Κεφάλαιο 18

212 30 32
                                    

Ο Τζέραρντ κοιτούσε εξεταστικα την Άντα από το τραπέζι της κουζίνας όσο εκείνη έπλενε τα πιάτα. Το πρόσωπο της έλαμπε και το μεγάλο χαμόγελο της έφτανε μέχρι τα αυτιά.

Δεν μπορεί να είναι τόσο ευχάριστη η λάντζα, αναρωτήθηκε.

Κάτι άλλο συνέβαινε και φερόταν περίεργα. Εξάλλου αυτό το ζεστό χαμόγελο ήταν κολλημένο στο πρόσωπο της μέρες τώρα.

Η καρδιά του σφίχτηκε όταν πέρασε μια ιδέα από το μυαλό του. Την είχε ακούσει να μιλάει στο τηλέφωνο μία μέρα πριν με κάποιον άνδρα και να κλείνουν ραντεβού. Πίστευε ότι επρόκειτο για επαγγελματικό ραντεβού αλλά μάλλον έκανε λάθος. Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι αυτό.

Δεν μπορούσε να φερθεί εγωιστικά και να της στερήσει την ευτυχία. Εκείνος θα πέθαινε. Δεν μπορούσε να την κρατήσει δέσμια του. Το παιδί του θα χρειαζόταν έναν πατέρα. Εκείνη θα χρειαζόταν μια αγκαλιά. Αλλά στη σκέψη, κομπιαζε. Δεν του άρεσε καθόλου η οικογένεια του να ανήκει σε κάποιον άλλον. Και όσο ήταν στη ζωή δεν θα το επέτρεπε.

" Αυτή είναι δουλειά της Αμάντα. Δεν καταλαβαίνω γιατί την έδιωξες" αποκρίθηκε λίγο αυστηρά επηρεασμένος από τις σκέψεις του.

" Δεν την έδιωξα, της έδωσα ρεπό. Και έχω μάθει πλέον σε μια ζωή χωρίς υπηρετικό προσωπικό" του απάντησε.

" Δεν ανησυχείς μήπως καταπονήσεις τα βελούδινα χέρια σου από το κρύο νερό; Η Κέιτ..."

Σταμάτησε ξαφνικά τη φράση του όταν την είδε να γυρνάει ολόκληρο το κορμί της προς το μέρος του και να τον κοιτάζει δολοφονικά.

" Συγγνώμη. Δεν είχα σκοπό να συγκρίνω αλλά να παραθέσω ένα παράδειγμα" παραδέχτηκε ειλικρινά.

" Δεν θέλω να ακούσω το όνομα της ξανά εδώ μέσα" κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. " Και τώρα σήκω να πάμε να περπατήσουμε. Να μας δει λίγο ο ήλιος. "

" Μάλιστα, γυναίκα!"

" Ανεβαίνω να αλλάξω, σε πέντε λεπτά θα είμαι πίσω."

....

Πιασμένοι χέρι χέρι περπατούσαν νωχελικα θαυμάζοντας το τοπίο. Αυτή η μεριά της πόλης ήταν η αγαπημένη της. Λάτρευε την ηρεμία της, την πρασινάδα της και τα ανέγγιχτα πολύχρωμα λουλούδια που ήταν σκόρπια φυτεμένα. Και πιο πολύ λάτρευε τον άνθρωπο που είχε παρέα της.

Κάθισαν σ'ένα απόμακρο παγκάκι αγκαλιασμενοι. Η Άντα κουρνιασμενη στο στήθος του χάιδευε ασυναίσθητα το στέρνο του και εκείνος είχε κλείσει τα μάτια του απολαμβάνοντας το χάδι της και τις αχτίδες του ήλιου.

I DoWhere stories live. Discover now