ΥΒΡΙΣ

By paolafotia

307K 30.5K 8.1K

Εκείνη θα τον ερωτευτεί παράφορα. Εκείνος δεν επιτρέπεται να την αγγίξει. Μια ιστορία στην οποία όλοι θα δια... More

Περί γενεολογικών φαντασμάτων
Θέλεις να το αγγίξεις?
Περί των μύθων
Να φύγεις μακριά απο εμένα
Περί φιλίας και άλλων δαιμονίων
Πριν την πτώση
Περί έρωτος
Να με άγγιζες έτσι
Δεν είναι ντροπή
Ο ερχομός
Η άλλη γυναίκα
Το αντίτιμο
Το φιλί του
Το ζευγάρωμα
ο αποχαιρετισμός
Ο έρωτας και ο θάνατος
Αποδοχή πεπρωμένου
οι κακοί οιωνοί
Μπορείς να το αγγίξεις
νόμιζα πως ήθελες να σε ανακαλύψω
θέλω να μου τα μάθεις όλα
ο έρωτας τους
Το ταξίδι
όλα θα γίνουν
Ο δράκος και το πουλί
Είναι το κορμί μου Άννα
Η γεύση της
Η κρυφή αλήθεια
Κάνε με να νιώσω ωραία Άννα
Να ξαναδοκιμάσουμε?
όμορφη μέρα
Αγάπησε με. Με όλους τους τρόπους.
Όταν κάναμε έρωτα
Ξετυλίγεται το κουβάρι
Δείξε μου τον ρυθμό σου Άννα
Να καούν όλα
Χόρεψε πάνω μου
Ερωτικές αναμνήσεις
Περί οργής
Καμία έξοδος
Η διαθήκη
Όταν η Άννα έμαθε την αλήθεια
Στην άκρη του γκρεμού
Παράλογη ελπίδα
'ΑΙΝΤΕΝ
Τι συνέβη εκείνη την νύχτα?
Η αναμονή
Γυμνή αλήθεια
Η πρόταση
364-
Ένοχα μυστικά
Εκ-δίκη-ση
Το δίκαιο
Κι εγώ δικός σου
Πώς μπόρεσες?
Προς εσένα
Σε μια καρδιά
Περί όρκων
Τον πρώτο καιρό
Περί συμβουλών
Ο πυρετός του έρωτα
ένα βήμα πριν το τέλος
Αρχέγονη ένωση
Τέλος

Το κυνήγι της μνήμης

4.2K 509 64
By paolafotia

"Δεν θα το επιτρέψω αυτό, με ακούς?"

Η φωνή της Μαντλέν αντήχησε σε όλη την τραπεζαρία καθώς ο Άιντεν της ανακοίνωσε αδιάφορα το νέο του αρραβώνα του καθώς έτρωγαν πρωινό. 

Η Άννα έτρωγε  χωρίς να μιλά. 

Το βράδυ όταν η ίδια το άκουσε ψέλλισε συγχαρητήρια, σηκώθηκε απο το πάτωμα και σαν υπνωτισμένη πήγε στην κάμαρα της. Δεν έκλαψε. Δεν σκεφτόταν τίποτα. Κοιτούσε το ηφαίστειο άηχη απο σκέψεις. Σαν να έβαλε ένα μεγάλο φράγμα στην καρδιά της αρνούμενη να σκεφτεί το οτιδήποτε. Κάθε σκέψη γύρω απο τον αφέντη θα ήταν επώδυνη. Ήταν σαν να είχε αποστασιοποιηθεί απο την ίδια την υπαρξή της. 

"Τι εννοείς Μαντλέν δεν μου επιτρέπεις?" της είπε με τόνο αυστηρό υψώνοντας την φωνή του περισσότερο απ'όσο είχε συνηθίσει να της μιλά. 

Η Μαντλέν περιεργάστηκε για μια στιγμή την Άννα που έτρωγε ασταμάτητα χωρίς να παίρνει το βλέμμα της απο το πιάτο. 

"Εκείνη το ξέρει ήδη ε? Πόσο καιρό τώρα το είχες αποφασίσει και δεν μου είπες τίποτα ? γιατί νομίζεις οτι θα δεχτώ να κουβαλήσεις στο σπίτι μου μια φθηνή γυναίκα?"

Ο Άιντεν χτύπησε με φόρα την γροθιά του στο τραπέζι, κάνοντας τα πιάτα να χοροπηδήσουν. Η Άννα σταμάτησε να τρώει." Δεν σου επιτρέπω "

"Θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως. Το θέμα αφορά την οικογένεια μας και όχι την κόρη της πλύστρας. "

"Τότε πάμε στο γραφείο Μαντλεν να τελειώσουμε με αυτή την παρωδία"

Σηκώθηκε πρώτος με φόρα χωρίς να δει αν τον ακολουθεί .

Η Μάντις στάθηκε πλάι στην Άννα.

Η Άννα κοίταξε τα θολά μάτια της γριάς γυναίκας. 

"Μάντις.." ψέλλισε και μετά έκοψε την σκέψη της. Όχι . Δεν μπορούσε κανείς να την βοηθήσει. Σηκώθηκε αργά και ακολούθησε τον ήχο απο τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της Μαντλεν. Άκουσε την πόρτα του γραφείου να κλείνει με φόρα. Ακολούθησε τον ήχο σαν υπνωτισμένη και στάθηκε έξω απο το γραφείο. 

"Είναι η πουτάνα που έχεις στην Τζακάρτα?"

"Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς Μαντλέν"

"Μια χαρά με καταλαβαίνεις Άιντεν, θεωρείς πως είμαι ηλίθια, δεν γνωρίζω για ποιό λόγο κάθε τόσο πας στην Τζακάρτα? Ξέρω καλά πως πηγαίνεις για να την βρεις. Ένα χρόνο τώρα έχεις σχέσεις με αυτή την γυναίκα"

Οι φωνές της Μαντλέν πολύ δυνατές , έσκαγαν σαν κύματα ορμητικά πάνω στην αυστηρή φωνή του αφέντη , κάνοντας την θρύψαλλα.

"Δεν σε αφορά τι κάνω . "

"Με αφορά είμαι οικογενειά σου, παντρεύτηκα τον αδελφό σου"

"Αργά το θυμήθηκες Μαντλέν, όταν ζητάς απο εμένα να σου κάνω έρωτα , δεν το θυμάσαι αυτό"

Η Άννα κράτησε την αναπνοή της. Σκέφτηκε πως πρέπει να φύγει μπροστά απο την κλειστή πόρτα αλλά μια σαδιστική περιέργεια να μάθει για την γυναίκα που αγαπά ο Άιντεν , την κρατούσε δέσμια εκεί.

"Είμαι γυναίκα και έχω ανάγκες"

"Είμαι άντρας κι εχω εξίσου ανάγκες. Είναι το σωστό να παντρευτώ και να αποκτήσω απογόνους. Θα έπρεπε εσύ να το ήξερες καλύτερα"

"Μπορώ να σου προσφέρω τον έρωτα, όπως καμία γυναίκα δεν θα σου δοθεί ποτέ"

"Σταμάτα Μαντλεν. Σεβάσου τον αδερφό μου και βγάλε τον σκασμό μια φορά επιτέλους"

"Πόσο καιρό την πηδάς?"

"Είσαι χυδαία"

"Δεν θα το επιτρέψω , δεν θα μπει στο σπίτι μου"

"Το σπίτι είναι δικό μου και σε όποιον δεν αρέσει η νέα κατάσταση μπορεί να φύγει"

"Πως τολμάς να με διώχνεις? τόσο πολύ την αγαπάς ?"

"Όπως το είπες. Την αγαπώ και θα γίνει γυναίκα μου"

 Την ίδια στιγμή τα πόδια της άρχισαν να τρέχουν, να τρέχουν μακριά απο το γραφείο, μακριά απο τον αφέντη και τα λόγια του, μακριά απο την αλήθεια, μακριά απο το σπίτι με την σκονισμένη αυλή , μακριά απο τις αναμνήσεις. 

