Η τρομακτική αλήθεια

683 17 2
                                    

Οι μέρες στην νέα αυτή πραγματικότητα κυλούσαν αργά και βασανιστικά για τον Λάμπρο και την Ελένη. Η καθημερινότητα τους στον απομονωμένο αυτόν τόπο, δεν ήταν τελικά τόσο εύκολη όσο την περίμεναν. Τα γράμματα που έστελναν στο χωριό τούς γύριζαν πίσω, ενώ τηλεγραφήματα απαγορεύονταν να στέλνουν. Τα γράμματα που έστελναν η Δρόσω και η Ασημίνα δεν έφταναν ποτέ στον προορισμό τους. Κανείς στο χωριό δεν είχε ιδέα τι κάνουν και πώς είναι τα δύο αυτά παιδιά. Όσο για τα επισκεπτήρια, ήταν πολύ δύσκολο να κινούνται εν μέσω δικτατορίας οι άνθρωποι από μέρος σε μέρος, καθώς κινδύνευαν να χάσουν ακόμα και τη ζωή τους. Δεν υπήρχε, λοιπόν, καμία γέφυρα επικοινωνίας.

Οι χωροφύλακες ανάγκαζαν τους άντρες να κάνουν όλη μέρα δουλειές κάτω από τον καυτό, Αυγουστιάτικο ήλιο μέχρι να λιποθυμήσουν από την κούραση. Τις γυναίκες τις σέβονταν λίγο περισσότερο και τις περιόριζαν στο να κάνουν μόνο οικιακές εργασίες. Στις περιπτώσεις, όμως, παντρεμένων ζευγαριών, όπως ήταν ο Λάμπρος με την Ελένη, ανάγκαζαν τον σύζυγο να δουλεύει διπλά για να αναπληρώσει και την εργασία της γυναίκας του. Έτσι, ο Λάμπρος κάθε βράδυ γύριζε κατάκοπος και χλωμός από την κούραση. Όσο για το φαγητό, ήταν άθλιο και ελάχιστο και κάποιοι είχαν φτάσει στο σημείο να πεθάνουν από ασιτία. Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη. Υπήρχαν, ωστόσο, εξόριστοι που ήταν γιατροί και φρόντιζαν αφιλοκερδώς τους υπόλοιπους.
_________________________________________

Μια μέρα ο Λάμπρος γύρισε από την δουλειά ψόφιος στην κούραση.

«Καλώς τον» είπε η Ελένη ενώ έστρωνε τραπέζι.

Ο Λάμπρος δεν απάντησε και εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει. Αυτό που αντίκρισε την έκανε να αναπηδήσει από τον φόβο και έτρεξε κοντά του.

«Τι είναι αυτό; Ποιός στο έκανε;» είπε με φωνή που έτρεμε

«Τίποτα, καλά είμαι» απάντησε ξερά ο Λάμπρος και την απώθησε

Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο αίματα που έτρεχαν από τη μύτη και το στόμα του ενώ το ένα του μάτι ήταν μελανιασμένο. Η Ελένη έτρεξε να φέρει οινόπνευμα και βαμβάκι για να του περιποιηθεί την πληγή. Ο Λάμπρος είχε σωριάσει το εξουθενωμένο του κορμί σε μια καρέκλα. Πονούσαν τόσο πολύ τα κόκαλα του από την κούραση που τις πληγές στο πρόσωπο του δεν τις ένιωθε καν. Η Ελένη άρχισε να του καθαρίζει τις πληγές

«Αααα!» αναφώνησε

«Με συγχωρείς, σε πόνεσα;» ρώτησε η Ελένη

Για μια ζωή ακόμαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα