Πρώτη μέρα, πρώτη νύχτα

424 22 9
                                    

Η πόρτα άνοιξε αργά, από πίσω ακούγονταν ένα γέλιο βαθύ σαν από την ψυχή κάποιας γυναίκας. Μόνο κάποια πραγματικά ευτυχισμένη θα μπορούσε να γελάει τόσο χαρούμενα. Μια γυναικεία μορφή εμφανίζεται στο χολ, πίσω της ένας ψηλός όμορφος άντρας. Κλείνουν την πόρτα.

- Και τώρα οι δυο μας, είπε η γυναίκα καθως γυρνούσε προς το μέρος του. Τον κοιτούσε με μισόκλειστα μάτια και είχε χαραγμένο στα χείλη της ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό από αυτά που δεν μπορείς να συγκρατήσεις. Εκείνος πέρασε τα χέρια του στην μέση της ενώ την κοιτούσε με μια πολύ παρόμοια όψη.
-Τώρα, πάντα και για πάντα! Τα χρόνια που ζήσαμε χωριστά Μαριέτα, τελείωσαν! Μετά από 40 χρόνια μπορώ επιτέλους να σε φωνάζω γυναίκα μου. Νιώθω ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο!
-Στέφανε, εμένα η ζωή μου τώρα αρχίζει, δεν θυμάμαι τι γινόταν πριν.
Ο Στέφανος γέλασε γλυκά. Την πείρε από το χέρι και χάθηκαν στον διάδρομο των υπνοδωματίων.
Η Μαριέτα ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα όχι πολύ ψηλή, με σπαστά ξανθά μαλλιά που είχε συνήθως πιασμένα ψηλά. Μέχρι χθες όμως γιατί από σήμερα θα τα έχει πάντα λιτά, ελεύθερα όπως νιώθει πλέον και η ίδια, ελεύθερη! Ήταν λίγο πάνω από τα 60 μα στην όψη δεν την έκανες πάνω από 55. Στα νιατα της μοιάζει να ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είδες ποτέ. Έβαφε τα χείλη της κόκκινα και φορούσε αρχοντικά μακριά φορέματα που αναδείκνυαν θαυμάσια την λεπτεπίλεπτη κορμοστασιά της.
Ο Στέφανος ήταν παράφορα ερωτευμένος μαζί της από τότε που ήταν και οι δυο 20 χρονών, οι κοινωνικές πεποιθήσεις όμως δεν τον άφησαν να την παντρευτεί, «φυλακίζοντας» την Μαριέτα σε έναν γάμο που δεν ήθελε και αναγκάζοντας την να σκληρύνει για να αντέξει. Εκείνος ήταν ψηλός και τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει από τα χρόνια, απέπνεε έναν αέρα άρχοντα όταν τον έβλεπες. Είχε βαριά φωνή, ήταν σοβαρός με αυστηρό και συνάμα γλυκό ύφος, μόνο μπροστά στην Μαριέτα έλιωνε και χαμογελούσε πλατιά, όλη του η όψη άλλαζε όταν κοιτούσε τα μάτια της.
~· ~
Γνωρίστηκαν τυχαία, η πρώτη φορά που την είδε ήταν στον σταθμό του τρένου, εκείνη κατέβαινε στην Μεσσήνη από την Αθήνα και εκείνος ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί για δουλειές στην πρωτεύουσα.
