IV

12 3 1
                                    


"Ζίζη!" Άκουσα.

Γούρλωσε τα μάτια της. Τότε κατάλαβε πως δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγει τίποτα πια. Μόνο ένας άνθρωπος τη φώναζε έτσι. Όχι, όχι, όχι! Όχι τώρα! 

"Δε σε πιστεύω!" Είπε με έντονο τόνο. Ένιωθε τις κινήσεις του μέσα στο δωμάτιο. Οι παλμοί της αυξάνονταν και προσπαθούσε να κρύψει το πρόσωπό της. Έτσι κουκουλώθηκε εντελώς.

"Έι Ζίζη!" Κούνησε τον ώμο της. 

Η Ιφιγένεια ένιωσε αμέσως ένα ρίγος που στο τέλος της άφησε ένα κάψιμο στην καρδιά. Ταυτόχρονα ένιωθε και θυμό λόγω της απομάκρυνσής του. Άρχισε να τραβάει το πάπλωμα από πάνω της καθώς το διακριτικό γέλιο του ακουγόταν. Η Ιφιγένεια ένιωθε άσχημα για την εμφάνισή της. Το αγόρι με το οποίο ήταν ερωτευμένη στεκόταν απέναντι της και εκείνη είχε μείνει απλά να τον κοιτάει. Χαμογελούσε και ταυτόχρονα ήθελε να κλάψει. Η ψυχή της ήταν ευαίσθητη και δεν ήξερε πως να διαχειριστεί όλα αυτά τα συναισθήματα.

"Με αποφεύγεις;" Είπε ειρωνικά ο Σταύρος.

"Όχι." Απάντησε αδιάφορα.

"Έχω κάτι και με κοιτάς έτσι;" Είπε και γέλασε σιγανά.

Φυσικά και έχεις. Τα πιο όμορφα μάτια του κόσμου. Σκέφτηκε. Αυτά τα μάτια τη μάγευαν, την έκαναν να ηρεμεί, να ξεχνάει τα πάντα.

"Όχι."Επανέλαβε και κοίταξε αλλού.

"Μη λες ψέματα, Ζίζη!" Η κοπέλα γέλασε. Δε θυμάται να τη λέει ποτέ με το όνομά της.

"Επιτέλους γέλασες λιγάκι." Και τότε όρμηξε και την αγκάλιασε.

Η Ιφιγένεια πλησίασε να αγγίξει την πλάτη του αλλά έτρεμε. Όταν τον ακούμπησε πια ένιωθε τη ζεστασιά και την καρδιά της να φτερουγίζει. Έκλεισε τα μάτια της και χάθηκε. Ζούσε το όνειρό της μετά από καιρό. Η αγκαλιά του φίλου της ήταν αυτό που θεωρούσε πολυτιμότερο. 

"Θες να μου πεις τι έχεις;" Τη ρώτησε.

"Δεν έχω κάτι, Σταύρο."

"Να σε δω!" Είπε και την άφησε από την αγκαλιά του.

"Μην με κοροϊδεύεις, Ζίζη!" Είπε με υψηλότερο τόνο αφού είδε την Ιφιγένεια με στενάχωρο ύφος.

Η Ιφιγένεια τότε αγχώθηκε. Δεν ήθελε να τον νευριάσει. Ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να περάσει έστω για λίγες ώρες καλά. Έβλεπε ότι δεν έπαιρνε το βλέμμα του από πάνω της και ότι έκανε προσπάθειες να την κάνει να χαρεί. Το εκτιμούσε. 

"Απλά είμαι κουρασμένη και βαριέμαι."

"Καιρός να βγεις στον έξω κόσμο, γλυκιά μου." Είπε ειρωνικά.

Τι; Με είπε γλυκιά του;  Αποκλείεται, ιδέα μου ήταν. Συνηθισμένες προσπάθειες να την κάνει να γελάσει, σκέφτηκε. Πάντα τα κατάφερνε όμως.

"Δεν είμαι σαν εσένα, ξέρεις." Είπε σιγανά.

"Έχεις τόσους φίλους και είσαι κοινωνικός." Συμπλήρωσε.

"Ζίζη μου, στο δικό σου χέρι είναι. Εσύ πρέπει να..."

"Όχι." Δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια της και έσταζαν στα μάγουλά της.

"Έι, σταμάτα σε παρακαλώ." Πλησίασε και σκούπισε τα δάκρυά της.

Ήξερε πόσο την είχε καταβάλει η απώλεια της γιαγιάς της. Εκείνος ήταν δίπλα της όταν το έμαθε. Εκείνος τη βοήθησε. Αλλά την άφησε και πλέον είχε τύψεις. Η μητέρα του όμως τον συμβούλευε να μην ανακατεύεται αφού η Ιφιγένεια ήταν σε ηλικία που μπορούσε να το διαχειριστεί. Ήταν λάθος, σκεφτόταν. Άφησε τον πιο κοντινό του άνθρωπο στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του. Δεν ήξερε όμως πως να επανορθώσει από τη στιγμή που έβλεπε την Ιφιγένεια σε αυτή την απελπιστική κατάσταση.

Λευκό τριαντάφυλλο Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin