Μπόνους Κεφάλαιο

825 20 3
                                    

25 Απριλίου 1971, 3 χρόνια αργότερα...

«Μπαμπά, πάλι σταβά το έκανες!» παρατήρησε η μικρή Ζωή

«Κάτσε να στο ξανά πιάσω» απάντησε ο Λάμπρος αγανακτισμένος

Εδώ και αρκετή ώρα προσπαθούσε να πιάσει τα μαλλάκια της κόρης του πλεξούδες. Μάταια, όμως. Δεν μπορούσε να το πετύχει.

«Να, ορίστε. Τώρα είναι μια χαρά, νομίζω» είπε ο Λάμπρος περήφανος για το κατόρθωμα του

Η μικρή κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη. Πήρε ένα αυστηρό ύφος και άρχισε να περιεργάζεται τα μακριά καστανόξανθα μαλλάκια της. Ο Λάμπρος δεν άντεξε και του ξέφυγε ένα γέλιο. Ήταν ολόιδια με τη Ελένη. Γενικά, η Ζωή του ήταν ίδια με την Λενιώ του. Οι δύο σημαντικότερες γυναίκες της ζωής του που τις υπεραγαπούσε.

«Μ' αλέσουν πολύυυ!» αναφώνησε και έπεσε στην αγκαλιά του «Ευχαλιστώ, μπαμπά!»

Εκείνος φίλησε απαλά τα μαλλάκια της.

«Είσαι πανέμορφη!» της είπε και την πήρε στα χέρια του για να βγουν από το δωμάτιο.
________________________________________

Σήμερα ήταν τα γενέθλια της μικρής Ζωής. Έκλεινε τα τρία. Είχαν περάσει κιόλας τρία χρόνια από τότε που ήρθε στον κόσμο αυτό το μικρό θαύμα. Ο Λάμπρος και η Ελένη ήταν τόσο περήφανοι για εκείνη. Την έβλεπαν να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και την καμάρωναν. Τελικά, οι προβλέψεις του Λάμπρου ήταν ολόσωστες. Η μικρή έμοιαζε απόλυτα στην Ελένη και εξωτερικά και εσωτερικά. Η Ζωή είχε πάρει το πείσμα το Σταμιρέικο της μάνας της, όπως έλεγε ο Λάμπρος. Δεν είχε και άδικο. Η μικρή δεν το έβαζε εύκολα κάτω. Προσπαθούσε μέχρι να καταφέρει αυτό που θέλει.

Η Ελένη βρισκόταν από ώρα στην κουζίνα και μαγείρευε για τους καλεσμένους που θα έρχονταν να γιορτάσουν όλοι μαζί τα τρίτα γενέθλια της κόρης τους. Δεν ήταν πολλοί, άλλωστε. Ο Νικηφόρος με την Ασημίνα και τον Σέργιο, η Βιολέτα με τον Ευτύχη-που είχε έρθει από την Κόρινθο για να τους επισκεφτεί- και η Δρόσω με τον Κωνσταντή.

Ο Νικηφόρος και η Ασημίνα είχαν ξαναγίνει ζευγάρι τα τελευταία δύο χρόνια. Δεν κατάφεραν να φτάσουν ποτέ στο διαζύγιο. Η αγάπη του ενός για τον άλλον ήταν τόσο δυνατή που νίκησε τα πάντα. Ο Σέργιος ήταν πιο ευτυχισμένος από ποτέ, αφού είχε πια και τους δύο γονείς του μαζί. Ζούσαν πλέον στην Λάρισα ήρεμοι και χαρούμενοι.

Η Δρόσω και ο Κωνσταντής είχαν μετακομίσει εδώ και κάποιους μήνες στην Αθήνα. Στην αρχή έμεναν λίγο έξω από το Διαφάνι, όμως αποφάσισαν ότι η ζωή στο χωριό δεν τους ταίριαζε πια. Δεν είχαν παντρευτεί. Δεν ήθελαν. Ήθελαν μόνο να είναι μαζί. Κάποια στιγμή ίσως να έμπαινε και η κουλούρα, όπως έλεγε ο Κωνσταντής. Η Δρόσω, απ' την άλλη, είχε συνηθίσει στην ιδέα ότι για τον Σέργιο ήταν μόνο θεία του. Ο μικρός είχε γονείς που τον υπεραγαπούσαν. Και σε εκείνη είχε τρομερή αδυναμία και αυτό της έφτανε. Τον έβλεπε αρκετά συχνά και ήταν ευτυχισμένη. Ίσως κάποια στιγμή να του έλεγαν την αλήθεια...

Για μια ζωή ακόμαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα