5. Τσάι ροδάκινο με μια γεύση πίκρας

48 4 4
                                    

Ο έρωτας και η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι. Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο.
Κικέρων
________________________________________________

Η Ξένια στεκόταν αμέριμνη μπροστά από τον πάγκο της κουζίνας ανακατεύοντας με το κουταλάκι τον καφέ στο μπρίκι μπροστά της. Μόλις είχε γυρίσει από το σχολείο και την περίμενε ο πατέρας της, η χαρά που την περιέβαλλε με το που τον είδε ήταν απερίγραπτη βέβαια, ο ελληνικός καφές δεν έλειψε από τα χεράκια της.

«Πως πάει το σχολείο ζαργάνα μου;»
«Πως να πηγαίνει βρε μπαμπά, τα ίδια και τα ίδια»
«Δεν πιστεύω να είναι κανένας εκεί να σε ενοχλεί; μην έρθω με καμία καραμπίνα και τους περιλάβω-» ξεφύσηξε η Ξένια με ένα γέλιο να της ξεφεύγει εύθυμα, η μικρότερη κόρη του κυρίου Βασίλη για εκείνον ήταν θησαυρός, ήταν ακριβώς η αντιγραφή του, είχαν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά, ίδιο χρώμα ματιών, πήρε το γλυκανάλατο χαμόγελο του ακόμη και τον κλειστό χαρακτήρα του. Ωστόσο, σε κάτι που διέφερε ήταν τα νεύρα της, όσο ήρεμος άνθρωπος ήταν ώρες ώρες η Ξένια άλλο τόσα νεύρα είχε.

Εκείνη η φλόγα που σκίρτιζε μέσα της την είχε απ'όσο θυμόταν τον ευατό της, είναι άνθρωπος της φωτιάς, πάντοτε έβρισκε τρόπο και ήταν το επίκεντρο της προσοχής, αν κάτι παρατηρούσες πάνω της θα ήταν το καθαρό της πρόσωπο, εκείνη η αύρα που σε μάγευε δίχως περιορισμούς. Η φλογερή νότα που εξέπεμπε το πρόσωπο της, ιδανικά όταν κρατούσε στα χέρια της το βιολί της. Που και που, σπάνια ή μη, είχε συνεννοηθεί με τους κουμπάρους των γονιών της να δουλεύει στο νυχτερινό μαγαζί τους παίζοντας το βιολί της.

Τον τελευταίο καιρό βέβαια πήγαινε συνεχώς, ειδικά τις Παρασκευές. Και από εκεί έπαιρνε και το χαρτζιλίκι της. Είχε, έχει και πάντοτε θα έχει καλλιτεχνικό πνεύμα σαν εκείνη του πατέρα της.

Το υγρό του καφέ έρεε στην άσπρη κούπα του μπαμπά της με διαφόρων ειδών σχέδια απ'έξω του, όπως τανάλιες και πένσες, γελώντας κάθε φορά που κοιτούσε την πολυαγαπημένη κούπα του μπαμπά της την οποία την είχε αγοράσει η αδερφή της η Ελένη.

«Μπαμπά! Όλα καλά, μην μου ανησυχείς, όλα καλά πάνε»
«Και μη ξεχνάς τώρα μεταξύ μας, μακριά από άνθρωπο της νύχτας και ναυτικό! Φτύστους και τρέξε κορίτσι μου, απαπα» η Ξένια ξεκίνησε να γελάει με την φράση του πατέρα της με τα χείλη της να αγγίζουν γλυκά το μέτωπο του. Τα αραιά, κατσαρά μαλλιά με μερικές γκρίζες τούφες των μαλλιών του σε συνδιασμό με το αγριεμένο μούσι του την έκανε να σφιχτεί καθώς έσερνε την καρέκλα του τραπεζιού για να κάτσει απέναντι του.

Τελεσίγραφο Καρδιάς [✓]Where stories live. Discover now