Η Μαριέτα μεγάλωσε στην Κηφισιά σε ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι, ο πατέρας της ήταν γιατρός και είχε μεγάλη περιουσία. Έπρεπε λοιπόν να την καλοπαντέψει, έτσι την έφερε στην Μεσσήνη να γνωρίσει τον πρωτότοκο γιο της πιο πλούσιας οικογένειας της περιοχής. Την μέρα που γνώρισε τον Στέφανο επέστρεφε από την Αθήνα που είχε πάει για ένα Σαββατοκύριακο απόδρασης από την περιοριστική ζωή που ετοιμαζόταν να κάνει καθημερινότητα της μη έχοντας άλλη επιλογή, γεγονός που είδη την οδηγούσε στην αιώνια δυστυχία. Φορούσε ένα λευκό του πάγου μακρύ φόρεμα με δαντελένιο μπούστο (έμοιαζε λίγο με το φόρεμα που φοράει απόψε) και ένα λεπτό σχεδόν ανύπαρκτο σιθρού μπολερο στο ίδιο χρώμα. Είχε τα μαλλιά της κοντά λίγο πιο κάτω από τον ώμο, λιτά που σχημάτιζαν ελαφριά μπουκλάκια. Φορούσε ένα απαλό ροζ κραγιόν και κρατούσε μια μικρή τσάντα σαν πουγκάκι και μια μεσαίου μεγέθους καφέ βαλίτσα.
Ο Στέφανος καταγόταν από την Μεσσινη, μεγάλωσε εκεί από μικρό παιδί λάτρευε τον τόπο του. Ο πατέρας του ήταν αγρότης και έμπορος, δεν είχε μεγάλη περιουσία ούτε πλούτη κάτι που αργότερα στάθηκε εμπόδιο στην ευτυχία του γιου του. Εκείνο το πρωί ήταν στον σταθμό, περίμενε να έρθει το τρένο από την Αθήνα για να το πάρει και να κατέβει να μιλήσει με κάποιους Αθηναίους για χάρη του πατέρα του. Το τρένο είχε αργήσει, καθόταν σε μια γωνία στον σταθμό καθιστός κάτω και έγραφε κάτι σε ένα τετράδιο που στήριζε στα πόδια του. Λάτρευε να κάθεται στον σταθμό και να παρατηρεί τους ανθρώπους που περνούν, σκεφτόταν την ζωή τους, αναρωτιόταν γιατί να βρίσκονται εκεί, εμπνεόταν από αυτούς και έγραφε ιστορίες στο μικρό τετραδιάκι που είχε πάντα μαζί του. Για αυτό δεν αρνήθηκε την απρόσμενη βόλτα στην Αθήνα, θα είχε πολύ χρόνο στον σταθμό και στο τρένο. Ήταν ψηλός είχε μαύρα κοντά μαλλιά, φορούσε ένα καφέ λινό παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο και κρατούσε μια δερμάτινη τσάντα με δυο βιβλία μέσα.
~· ~
Κατέβηκε από το πρώτο βαγόνι, ο Στέφανος καθόταν στην γωνία ακριβώς δίπλα από την πόρτα, ήταν σκυφτός και σημείωνε κάτι με αρκετά μεγάλη ταχύτητα σαν το χέρι του να μην προλάβαινε τις σκέψεις του. Ξαφνικά ένα αεράκι έφερε ένα λουλουδάτο γυναικείο άρωμα στη μύτη του. Ίσως ήταν το μόνο που μπορούσε να τον αποσπάσει εκείνη την στιγμή. Μυρωδιά, πόσο όμορφη έμπνευση, έτσι γύρισε να δει από που προερχόταν. Τότε την είδε. Κατέβαινε βιαστικά, είχε μείνει σχεδόν τελευταία στο βαγόνι. Τα μαλλιά της ανέμιζαν με το αεράκι που μετέφερε το άρωμα της και τον έκανε να ξεχάσει ό,τι τον είχε συνεπάρει προηγουμένως. Εκείνη άρχισε να χάνεται στο βιαστικό πλήθος. Τότε ένιωσε την ανάγκη να