Κεφάλαιο 1

332 14 15
                                    

Ο πατέρας μου είναι ο νέος σερίφης μιας μικρής πόλης και έτσι έπρεπε να μετακομίσουμε σε μια πόλη, σχεδόν ξεγραμμενη από κάθε χάρτη. Δεν ένιωθα παράξενα να είμαι το νέο παιδί. Δεν ένιωθα παράξενα να είναι όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω μου. Τουλάχιστον αυτό πίστευα όταν άδειαζα τα πράγματα μου από τις μεγάλες χάρτινες κούτες που είχε φέρει λίγο πριν η μεταφορική.

Το σπίτι ήταν στην άκρη της πόλης, ωστόσο άλλο ένα σπίτι, ή καλύτερα μια αριστοκρατική έπαυλη ήταν χτισμένη δίπλα, με μερικά μέτρα να χωρίζουν τις αυλές μας. Ήταν ερημωμένη. Παράξενα ερημωμένη. Το δωμάτιό μου- που ήταν στο τέλος του διαδρόμου στον πάνω όροφο-είχε θέα την έπαυλη κάτι που με τρόμαζε στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το σώμα. Ταυτόχρονα όμως με ενθουσίαζε. 

Το δωμάτιο ήταν μεγάλο. Αρκετά μεγάλο. Τόσο μεγάλο που είχε και δικό του μπάνιο. Είχα βάλει το κρεβάτι μου ανάμεσα στα δύο μεγάλα παράθυρα του δωματίου και το θρανίο μου στο δίπλα τοίχο. Στους τοίχους είχα επίσης κολλησει φωτογραφίες, με εμένα και τον πατέρα μου. Παρόλο που όταν ήμουν μικρός λάτρευα την μητέρα μου, από την μέρα που μάζεψε τα πράγματα της και μετακόμισε στο σπίτι του γκόμενου της, την έχω διαγράψει από την μνήμη μου, όπως ελπίζω να έχει κάνει και ο πατέρας μου.

Το ρολόι στις σκάλες χτύπησε οχτώ και βγήκα από το δωμάτιό μου. Κατέβηκα κάτω, στην κουζίνα όπου ο πατέρας μου με περίμενε -όπως πάντα- με το τραπέζι έτοιμο στρωμένο. Σήμερα ωστόσο όταν κατέβηκα, το τραπέζι δεν ήταν στρωμένο και ο πατέρας μου δεν ήταν μέσα στην κουζίνα.

"Μπαμπά;" η φωνή μου βγήκε βραχνή.
"Στο σαλόνι!" άκουσα την φωνή του, έπειτα κάτι να πέφτει και μετά τον πατέρα μου να βρίζει.

Καθώς πήγαινα προς το μέρος του, οι καναπέδες, τα τραπεζάκια και όλα τα έπιπλα ήταν στον διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι, κάνοντας το πέρασμά μου δύσκολο.

"Όλα καλά;" ρώτησα καθώς έμπαινα μέσα στο σαλόνι όπου επικρατούσε ένα χάος.

Όλο το μέρος ήταν καλυμμένο με πλαστικό. Μια σκάλα ήταν ριγμενη στο πάτωμα και ο πατέρας μου ήταν λίγο παραδίπλα, πιτσιλισμενος από διάφορα ανοιχτά χρώματα.

"Δεν ξέρω τι χρώμα να βάψω τους τοίχους ώστε να ταιριάζουν με τα σχέδια που θα ζωγραφίσω στο τζάκι..." μου απάντησε. Στριφογυρισα τα μάτια μου.

"Δεν ξέρεις να ζωγραφίζεις!"

"Μπορώ να κάνω μερικά σχέδια... Επιπλέον έχω πιτσιλιστει με χρώματα και ο τοίχος πίσω μου το ίδιο...". Στριφογυρισα ξανά τα μάτια μου. Θεέ! σκέφτηκα.

Women with the maskOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz