Κρατήθηκα γερά από τον τοίχο, οι μυς μου είναι πια αδύναμοι, η ροή του αίματος μου όλο και πιο αργή. Κατανοώ ότι αργά ή γρήγορα θα βρίσκομαι ξαπλωμένη κάτω από έναν τάφο. Ελπίζω, όμως, ο θάνατος να είναι πολύ πιο ήρεμος, γαλήνιος και ανώδυνος. Δεν γίνεται να είναι όλα τόσο βάναυσα όσον αφορά αυτό το θέμα. Έσφιξα τα δόντια, πήρα μια πολύ βαθιά αναπνοή και έσυρα τα πόδια μου προς την μισάνοιχτη πόρτα του δωμματίου του αδερφού μου.

Το αίμα μου πάγωσε με όσα αντίκρισα. Το τρεμάμενο χέρι μου ακούμπησε την κάσα της πόρτας.

Ο μικρός καθόταν οκλαδόν στο κρεβάτι του και κλαίγοντας παρατηρούσε μια φωτογραφία που βρισκόταν στα χέρια του. Δεν δέχομαι ότι αυτά τα όμορφα παιδικά ματάκια καταστρέφονταν και πλημμύριζαν εξαιτίας μου° γιατί είμαι βέβαιη πως η φωτογραφία που κρατούσε απεικόνιζε τους δυο μας.

Έτρεξα δίπλα του και τον αγκάλιασα τόσο σφιχτά που ένιωσα την καρδιά του να ασφυκτιά επάνω στην αδύναμη δική μου. Έχωσα το κεφάλι του επάνω στο στέρνο μου και τα δάχτυλα μου σκούπισαν τρυφερά τα λυπημένα μάτια του.
《Μικρέ μου τι συμβαίνει;》Ψέλλισα κρύβοντας έναν λυγμό, λες και τα μάτια μου δεν ήταν γυαλισμένα.
《Θα φύγεις! Θα μας αφήσεις όλους μονάχους μας. Το άκουσα Ρια, το άκουσα να το συζητάνε οι γονείς μας χθες βράδυ. Θα φύγεις. Θα μας αφήσεις. Τι σου κάναμε;》Το κλάμα του δυνάμωσε  ξαφνικά και ένιωσα την καρδιά μου να γκρεμίζεται με μιας σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα.

《Μπόμπιρα.. δεν θα φύγω. Δηλαδή.. θα φύγω.. απλά δεν το κάνω με την θέληση μου.》Ξεφύσησα και τον τοποθέτησα απαλά στην αγκαλιά μου. Έπρεπε να του εξηγήσω με ψέματα το πως έχει η κατάσταση για να μην πληγωθεί η παιδική του ψυχούλα. 《Ποτέ μου δεν θα σας άφηνα, το ξέρεις αυτό ε; Σας λατρεύω, είστε η ζωή μου, ο κόσμος μου όλος. Απλά..》 Κοίταξα το ταβάνι προσπαθώντας να βρω έναν τρόπο να συνεχίσω. 《Θυμάσαι τι έχουμε πει για τον Θεούλη;》Κούνησε θετικά το κεφάλι του και χάιδεψε το χέρι μου. 《Ε λοιπόν, με χρειάζεται κοντά του μόνιμα και αυτό σημαίνει ότι δεν μπορώ να είμαι εδώ μαζί σας. Ωστόσο θα σας ξαναδώ. Θα συναντηθούμε μετά από πολύ καιρό και θα είμαστε όλοι μαζί αγαπημένοι!》Τον φίλησα στο μέτωπο και σκούπισα βιαστικά τα μάτια μου.

《Άρα θα πας στην γιαγιά Ρία;》Τα φρύδια μου συνοφρυώθηκαν και χαμογέλασα πολύ αχνά.
《Ακριβως μυξιάρικο, θα πάω στην γιαγιά και θα της λέω πόσο καλό παιδί ήσουν.》Χαμογέλασε με χαρά και για λίγο ένιωσα ένοχη. Όταν θα μεγάλωνε ξέρω ότι θα με μισούσε και θα αναζητούσε το γιατί δεν του είπα την αλήθεια.

Last Wish ✔Where stories live. Discover now