σηκωθεί από την θέση του και να την ακολουθήσει, άλλωστε στον σταθμό είχαν ενημερώσει πως θα υπάρχει καθυστέρηση για το δρομολόγιο προς την Αθήνα. Σηκώθηκε όρθιος καθάρισε βιαστικά το παντελόνι του και με δυο γρήγορα βήματα την είχε κιόλας φτάσει. Δεν της μίλησε, δεν ήξερε τι να της πει. Δεν ήταν από αυτούς που θα έλεγαν: Ει κοπελιά είσαι πολύ όμορφη, τι κάνεις απόψε; Και η αλήθεια είναι ότι απλά του άρεσε το άρωμα της δεν ήξερε κάτι παραπάνω για εκείνη, δεν ήξερε καν γιατί ξεκίνησε να περπατάει πίσω της. Προσπάθησε να την προσπεράσει για να δει τουλάχιστον το πρόσωπο της, όμως δεν χρειάστηκε· μάλλον είχε πάρει λάθος έξοδο γιατί σταμάτησε απότομα και άρχισε να κοιτάει γύρω της, ο Στέφανος ήταν αρκετά μακριά για να μην τον δει, οπότε την παρατήρησε για λίγο, μετά όμως κορόιδεψε τον εαυτό του που παρασύρθηκε έτσι αν και κάπου μέσα του σκέφτηκε πως είναι πολύ όμορφη. Αποφάσισε να την αγνοήσει, ίσως έγραφε κάτι για την περιπέτεια αυτή στην επόμενη σελίδα του τετραδίου μόλις τελείωνε την παράγραφο που τον είχε συνεπάρει. Τραβήχτηκε προς τα πίσω έκλεισε το σημειωματάριο και αποφάσισε να επιβιβαστεί στο τρένο.
~· ~
Έψαχνε την κατάλληλη θέση για το ταξίδι του όταν άκουσε μια φωνή και υποψιάστηκε πως αναφερόταν σε εκείνον.
- Συγνώμη νεαρέ!
Γύρισε απότομα προς τα πίσω και αντίκρισε ένα ξανθό μπουκλοτο κεφάλι να εμφανίζεται στην τελευταία πόρτα. Σάστισε!
- Εγώ; Είπε έχοντας χάσει τα λόγια του.
- Ναι ναι, εσείς!
Ο Στέφανος έτρεξε προς το μέρος της.
- Παρακαλώ! Θέλετε βοήθεια;
Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια, άργησε λιγάκι να απαντήσει.
- Έχασα το γάντι μου, υποθέτω πως το ξέχασα εδώ, αποκρίθηκε και προσπάθησε να ανεβεί στο βαγόνι.
Εκείνος της έδωσε το χέρι του για να την βοηθήσει να ανεβεί.
- Κάπου εδώ θα είναι, τα έβγαλα όταν μπήκα στο τρένο. Όμως βρήκα μόνο το ένα στην τσάντα μου όταν κατέβηκα.
Άρχισε να κοιτάει εδώ και εκεί.
- Ροβινσώνας Κρούσος; Είπε ξαφνικά η κοπέλα δείχνοντας ένα από τα βιβλία που είχε στην τσάντα του.
- Εμ ναι! Το έχετε διαβάσει;
- Ναι! Γιατί εντυπωσιάζεστε;
- Δεν το περίμενα από μια κυρία σαν εσάς.
- Δεν είμαστε όλες νεαρέ, για την Λουίζα Μέι Άλκοτ!
- Ενδιαφέρον! Φυσικά και όχι! Θέλει θάρρος να διαφέρεις, βρίσκω το θάρρος πολύ γοητευτικό.
Χαμογέλασε η όμορφη κυρία.
Ο Στέφανος έσκυψε σαν κάτι να ήθελε να φτάσει.
- Αυτό είναι το γάντι σας;
- Ααχ ναι! Πόσο σας ευχαριστώ, είναι δώρο ξέρετε δεν θα ήθελα να το χάσω! Βρίσκω την ευγένεια γοητευτικότερη! Είπε δειλά ύστερα από μια μικρή παύση.
- Χαίρομαι που βοήθησα ωραία μου κυρία!
Εκείνη κοίταξε προς τα κάτω και χαμογέλασε.
- Στέφανος! Αποκρίθηκε εκείνος και της έδωσε το χέρι του.
