Μακεδονία, Απρίλιος 1907

40 2 4
                                    

Σταγόνες.

Το μόνο που μπορούσε ν' ακούσει, ήταν σταγόνες.

Ο ήλιος χτυπούσε τα κλειστά του ματόφρυδα πολύ ενοχλητικά. Πάντα πίστευε ότι στις ώρες της μάχης ο ήλιος έπρεπε να μένει κρυμμένος. Δεν το άντεχε το φως του εκείνες τις στιγμές, τον οδηγούσε σχεδόν στην παράνοια.

Το μόνο που μπορούσε ν' ακούσει, ήταν σταγόνες να πέφτουν. Από κάπου έτρεχαν, πάνω σε κάτι προσγειώνονταν. Απ' τον ήχο που έκαναν, πρέπει να ήταν πολύ παχιές. Για να τις ακούει τόσο καλά, σίγουρα ήταν.

Το μόνο που μπορούσε να νιώσει ήταν πόνος. Ολοκληρωτικός, καταλυτικός, ισοπεδωτικός. Δεν ήξερε πού βρίσκεται ακριβώς η πηγή του, αν κι ένιωθε το ένα του πλευρό να καίγεται, κι υποψιαζόταν πως κάπου εκεί, λίγα εκατοστά από την καρδιά, πρέπει να σκάφτηκε η λαβωματιά. Μαχόταν να παίρνει ανάσα όσο το δυνατόν πιο σπάνια, πιο προσεκτικά, γιατί πονούσε κι η ελάχιστη κίνηση που ήταν απαραίτητο να κάνει το στέρνο του για να τον κρατήσει στη ζωή.

Δεν ήταν σε θέση ν' ανοίξει τα μάτια του, να κάνει το παραμικρό. Το μυαλό του εξακολουθούσε να δουλεύει, ένιωθε όμως τη σκέψη του να κινείται μέσα σε μια ομίχλη που γινόταν ολοένα και πιο θολή. Και τον διαβεβαίωνε πως το κορμί του, έτσι ολότελα αφημένο στο βούρκο όπως ήταν, σε πολύ λίγο θα γινόταν βορά στο σώμα το εχθρικό που θα ερχόταν για να περιμαζέψει πολεμοφόδια. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.

Από γύρω του δεν ακουγόταν το παραμικρό. Ούτε ψίθυρος, ούτε αναπνιά. Μόνο οι σταγόνες. Κι απ' όσο μπορούσε να θυμηθεί, κανένα ρυάκι δεν έτρεχε εκεί κοντά για να τις εξηγήσει.

Η καταχνιά στο μυαλό του γινόταν ολοένα και πιο πυκνή, όλο και πιο αδιαπέραστη, σχεδόν χειροπιαστή, κι η φωτιά στα πλευρά του όλο και μεγάλωνε, τον έπνιγε, έφτανε τον πόνο στο σημείο εκείνο που οδηγεί σχεδόν στη λιγοθυμιά.

Ήξερε πως, αν έκανε να αφεθεί στην ομίχλη και στην εξάντληση που έκανε το κορμί του να ταράζεται σπασμωδικά -αυτό μπορούσε να το νιώσει-, οι πιθανότητες ν' αντικρίσει ξανά τον ήλιο ήταν ελάχιστες. Ήξερε τα συμπτώματα που συνόδευαν το τέλος, αμέτρητοι είχαν τελειώσει στα χέρια του, κι αυτός, εκείνη τη στιγμή, τα είχε όλα τα συμπτώματα.

Δε φοβόταν. Ξεχείλιζε μέσα του μονάχα μια νοσταλγία, έσταζε στα σωθικά του ένα φαρμάκι και μια λαχτάρα που πρόσθετε έναν επιπλέον πόνο στο στέρνο, πολύ αλλιώτικο από τον άλλο στο πλευρό. Η ομίχλη τον τραβούσε, όλο τον τραβούσε, κι ο ήχος απ' τις σταγόνες, μέχρι κι εκείνος, γινόταν ολοένα και πιο θολός.

2. ευτυχίαWhere stories live. Discover now