Nine

13 8 4
                                    

Louis William Tomlison

《Αυτός ήταν ο ένας και μοναδικός Louis Tomlison!》Ούρλιαξε ο καλοντυμένος παρουσιαστής με το κοινό να τσιρίζει και να υψώνει τα χέρια στον αέρα από τον ενθουσιασμό και την χαρά.

Ο Louis υποκλίθηκε ταπεινά, ευχαρίστησε το κοινό του δίνοντας φιλιά και με ένα λαμπρό χαμόγελο, αποχώρησε από την σκηνή βιαστικά. Έκλεισε την κιθάρα μέσα στον δερμάτινο σάκο της και έσυρε τα πόδια του στον διθέσιο καναπέ του καμαρινιού του.
《Καταπληκτικός όπως πάντα!》Είπε με γλυκιά φωνή η αδερφή του και τον φίλησε στο μάγουλο. 《Μην ξαπλώνεις άλλο, έλα πάμε σπίτι να περάσουμε καλά!》Γέλασε με αφέλεια η μικρή του αδερφή και πήρε με αποφασιστικότητα τα κλειδιά από το γραφείο του.

《Ωχού ποιος έχει όρεξη να γυρίζει στους δρόμους τώρα.. ας καθίσουμε λίγο εδώ..》Κλαψούρισε και τέντωσε τα πόδια του στο μπράτσο του καναπέ.
《Εσύ το υποσχέθηκες στην μαμά Lou, όχι εγώ. Μας περιμένει, σου μαγείρεψε και το αγαπημένο σου φαγητό! Με ανάγκασε να φτιάξω τρία γλυκά σε περίπτωση που ήθελες κάτι συγκεκριμένο.》Γέλασε η Lottie και τράβηξε τον αδερφό της από το μπράτσο.

《Άντε πάμε..》Συμπαρασύρθηκε με το γέλιο της αγαπημένης του αδερφής και σηκώθηκε. 《Φύγαμε και οδηγάς εσύ!》Της φώναξε και κλείδωσε την πόρτα από το καμαρίνι του.

Ο μπράβος τους μετέφερε με ασφάλεια στο πίσω πάρκινγκ, από όπου η Lottie οδήγησε το αυτοκίνητο του αδερφού της με προσοχή ως το σπίτι τους.

Εκεί τους περίμεναν η μητέρα τους και οι δίδυμες αδερφές τους μαζί με την Felicity. Αγκαλιάστηκαν και χαιρετήθηκαν όλοι και πέρασαν αμέσως στην τραπεζαρία του σπιτιού.
《Αν αργούσες λίγο ακόμη θα τρώγαμε εμείς αυτά που ετοίμασε η μαμά για τον μαμάκια γιο της!》Κορόιδεψε η Daisy και κάθισε απέναντι απο τον μεγάλο της αδερφό.

《Δεν είμαι μαμάκιας! Απλά με συμπαθεί περισσότερο, είναι λογικό.》Γέλασε και έφαγε μια μπουκιά από την λαχταριστή πιατέλα με τις πατάτες ογκρατέν. Συνέχισε να τρώει και σταδιακά όλοι άρχισαν να τσιμπάνε από διάφορα πιάτα.
《Βρε παιδιά μην μου χαλάτε το ντεκόρ πριν καν καθίσουμε όλοι μας στο τραπέζι..》Παραπονέθηκε η ψιλόλιγνη μεσήλικη γυναίκα και κάθισε με κόπο δίπλα στα παιδιά της.

《Πώς είσαι μαμά;》Ο Louis κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα την άρρωστη μητέρα του και πήρε μια κοφτή ανάσα.
《Μια χαρά όπως κάθε άλλη μέρα..》Απάντησε δειλά εκείνη και χαμογέλασε αδύναμη στον ανήσυχο γιο της.
《Μην κουράζεσαι άλλο μητέρα..》Συνέχισε η Lottie και της σέρβιρε από κάθε πιατέλα μια γενναιώδρη ποσότητα. 《Να φας να καρδαμώσεις.》Χαμογέλασε και της φίλησε το μέτωπο με περισσή σιγουριά.

𝕿𝖜𝖔 𝖔𝖋 𝖚𝖘 ✔Where stories live. Discover now