1. Καλοκαίρι με άρωμα καρύδας.

83 9 8
                                    

Κάθε σου βλέμμα με στοίχειωνε.
Κάθε επαφή μαζί σου με περιτριγυρνούσε,
Κάθε σου ανάσα με περίμενε.
Το γαλάζιο σου με κηνυγούσε.
Και η φωνή σου με σκότωνε.

Μα εκείνο το βράδυ, που το δηλητήριο σου γλίστρησε πάνω στα γλυκά μου χείλη.
Τότε, πέθανα.
Ο τρόπος σου δυσχείμερος και δυσχερής. Τα μάτια σου; Πάγος, από κρύσταλλο. Κανένας δεν είχε τη δύναμη να διελευκάνει τι κρύβεται πίσω τους.
Τότε προσπάθησα εγώ.

Και τότε, η θάλασσα των ματιών σου με έπνιξε.

«Πρόσεξε γλυκιά μου, τέτοιοι άντρες σαν εκείνον δεν είναι για τα μέτρα σου»
Άφησα μια ανάσα, τα κάστανα μου μάτια εστίασαν στον ανεπτυγμένο του κορμό. Ο πάγος των ματιών του για μια στιγμή έλιωσε, ώσπου σοβαρεψε.

«Είσαι σίγουρη για αυτό που επρόκειτο να γίνει; Θέλεις όντως να μπλέξεις;»

«Είμαι;» άφησα να ειπωθεί ένα ερώτημα μεταξύ μας, μα εκείνος γνώριζε καλύτερα απ'ολους. Οι καστανές μπούκλες των μαλλιών του μου άφησαν μια δόση του άγνωστου, του μυστηρίου.

Μάρτιος 2020.

Τοποθέτησε τον σάκο στην πλάτη της καθώς προχωρούσε προς την εξωτερική μεριά του σπιτιού της. Τα καστανά γεμάτα μπούκλες μαλλιά της Ελεάνας, έκαναν την Ξένια να αφήσει ένα άηχο χαμόγελο. «Άντε πάμε, μας περιμένουν»

«Δεν θα πάθουν κάτι αν αργήσουμε λίγο»
«Με τα πόδια θα πάμε, πως θα φτάσουμε τόσο γρήγορα;»
«Έτσι και πάρουν τηλέφωνο θα τους το κλείσω στα μούτρα, να ξέρεις»

Ο αγκώνας της Ελεάνας βρέθηκε πάνω της, μόλις είχε ξεκινήσει η έξαρση των κρουσμάτων λόγω της πανδημίας που είχε ξεκινήσει να ξεσπάει στην πόλη τους ενώ προσπαθήσανε να βρεθούνε για μια τελευταία φορά προτού τα πράγματα χειροτερεύσουν.

«Πόσα άτομα θα είμαστε;»
«Θα είναι η Ερμιόνη, ο Πάρης, ο Τόλης και νομίζω θα φέρουν κι ακόμη ένα παιδί αλλά δεν θυμάμαι να σου πω την αλήθεια» ο ιδρώτας έσταζε στο κούτελο της Ξένιας, με τις αρθρώσεις των ποδιών της να πονάνε όση ώρα ανεβαίνανε την ανηφόρα μέχρι να φτάσουνε προς το γήπεδο όπου είχανε κανονίσει να πάνε για να παίξουνε τον τελευταίο τους αγώνα.

«Μια ώρα ακριβώς αργήσατε, έλεος Ελεάνα»
«Να κρατάς τη γνώμη σου για τον ευατό σου, δεν κατέβηκες ολόκληρη κατηφόρα από Νέα Ιωνία Πάρη» στριφογύρισε τα μάτια της ενοχλημένη, ακούμπησε τον σάκο της στην καρέκλα πίσω τους και άφησε μια ανάσα γεμάτη προσμονή. Ο Πάρης πλησίασε την Ερμιόνη και της άφησε ένα φιλί στην βάση του λαιμού της καθώς παράλληλα οι παρειές του προσώπου της κοκκίνισαν άθελά της.

Τελεσίγραφο Καρδιάς [✓]Where stories live. Discover now