- Μαριέτα, απάντησε, χάρηκα πολύ! Και έδωσε και εκείνη το δικό της ενώ τα μάτια της είχαν καρφωθεί στα δικά του.
Εκείνος το άγγιξε απαλά και το φίλησε ενώ την κοιτούσε στα μάτια της που γυάλιζαν.
~· ~
Μόλις μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα, ο Στέφανος την έπιασε από το χέρι και τις είπε:
- Έλα εδώ να σου δείξω κάτι.
Την τράβηξε απαλά μέχρι την πόρτα της βεράντας, την οποία άνοιξε και βγήκαν έξω. Εκεί ήταν δυο πολυθρονίτσες, φαίνονταν πολύ αναπαυτικές και ένα τραπεζάκι που πανω του βρισκόταν μια χοντρή γλάστρα με ένα όμορφο φυτό. Μοσχοβολούσε ο τόπος σε συνδυασμό και με το γιασεμί που τύλιγε το μπαλκόνι και μπλέκονταν στην βουκαμβίλια που είχε σκαρφαλώσει γύρω από το παράθυρο. Στην βεράντα ήταν αναμμένα δεκάδες κεράκια που φεγγοβολούσαν απαλά και πάνω στο τραπέζι ήταν τοποθετημένα δυο ποτήρια και ένα μπουκάλι κρασί.
- Πήρα το αγαπημένο σου, είπε ο Στέφανος.
- Πόσο υπέροχος είσαι; Το ήξερα φυσικά, αλλά το ανακαλύπτω ακόμα. Πόσο τυχερή νιώθω κοντά σου.
Γύρισε και έπεσε στην αγκαλιά του, εκείνος έκλεισε τα μάτια και η Μαριέτα σχεδόν δακρυσμένη άρχισε να μιλά:
- Αγάπη μου για πρώτη φορά νιώθω τόσο ευτυχισμένη, τα καταφέραμε, από εδώ και ως το τέλος θα είμαστε μαζί, πλέον αυτό το τέλος δεν με τρομάζει. Θα φοβόμουν αν ήξερα πως δεν έζησα ευτυχισμένη ποτέ. Τώρα όμως έχω ένα χαμόγελο αναλλοίωτο και μια γαλήνη στην καρδιά μου. Σε θέλω εδώ δίπλα μου και σε έχω, δεν με νοιάζει τίποτε άλλο πια!
- Σε αγαπώ! Για αυτή την στιγμή, για αυτή την αγκαλιά και αυτά τα λόγια νιώθω ότι άξιζαν ακόμα και τα χρόνια που ήμουν στην φυλακή. Ελα να καθίσουμε.
Κάθισαν και άρχισε να γεμίζει το ποτήρι της με κρασί και ύστερα το δικό του. Κράτησαν τα ποτήρια ψηλά και ήπιαν στην αιώνια αγάπη τους! Μετά η Μαριέτα κάθησε στα πόδια του, ακούμπησε το κεφάλι της στο δικό του και έκλεισε τα μάτια της, εκείνος άρχισε να της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά και να λύνει λίγο λίγο τα σφιχτά δεμένα μαλλιά της και να βγάζει μια μια της φουρκέτες που τα συγκρατούσαν ψηλά, στημένα και της έδιναν ένα αυστηρό ύφος. Ταυτόχρονα σιγοτραγουδούσε ένα σκοπό. Ήταν το «είδα μάτια πολλά» του Αττίκ. Της το τραγουδούσε τότε και της άρεσε. Η Μαριέτα είχε κλείσει τα μάτια της και ανάσανε αργά, ένιωθε ασφαλής, ελεύθερη και ευτυχισμένη. Εκείνος την κοιτούσε και ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα για την προστατεύσει. Χαϊδεύε το σώμα της και άγγιζε τα μαλλιά της με τόση στοργή και αγάπη.
