Αμισός, Πάσχα 1908

71 2 12
                                    

Απ' τον ουρανό έσταζαν τ' αστέρια μια αχλή χρυσαφένια, που κατρακυλούσε τις χαράδρες, τις σπαρμένες πεύκα και κυπαρίσσια, χυνόταν στα ποτάμια που φιδογύριζαν κελαριστά κι έφταναν μέχρι κάτω στην πόλη, έτρεχε βιαστικά στους χαλικόδρομους, να προλάβει κι εκείνη τη μεγάλη γιορτή, να τη φωτίσει και με το δικό της φως.

Στη μεγάλη πλατεία, ο χορός είχε στηθεί κι ανάψει από ώρες κι αντί να καταλαγιάσει, τώρα πια που είχαν περάσει τα μεσάνυχτα, φούντωνε μ' όλο και μεγαλύτερη ορμή, πετούσαν σπίθες τα δοξάρια, τα πρόσωπα των λυράριδων γυάλιζαν ιδρωμένα και κατακόκκινα και στα λαρύγγια των τραγουδιστών χυνόταν ανάμεσα στα τραγούδια πορφυρό κρασί, κεχριμπαρένιο, απ' τις καλύτερες σοδειές περασμένων Αυγούστων. Τα πόδια, που χτυπούσαν και μάλασσαν τη γη, ξεσήκωναν ένα ελαφρύ σύννεφο σκόνης, που ήταν σαν να ενέτεινε τη μέθη και την ευδαιμονία, άπλωνε μια κιτρινωπή λάμψη πάνω απ' τα κεφάλια κι έκανε τα μάτια να τσούζουν που και που.

Γιόρταζε ο Γιωρίκας ο Παυλίδης τα ονομαστήριά του, δεύτερη μέρα Πάσχα στην όμορφη πόλη τους και δεν έλειπε ψυχή απ' το γλέντι του προέδρου. Τον αγαπούσαν όλοι το Γιώργο με την πλατιά ψυχή και τα χαμογελαστά μουστάκια, κι ήταν μαζεμένοι στη χαρά του όλοι οι Έλληνες της Αμισού αλλά κι Αρμένηδες, Τούρκοι, Λεβαντίνοι, φίλοι του καλοί, συνεργάτες, γνωστοί. Ποιος άλλωστε δεν τον ήξερε τον Γιώργο στον τόπο τους, που για όλους είχε σπίτι κι αγκαλιά ανοιχτή, χωρίς να κοιτά τι γράφουν οι ταυτότητες πριν μπάσει κάποιον στο σπιτικό ή στην καρδιά του.

Κι ήταν διπλές οι χαρές, γιατί είχε λίγες μόνο μέρες πριν υποδεχτεί πίσω τον πρωτότοκό του απ' τα βουνά της Μακεδονίας και το γλέντι της επιστροφής του, που 'χε κοπεί τόσο απρόσμενα στη μέση, βρήκε την ιδανική ευκαιρία να συνεχιστεί και να φουντώσει.

Έλαμπαν τα νιάτα του Θέμη μέσα στη φρεσκοσιδερωμένη στολή που μοσχοβολούσε πράσινο σαπούνι, μια υπερδιέγερση που δε μπορούσε να ελέγξει τάραζε όλο του το κορμί, που θαρρείς και δονούνταν σε κάθε λύγισμα της λύρας, κάθε χτύπο που άφηνε στην ατμόσφαιρα το νταούλι. Γελούσε και μιλούσε μεγαλόφωνα με τους φίλους του, που τον είχαν κάνει μια γύρα και ζητούσαν να μάθουν νέα απ' τη μητέρα πατρίδα και τους αγώνες, λαβώθηκες καθόλου, μωρέ;, κατέβαζε γενναίες γουλιές απ' ό,τι καλό του σέρβιραν, κρασί, ρακί, μέχρι και ούζο ήπιε, είχε χαρά, τόση χαρά που πατούσε τα χώματα της πατρίδας, που γιόρταζε με τους δικούς του, που ζούσε. Έσκυβε ο Μίλτος που και που στ' αυτί του και τον ψευτομάλωνε που έπινε τόσο, μα εκείνος τον έπιανε απ' το σβέρκο, σήκωνε το ποτήρι του ψηλά κι ευχόταν σ' όλη την πλατεία, και του αποκρίνονταν χίλιες φωνές κι άλλες τόσες, και έρεε στα λαρύγγια το ποτό του Διονύσου, και φούντωνε, όλο φούντωνε η γιορτή.

2. ευτυχίαUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum