Πρόλογος

137 8 86
                                    

Το τέλος του κόσμου δεν επήλθε με μια έκρηξη ή έναν ψίθυρο, αλλά με μια ωρυγή τη φορά. Το χρώμα του άλικου χρειάστηκε να βάψει αχανείς εκτάσεις, προσδίδοντας το εξής, εναργές μήνυμα: Όποιος διανοηθεί να δει τον κόσμο διαφορετικά και στη συνέχεια, δανείσει τα μάτια της ψυχής του προκειμένου να ατενίσουν και οι υπόλοιποι τη νοσηρή πραγματικότητα, θα μετουσιωθεί σε ακόμη μια σταγόνα αίματος στην ιστορία.

Ομίχλη και φτυάρια. Και ξανά ομίχλη και φτυάρια. Ήταν τα μόνα πράγματα που έβλεπε. Η αχλύς είχε ρίξει το ασφυκτικό πέπλο της στο δάσος, εξαφανίζοντας τα πάντα. Ο αέρας φυσούσε σαν μουζίκος. Ήταν κρύος, πολύ περισσότερο απ' το συνηθισμένο. Ή ήταν η σκέψη του θανάτου που άπλωνε το κάτισχνό του χέρι σ' εκείνον που τον έκανε να αναριγεί. Προσπαθούσε μανιασμένα να συγκεντρωθεί στον ρυθμικό ήχο του φτυαριού να σκάβει μες στο πετρωμένο χώμα, για να μη δίνει προσοχή στον πιο αποκρουστικό ήχο που είχε ακούσει ποτέ. Όμως, δεν μπορούσε. Οι κραυγές για έλεος δεν μπορούσαν παρά να αναστατώσουν ακόμη και τον πιο αναίσθητο άνθρωπο. Ήταν από κάτω του, εγκλωβισμένοι και εγκαταλελειμμένοι υπόγεια, με σκοπό να πεθάνουν αργά και βασανιστικά. Μωρά, παιδιά, γυναίκες... Μα και άνδρες. Άνδρες που έκλαιγαν, σπάραζαν. Ήταν διαλυμένοι, βυθισμένοι στη λήθη, στην αφάνεια. Δεν υπήρχε πλέον η ανάγκη να προσπαθήσουν να σταθούν δυνατοί, κανείς δε θα τους έβλεπε, κανείς δε θα τους έσωζε.

«Εντάξει. Νομίζω είναι αρκετά βαθύς λάκκος, δεδομένων και των κυβικών του.», έκανε νόημα στον στρατιώτη να παρατήσει το φτυάρι, ενώ στα λόγια του, ήταν έντονη η θυμηδία. «Τελευταία λόγια, αξιωματικέ;»

Ο Λέο, σα να ξύπνησε από κάποιον πολύωρο ύπνο, σήκωσε το κεφάλι του απ' τη γη και κοίταξε ειρωνικά τον στρατηγό Κόζλοφ. Φανερά ψυχαγωγημένος, περπάτησε προς το μέρος του, με μια παράδοξη ελευθερία, λες και αγνοούσε τις χειροπέδες που τον περιόριζαν. Μόλις απείχαν μόνο ένα βήμα, σταμάτησε μπροστά του, σηκώνοντας τα χέρια του, έτσι ώστε να δείξει τα δεσμά.

«Έχω ετοιμάσει λόγο. Τον έχω μες στο παλτό μου. Γι΄ αυτό, αν θα μπορούσες να μου βγάλεις τις χειροπέδες... Υπόσχομαι να μη με χάσετε.», διατέθηκε, ανασηκώνοντας τα φρύδια του για να κάνει εμφανείς τις διαθέσεις του για διαπραγμάτευση.

Ο στρατηγός μόρφασε, δύσπιστος. Δεν του είχε καμιά εμπιστοσύνη. Ο τύπος ήταν η προσωποποίηση της απάτης, πώς να τον άφηνε να βολοδέρνει; Ευθύς, ξεκούμπωσε άτσαλα, ξεράβοντας μερικά κουμπιά, το παλτό του Λέο. Ο χαρακτηριστικός ήχος του σκισίματος δεν πέρασε αδιάφορος απ' τον ιδιοκτήτη.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jan 29 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Ο ΣΤΑΛΙΝ ΣΤΕΛΝΕΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑWhere stories live. Discover now