~· ~
Ο Στέφανος άρχισε να σβήνει τα κεράκια, τα έσβησε όλα εκτός από μερικά που τα μετέφερε στο υπνοδωμάτιο.
- Να σε βοηθήσω να ελευθερωθείς και από αυτόν τον κορσέ; Την ρώτησε.
- Είσαι η ελευθερία μου και η απελευθέρωση μου, απάντησε και γύρισε αφήνοντας τον να την βοηθήσει.
- Τιμή μου κυρία Παράσχου. Ψυθίρισε με την βαριά φωνή του.
Τράβηξε το σχοινάκι και έλυσε τον σφιχτό κόμπο που πίεζε το κορμί της. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. Άρχισε σιγά σιγά και χαλάρωνε κάθε θηλιά ως που έφτασε στην πρώτη. Άγγιξε απαλά τους ώμους της με τα χέρια του και την χάιδεψε τρυφερά, εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της απαλά στο ένα του χέρι. Έσκυψε την φίλησε στην πλάτη και έπειτα εκείνη κρύφτηκε πίσω από το παραβάν. Όταν εμφανίστηκε ξανά φορούσε ένα απαλό ροζ νυχτικό. Εκείνος ακούμπησε έναν δίσκο στο πικ απ και άφησε την βελόνα να γλιστρά ήσυχα στις σχισμές του απελευθερώνοντας μια γλυκιά μελωδία. Η Μαριέτα χαμογέλασε.
- Mariage d'amour ψυθίρισε, ξέρεις πόσο το αγαπώ, μια έκπληξη είναι κάθε στιγμή μαζί σου.
- Και ακόμα δεν έχω κάνει τίποτα από αυτά που ονειρεύομαι τόσα χρόνια για εμάς!
- Σου είπα πως Σ'αγαπω;
- Πολλές φορές, αλλά μου αρέσει να το ακούω!
Πέρασε το ένα του χέρι στην μέση της και με το άλλο έσφιξε το δικό της γλυκά. Την έφερε κοντά του, τα σώματά τους αγκαλιάζονταν σφιχτά. Για λίγο έμειναν ακίνητοι, τα σώματα τους έτρεμαν ξεχειλίζοντας αγάπη. Ο Στέφανος την έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της και μετά άρχισαν να στροβιλίζονται αργά στο σκοτεινό δωμάτιο. Γελούσαν και κοιτάζονταν τρυφερά, τα μάτια τους έλαμπαν από ευτυχία και ήξεραν και οι δυο πως γεννήθηκαν για εκείνη την στιγμή, γεννήθηκαν για να βρεθούν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Λίγα λεπτά μετά την άφησε να ξαπλώσει, ξάπλωσε δίπλα της και άρχισε να την φιλάει γλυκά στα χείλη. Σε λίγο κάτω από το σιγανό φως των κεριών το μόνο που ακούγονταν ήταν η όμορφη μελωδία και ο ήχος των φιλιών τους. Οι ανάσες τους πρόδιδαν τον έρωτα τους. Εκείνος την άγγιζε απαλά στο σώμα και εκείνη χάιδευε τα μαλλιά του ενώ αδυνατούσε να ξεκολλήσει τα χείλη της από τα δικά του.
- Μπορεί αυτή η στιγμή να κρατήσει για πάντα; Τον ρώτησε.
- Το για πάντα είναι λίγο για να περιγράψει το πόσο σε αγαπώ.
Λίγο μετά και ενώ η μουσική είχε πλέον σταματήσει να ακούγεται η Μαριέτα ξάπλωσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε γλυκά, ύστερα από χρόνια, την πήρε ο ύπνος ευτυχισμένη. Εκείνος την θαύμασε για λίγο και αφού σιγουρεύτηκε ότι ήταν καλά έκλεισε τα μάτια του, έγειρε το κεφάλι του στο δικό της και αποκοιμήθηκε.

Είδα μάτια πολλάOnde histórias criam vida. Descubra agora