1

3 1 0
                                    


Ο πατέρας μου ήταν αυτός που μου έμαθε να οδηγώ. Λίγο πριν την εφηβεία ακόμα, ήξερα πως είναι να είσαι στο τιμόνι. Τα πόδια μου βέβαια τότε ήταν λίγο κοντά για να φτάσουν τα πετάλια, αλλά τα βασικά και τα θεωρητικά τα ήξερα.
Είχε μια μαύρη φορντ του 1994 με μια κόκκινη γραμμή οριζόντια από την πρώτη πόρτα μέχρι το πορτμπαγκάζ. Σε αυτήν εγώ και ο αδερφός μου κάναμε τα πρώτα μας μαθήματα οδήγησης. Σε αυτήν ο πατέρας μας φόρτωνε και μας πήγαινε στο Φάληρο, και στο Μεγάλο Πεύκο και στους Αγίους Θεοδώρους για βούτες. Με αυτήν πήγαμε και στην Θεσσαλονίκη, και κάναμε τον γύρω την Ελλάδας, και ακόμα βγήκαμε από τα σύνορα για να πάμε στην Τουρκία να δούμε θειάδες και παππούδες μου, και πάλι με αυτήν πήγε Βουλγαρία να αλλάξει δολάρια σε λέβα και με αυτό πάτωσε. Όταν πέθανε, δια μαγείας το αμάξι χάλασε και έπρεπε να το στείλουμε για σέρβις, και από τότε κάθεται στο γκαράζ κάτω από το σπίτι μας στη Νίκαια. Χρυσό έκανε η μάνα μου τον Λουκά να το πουλήσει, αλλά εκείνος το ήθελε για δικό του, ακόμα και αν το αμάξι ήταν μισό μισό. Τον μπάσταρδο τον Λουκά, τα θέλει όλα δικά του.

"Εσύ το πήρες αυτό, ε; Φέρ' το πίσω τώρα μη σε γαμήσω!"

"Για κότα αν τολμάς!"

Πάντα έτσι ξεκινούσαν οι καβγάδες μας. Από ψιλοπήδημα. Και η μάνα μας πάντα έμπαινε ανάμεσά μας να μας χωρίσει. Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς, το είχε δει ο Λουκάκος σαν ο πρωτότοκος και μαλακίες ο άντρας του σπιτιού. Εμένα με θεωρούσαν μικρό, ακόμα και ας είχαμε διαφορά τρία χρόνια μόνο. Χρησιμοποιούσα αυτά που ήξερα πως θα τον πονέσουν. Ακόμα και ο μπαμπάς του έλεγε να ηρεμήσει. Υστερικός παιδί μου, υστερικός, δεν έβρισκες άκρη.

"Χαρά στην γυναίκα που θα σε πάρει αγόρι μου. Με τέτοια νεύρα θα κάνεις οικογένεια;" έλεγε ο μπαμπάς πίσω από την εφημερίδα του και γελούσε. Και στους καβγάδες μας, πάντα έμπαινε στην μέση. Πάντα του έλεγε κάτι και έκανε πίσω.

Και εκείνος το συνέχιζε.
"Αχιλλέα θα σε γαμήσω!" έλεγε και ούρλιαζε και χτυπούσε τον αέρα.

Η μάνα μας επέστρεφε το μεσημέρι, το ίδιο και 'κείνος. Όλοι λείπανε τα πρωινά. Ζήτημα ήταν αν τις καθημερινές μαζευόμασταν και τρώγαμε το μεσημέρι και τις Κυριακές να πηγαίναμε στην γιαγιά μου στην Αμφιάλη, την μάνα της μάνας μου που ήταν Σμυρνιά, από την Τουρκία μέσα και μας μαγείρευε ότι πολίτικο ήξερε και μας γέμιζε το στομάχι μέχρι τον λαιμό.
Η μαμά δούλευε σε κομμωτήριο και ο αδερφός μου σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων κάπου κοντά. Εγώ ακόμα σπουδάζω.
Το κάνεις επειδή το κάνει και ο αδερφός σου, έτσι; συνήθιζε να λέει η μαμά μέχρι που της το ξέκοψα. Της είπα πως αν δεν σταματούσε αυτό το βιολί θα πήγαινα στα καράβια!
"Μάνα! Θα φύγω στα καράβια!"
Η μητέρα μας πάντα μας σύγκρινε. Και πιο συγκεκριμένα, σύγκρινε εμένα με αυτόν. Ο Λουκάς αυτό, ο Λουκάς εκείνο. Ο Λουκάς μπορεί να μου κλάσει τα αρχίδια. Στην πούτσα μου ο Λουκάκος. Ο πρωτότοκος, ο μπάσταρδος.
Αλλά το ποτήρι ξεχείλισε σήμερα, και κάπως βρέθηκα στο πάτωμα δίπλα στην πόρτα με τη σπασμένη τζαμαρία και το μπράτσο μου ίσια κομμένο. Με έσπρωξε ο μαλάκας, με έσπρωξε.

Σύνορα χωρών [BL]Where stories live. Discover now