Οκτώ//Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα, και...

1.7K 160 432
                                    

Εκείνη η Δευτέρα ξημέρωσε με ανυπομονησία για την Σμαράγδα.

Είχε φορέσει τα αθλητικά της και έπιανε τα μαλλιά της σε μια κοτσίδα, σφιχτή, με διπλό κοκκαλάκι, όταν βγήκε από τον θάλαμο της. Είχε αφήσει τις τρεις κοπέλες να κοιμούνται ήρεμες όσο εκείνη περπατούσε αποφασιστικά προς το προαύλιο.

Η Σμαράγδα είχε υπάρξει χαζή και αυτό το ήξερε.

Ήταν αδύνατο να μην είχε καταλάβει πως όλα όσα της έλεγε μέχρι πρωτύτερα ο Σμήναρχος, όλα αυτά τα κουλά περί επιβράβευσης του Χάρη ενώ δεν την άξιζε, ήταν όλα ένα σχέδιο για να την ωθήσει να ξεπεράσει ίσως τα κομμάτι του εαυτού της που δεν είχε καταφέρει.

Κατέβηκε τις σκάλες γοργά και πέρασε την κεντρική πόρτα αποφασισμένη για τις επόμενες κινήσεις της.

Ξεκίνησε να τρέχει τον πρώτο της γύρο, ευχόμενη να πιάσει το δικό της σχέδιο.

//*//

Ο Αντώνης είχε φτάσει μερικά λεπτά στο γραφείο του. Κάτι στην ατμόσφαιρα τον έκανε να θέλει να χαθεί από προσώπου Γης. Ήταν από εκείνες τις μέρες που δεν άντεχε λεπτό στο στρατόπεδο.

Ίσως ζητούσε να φύγει νωρίτερα, ίσως έπαιρνε άδεια για την μέρα προφασιζόμενος ασθένεια.

Η φιγούρα όμως που φάνηκε στο παράθυρό του, η πολύ γνωστή τώρα πια, τον έκανε να το ξανασκεφτεί. Σηκώθηκε αποφασισμένος, δίχως να πει τίποτε στους συναδέλφους του, και δεν έχασε διόλου χρόνο, φόρεσε τα αθλητικά του και βγήκε στο προαύλιο με την ανάσα στον λαιμό.

Με μερικές δρασκελιές, ακολουθούσε ήδη την γνωστή πορεία της Σμαράγδας.

Κοιτούσε εμπρός του, προσπαθώντας να την βρει. Ανάσαινε βαριά, τα φρύδια του είχαν σμίξει και το βλέμμα του δεν σταμάτησε στιγμή να την ψάχνει.

«Αργήσατε κύριε Σμήναρχε!» του φώναξε, τραβώντας την προσοχή πίσω του. «Σας περίμενα τόση ώρα», πρόσθεσε, χαρίζοντάς του ένα από εκείνα τα σπάνια χαμόγελά της.

Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Φτερούγισε ολόκληρος, σε μερικές λέξεις της. «Ώστε με περίμενες, Ανδρεάδη;»

Χαμογέλασε, μα δεν του απάντησε. Κράτησε το βλέμμα της στην ευθεία της και άφησε τον αξιωματικό να την κοιτά με εκείνα τα σκούρα μάτια που την άγχωναν.

Έπειτα από λίγο, έστρεψε κι αυτός το βλέμμα του μπροστά. Είχε εκείνο το μειδίαμα φορεμένο, την προκαλούσε να του πει κάτι άλλο, να το δει να γίνεται χαμόγελο, να προκαλέσει κι από εκείνον μια αντίδραση.

Διμοιρία ΕρωτευμένωνDonde viven las historias. Descúbrelo ahora