Χείλη απαλά του ανέμου

1.7K 184 261
                                    

Μέχρι που ξημέρωσε η όγδοη μέρα του Αυγούστου ο Λεοντής στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Μια του έφταιγε το άβολο στρώμα που ο ίδιος αγόρασε, την άλλη το σεντόνι που τυλιγόταν άτσαλα στα πόδια του, μετά έβριζε αυτούς που εφηύραν τα κλιματιστικά και το κρύο που βγάζουν όταν τα ρυθμίζει στους 15 βαθμούς υπό του μηδέν, σα δεν ντρέπονται, μετά αναθεματίζει αυτή την «κωλοζέστη» του καλοκαιριού που ούτε ένα σωστό κλιματιστικό δεν μπορεί να κάνει καλά και τελικά, όταν ο ουρανός ξεκίνησε να φωτίζεται, σηκώθηκε με νεύρα γιατί «Ο ήλιος βρήκε να ανατείλει στις έξι και είκοσι εννέα, γαμώ το ηλιακό σύσ-».

Ο Ιάσονας που τον ακούει από το δικό του δωμάτιο –δεν τόλμησε ούτε εκείνο το βράδυ να πάει στην γυναίκα του– πετάει πράγματα στην κλειστή πόρτα θέλοντας να κάνει τον αδερφό του να σκάσει. Ο Λεοντής βέβαια δεν του δίνει σημασία, στο κάτω-κάτω σπίτι του είναι, θα κάνει ό,τι θέλει. Αν θέλει να παίξει ντραμς, θα το κάνει. Ντραμς δεν έχει βέβαια αλλά λύση θα βρει. Αποφασίζει να φτιάξει τον καφέ του με έντονες κινήσεις ξυπνώντας οποιαδήποτε μορφή έμβιου όντος σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από το σπίτι του.

Χαλαρώνει μόνο όταν κάθεται στο μικρό λευκό μπαλκόνι με τον καφέ στο χέρι και πίνει μερικές γουλιές που κατευνάζουν τα νεύρα του. Ίσως τον ηρεμεί και η θέα λίγο. Μόνο λίγο.

Πριν κάνει οτιδήποτε άλλο βάζει το πρόγραμμα της ημέρας σε μια σειρά. Όταν τα κανονίζει όλα με τον εαυτό του φροντίζει να ενημερώσει και την Δόμνα, η οποία πιθανόν να κοιμάται αλλά όταν ξυπνήσει θα πρέπει να ξέρει πως σήμερα το απόγευμα, κατά τις επτά παρά θα περάσει να την πάρει με το αμάξι.

Έχοντας θέσει λοιπόν τα πάντα υπό έλεγχο –δίχως να περιμένει την απάντηση της Δόμνας– ρίχνει όλον τον καφέ του στον νεροχύτη και πέφτει να κοιμηθεί αγνοώντας την υπερένταση της προηγούμενης ώρας.

...................

Η Δόμνα ξύπνησε για τα καλά στις δύο και κάτι, αφού πρώτα αγνόησε το μήνυμα του Λεοντή στις επτά παρά, καθώς προτίμησε να κοιμηθεί από το να απαντήσει.

Όπως έκανε και εκείνος, άλλωστε. Ή τουλάχιστον αυτό της είπε ο Στέλιος στο κλαμπ όταν η ξανθομαλλούσα, που ήταν μεθυσμένη, παραπονέθηκε στον επίσης μεθυσμένο για την αδιαφορία του φίλου του.

«Δεν σε γράφει μάνα μου, απλώς είναι λίγο βόδι και θα κοιμήθηκε πάνω από το μήνυμα.»

«Τον δικαιολογείς επειδή είναι φίλος σου.»

«Ακριβώς.»

Μια φορά κι ένας ΑύγουστοςWhere stories live. Discover now