας μου κοίταξε το ρολόι του περίεργα καθώς ήταν αργά για επισκέψεις. Άνοιξε προσεκτικά και βρέθηκε μπροστά σε μια ανθοδέσμη, και από πίσω της πρόβαλε ξαφνικά ο Θοδωρής. Η καρδιά μου κλότσησε στο στήθος μου άτακτα, και το χαμόγελό μου απλώθηκε στα χείλη μου. "Καλησπέρα" τον άκουσα να λέει με την βαθιά φωνή του και η μητέρα μου με κοίταξε στραβά. "Χαρά" άκουσα να με προειδοποιεί και το χαμόγελο χάθηκε αμέσως από το πρόσωπό μου. "Τι θέλεις νεαρέ μου;" τον ρώτησε ο πατέρας μου και η μάνα μου έσπευσε να σταθεί δίπλα του. "Μπορώ να περάσω;" ρώτησε πάλι εκείνος και οι γονείς μου τον έβαλαν απρόθυμα στο σαλόνι. Ήταν πανέμορφος. Φορούσε καλό σακάκι και παντελόνι, και το πουκάμισό του ήταν καλοσιδερωμένο και φαινόταν καινούριο. Είχε ντυθεί επίσημα και με την ανθοδέσμη στα χέρια, έμοιαζε με γαμπρός! Κι όντως... Εκείνο το βράδυ ο Θοδωρής με ζήτησε σε γάμο από τους γονείς μου...

Τα μάτια μου άνοιξαν στο άκουσμα της πρότασής του και τα πόδια μου για μια στιγμή δεν μπορούσαν να με κρατήσουν όρθια. Όσο και χαρούμενη να με έκανε, η αντίδραση των δικών μου με φόβιζε... με τρόμαζε όσο τίποτα άλλο. Και όπως το φοβόμουνα... Ο πατέρας μου έγινε έξαλλος... είπε λόγια πικρά, λόγια που δεν θα ξεχνούσα ποτέ στην ζωή μου, μα ο Θοδωρής παρόλο που τον ένιωθα να βράζει μέσα του από θυμό και οργή προσπάθησε να συγκρατηθεί. Με πλησίασε αργά και με έπιασε από το χέρι. Μου έδωσε ξαφνικά τόση δύναμη... όση μου είχαν αρπάξει εκείνες τις μέρες οι δικοί μου. "Χαρά... θα με παντρευτείς;" με ρώτησα κοιτάζοντάς με, και για μια στιγμή μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε στο σαλόνι μας. Κοίταξα τους γονείς μου και το βλέμμα τους από μόνο του έλεγε πολλά. "Εάν πεις ναι... εμάς ξέχασέ μας" είπε στεγνά ο πατέρας μου και σαν μαχαιριά καρφώθηκαν τα λόγια του στην καρδιά μου. "Χαρά..." η μητέρα μου έμοιαζε χαμένη... μα δεν υπήρχε περίπτωση να πάει κόντρα στον άντρα της.

Γύρισα στο Θοδωρή που κρατούσε ακόμα το χέρι μου και τα μάτια του μου έδειχνα τον δρόμο... "Ναι" είπα δυνατά και του χαμογέλασα αποφασιστικά. "Για μένα πέθανες... Η κόρη μου δεν είναι πουτάνα... Να πάρεις τον ξεβράκωτο που διάλεξες και το πόδι σου να μην το ξαναπατήσεις εδώ!" τα λόγια του πατέρα μου... Αντί για ευχές μου έδινε κατάρες, ενώ η μάνα που με γέννησε κράτησε κλειστό το στόμα της, συμφωνώντας μαζί του με την σιωπή της.

Έφυγα από το πατρικό μου το ίδιο βράδυ. Δεν πήρα τίποτα μαζί μου παρά μόνο τα ρούχα που φορούσα... Η αγάπη του Θοδωρή μου έφτανε, αυτή θα με έντυνε, αυτή θα με σκέπαζε τα βράδια που θα κρύωνα, αυτή θα με νανούριζε τις νύχτες...


Η κραυγήWhere stories live. Discover now