II

15 3 1
                                    

Οι γονείς των παιδιών συνήθιζαν τις Παρασκευές έπειτα από τη δουλειά να βρίσκονται και να χαλαρώνουν συζητώντας για διάφορα θέματα. Όπως έλεγαν η Παρασκευή ήταν αφιερωμένη στη φιλία τους. Η Ιφιγένεια πολλές φορές τους ακολουθούσε με σκοπό να βλέπει τον φίλο της. Άλλωστε δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει πλέον.

"Θα έρθεις;" Ρώτησε η μητέρα της καθώς έβαζε ένα ζευγάρι από εντυπωσιακά σκουλαρίκια. Ήταν τόσο όμορφη σκεφτόταν από μέσα της. Όταν κοιτούσε τον Παύλο έλαμπε όπως και αυτός παρόλο που είχαν περάσει πολλά χρόνια.

"Ναι!" Απάντησε η κοπέλα. Είχε ένα προαίσθημα πως αυτή τη φορά θα ήταν. Είχε να δει τον Σταύρο περίπου ένα μήνα και αυτό τη στεναχωρούσε αφού δεν έβρισκε το θάρρος να του μιλήσει.

Η Ιφιγένεια ξεκίνησε να περιποιείται τον εαυτό της, μία από τις ελάχιστες φορές. Δοκίμασε πολλά ρούχα μέχρι να καταλήξει σε αυτά που ήθελε. Έβαλε αρκετό άρωμα μιας και ήταν δώρο του. Το αγαπημένο της. Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο άρχισε να αγχώνεται. Σκεφτόταν την κάθε απάντηση που θα έδινε αν τη ρωτούσε οτιδήποτε. Αυτό που είχε ανάγκη και ήθελε μέσα από την καρδιά της ήταν να περάσουν χρόνο μαζί, όπως παλιά. Πλησίασε την πόρτα και πήρε μία βαθιά ανάσα όσο χτυπούσε το κουδούνι.

"Καλώς ήρθατε." Είπε η Ευγενία και μητέρα του Σταύρου. Αμέσως αγκάλιασε την Ιφιγένεια.

"Συγχαρητήρια και για το βραβείο σου!" Πρόσθεσε.

"Σας ευχαριστώ πολύ." Απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο και κοίταξε προς τα μέσα.

Το σπίτι μύριζε πολύ γλυκά σαν κανέλα και πορτοκάλι. Κάθισε χωρίς να πει κάτι. Οι γονείς είχαν αρχίσει ήδη να μιλάνε για πράγματα που θεωρούσε αδιάφορα. Τα βαριόταν όλα αυτά.

"Ιφιγένεια, ο Σταύρος έχει βγει. Θέλεις να του τηλεφωνήσω;" Είπε η Ευγενία. Η υπέροχη διάθεση που είχε εξαφανίστηκε και ένιωσε μία ενόχληση στο στήθος.

"Όχι όχι, δε χρειάζεται!" Ανέφερε σιγανά.

Το βλέμμα της μητέρας της έπεσε πάνω της που φαινόταν να είχε καταλάβει ότι την πείραξε. Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει. Η κοπέλα άρχισε να κάνει αρνητικές σκέψεις με αποτέλεσμα να πανικοβάλλεται. Αναρωτιόταν αν την είχε ξεχάσει. Ήθελε τόσο πολύ να ήταν εκεί και να του μιλούσε αφού το είχε ανάγκη. Σκεφτόταν πως μόνο που τον κοιτούσε, χαμογελούσε. Η πραγματικότητα όμως την επανέφερε από αυτές τις όμορφες σκέψεις. Από τη μία πλευρά οι άνδρες μιλούσαν για πολιτικά θέματα και από την άλλη οι γυναίκες για ρούχα. Ήθελε να φύγει, να τρέξει να βρει τον Σταύρο αλλά ο θυμός της δεν την άφηνε. Είχε γυρίσει προς μία πλευρά και κοιτούσε έξω από το παράθυρο τη δύση του ηλίου μέχρι που της μίλησε η Ευγενία.

"Ιφιγένεια αν έχεις την καλοσύνη θα μου φέρεις μία τσάντα από το δωμάτιο του Σταύρου;''

"Ναι φυσικά.'' Απάντησε και καθώς σηκώθηκε ξεφύσηξε.

Περπατούσε αργά. Ωστόσο όταν ακούμπησε το πόμολο της πόρτας ένιωσε την καρδιά της να ξαναβρίσκει το γρήγορο ρυθμό. Το βλέμμα της έπεσε στη χάρτινη τσάντα που ήθελε η μητέρα του. Πλησίασε όμως προς το κρεβάτι του. Έπιασε το φούτερ που βρισκόταν εκεί και το μύρισε. Χαμογέλασε. Οι σκέψεις της ήταν μπερδεμένες αλλά κυριαρχούσε ένα γιατί. Δύο χρόνια, σκεφτόταν. Έκανε βήματα για να φύγει αλλά παρατήρησε μία κορνίζα. Ο Σταύρος και αυτή σε μικρή ηλικία και χαρούμενοι. Όταν την κράτησε βούρκωσε και αναπολούσε εκείνες τις στιγμές που βρίσκονταν συνέχεια μαζί. Σκούπισε τα δάκρυά της και βγήκε από το δωμάτιο.

"Ορίστε." Είπε στην Ευγενία εντελώς αδιάφορα. Εκείνη έδειχνε να καταλαβαίνει πως κάτι την απασχολούσε. Σαν να την είχε στείλει επίτηδες στο δωμάτιο του γιου της. Γύρισε το βλέμμα στη μητέρα του κοριτσιού και άρχισε να συζητά για αυτή την αγορά.

"Την πήρα προχθές αλλά δεν μου κάνει." Είπε καθώς κρατούσε μία μπλούζα.

Όλα όσα άκουγε περνούσαν αδιάφορα από το μυαλό της νεαρής κοπέλας. Είχαν περάσει ήδη δύο ώρες και ο Σταύρος δε φάνηκε. Σκεφτόταν να του στείλει για να ξέρει ότι είναι καλά. Για ακόμη μία φορά έκανε πίσω και μέχρι να φύγουν έβλεπε τηλεόραση χωρίς να καταλαβαίνει αφού είχε βυθιστεί στις σκέψεις της.

Λευκό τριαντάφυλλο Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα