Και τώρα τι;

1.8K 176 210
                                    

Το κρασί δεν το ήπιαν όλο, ούτε καν στα μισά δεν έφτασαν. Οι τουρίστες που περνούσαν από εδώ και από εκεί με την φασαρία που έκαναν τους αποσυντόνιζαν από κάτι ιερό για εκείνους, δημιουργώντας νεύρα στον άνδρα που τα είχε σκεφτεί όλα τέλεια.

Έτσι, αφού τα σχέδια του είχαν χαλάσει μα η διάθεση να μείνουν μόνοι τους καλά κρατούσε, ο Λεοντής πήρε από το χέρι την ξανθούλα και με το κρασί στο χέρι περπάτησαν ο ένας δίπλα στον άλλον προς το αμάξι. Λίγο πριν μπουν μέσα, ο άνδρας έπιασε την μέση της σφιχτά και την φίλησε για ακόμη μια φορά, αφήνοντάς την λίγο αργότερα παγωμένη στην θέση της να προσπαθεί να συνηθίσει μια πραγματικότητα που ενδόμυχα ήθελε από την πρώτη μέρα που τον γνώρισε.

Τελικά κάθισε στην θέση του συνοδηγού διώχνοντας με την βοήθεια του κρασιού όση ντροπή είχε πάνω της. Την θέση αυτής πήρε μια άλλου είδους επιθυμία και με το χέρι του πάνω στο δέρμα των ποδιών της που η φούστα της άφηνε ακάλυπτο, αυτή η επιθυμία μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε...

Και ο Λεοντής δεν μπορεί αγνοήσει όσα θέλει να συμβούν.

Στην σιωπή του αυτοκινήτου με την μουσική να παίζει από πίσω χαμηλόφωνα, προσπαθεί να υπολογίσει τις μέρες που τους έχουν απομείνει. Δεν θέλει να βιαστεί για τίποτα, όμως αισθάνεται πως κάποια πράγματα άργησαν. Αν δεν ήταν τόσο βλάκας να αποκοιμηθεί πάνω από το μήνυμά της και έπειτα να το ξεχάσει εντελώς, ίσως όλα τώρα να ήταν αλλιώς. Αλλά τι να κάνει; Πρέπει να προχωρήσει με όσα έχει. 

«Πότε φεύγεις;» την ρωτά ήρεμος, με τις οκτάβες της φωνής του να είναι χαμηλές, αρκετά για να τραβήξουν την προσοχή της.

«Σε τέσσερις μέρες.»

«Εννοείς και τέσσερα βράδια;» Άγχος τον καταβάλει σιγά-σιγά. Το μικρό τερατάκι πίνει βασανιστικά κάθε στάλα ψυχραιμίας και γαλήνης.

«Τρία βράδια, τέσσερις μέρες. Την τέταρτη φεύγω. Μεσημέρι, στις τρείς και μισή με το αργό.»

«Εσύ...» κάνει μια παύση, την κοιτά φευγαλέα πριν στρέψει την προσοχή του ξανά στον δρόμο, μη τρακάρουν πριν προλάβουν να ζήσουν. «Εσύ δεν θα καθόσουν παραπάνω;» 

«Άλλαξα γνώμη εχθές το πρωί, έκλεισα και το εισιτήριο.»

«Δεν μπορείς να το αλλάξεις πάλι;»

«Φοβάμαι πως όχι. Με περιμένουν στις 14 στην Καλαμάτα.»

«Μέχρι προχθές δεν σε περίμενε κανένας, τι έγινε τώρα;» Η Δόμνα μπορεί να ακούσει την ενόχληση στην φωνή του και μετανιώνει στη στιγμή την απόφασή της. Τώρα όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

Μια φορά κι ένας ΑύγουστοςWhere stories live. Discover now