Αλλά οι αναμνήσεις ήταν όλες εκεί. Πληθαίναν και την αγκαλιαζαν τόσο σφιχτά που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. 

Η πρώτη φορά που τον είδε. 

Ήταν λίγο πριν τα γενέθλια των 13 ετών της. Εκείνος έλειπε για σπουδές. Δεν είχε καμία μνήμη πριν απο εκείνον, μονάχα το όνομα του το ακουγε συχνά. Ήταν ο μικρός αφέντης, ο έξυπνος καλός μικρός αφέντης, που σπούδαζε σε μια μακρινή χώρα.

Την πρώτη φορά που τον είδε φορούσε κουστούμι και στο πλευρό του ήταν ο αδερφός  του, ένας άντρας με γαλανά μάτια. Την πρώτη φορά που τον είδε πρόσεξε το βλέμμα του και έπειτα το χαμόγελο του. Ήταν σαν να ξεπήδησε ο ήρωας των μύθων που διάβαζε . Δεν ήταν απλά όμορφος στα μάτια της. Ήταν το απόλυτο. 

"Άννα γειά σου" της χαμογέλασε. Ακόμη εκείνο τον καιρό ο αφέντης χαμογελούσε πολύ. Τα μάτια του γυάλιζαν σαν χαλαζία βρεγμένο στον ήλιο. 

"Γεια σου μικρέ αφέντη"

Τον άκουσε να γελά. Να γελά δυνατά. Κι έπειτα εκείνη τον κοιταξε σχεδόν θυμωμένα στα μάτια . Κι εκείνος σταμάτησε το γέλιο. 

"Συγνώμη που γέλασα " της είπε με ζεστή φωνή.

Έτρεξε πάνω στους φιδίσιους δρόμους του νησιού , τους στριφογυριστούς ,έτρεξε πάνω στα  μικρά χαλίκια, έτρεξε ως πάνω στο ψηλό γκρεμό, που απο εκεί έβλεπε τα τυρκουάζ νερά της λίμνης . 

Η μνήμη ήταν εκεί των ματιών του , των χεριών του, το βρεγμένο κορμί του πάνω στην όχθη της λίμνης, φορούσε μαγιό και ο διάολος σαλευε καθώς κοίταξε ξαφνιασμένος τα μάτια της. Γιατί ήταν ξαφνιασμένος? τι είχε δει στα μάτια της?

"θέλεις να το αγγίξεις?"



Στάθηκε στην άκρη του γκρεμού, ο αέρας κυμάτιζε τα μαλλιά της ατιθάσσευτα , μύριζε θειάφι, ο ήλιος έκαιγε το δέρμα της, ήθελε να φωνάξει, να ουρλιάξει το όνομα του. 

Όχι . 

Ο αφέντης πρεπει να γίνει ευτυχισμένος. Να αποκτήσει απογονους. Αυτό είναι το σωστό. Εκείνη θα έφευγε απο το νησί, θα σπούδαζε , θα τον ξεχνούσε. Αυτό είναι το σωστό. 

Κοίταξε κάτω το γκρεμό, το πόδι της έσπρωξε ένα χαλίκι και το είδε να κατρακυλά στην πλαγιά και να καταλήγει στα τοξικά νερά της λίμνης. 

Στην λίμνη πριν πέντε χρόνια είχε βρεθεί το σώμα του Έρικ να επιπλέει σαν ναυαγισμένο καίκι . Θυμάται τον αφέντη να ουρλιάζει το όνομα του αδερφού του. Ήθελε να πέσει στα γόνατα και να τον παρηγορήσει. Πετούσε και έσπαγε πράγματα στην κάμαρα του. Το πρωι δεν έκλαψε στην κηδεία. Ήθελε να του πιάσει το χέρι αλλά δεν το έκανε. Τα χέρια του όμως τα κοιτούσε συνέχεια . Κανείς δεν τον πλησίαζε. Ο αφέντης σταμάτησε να χαμογελά. 

Σε είκοσι μέρες ήταν τα γενέθλια της , θα του ανακοίνωνε που θα σπουδάσει, θα έφευγε απο κοντά του. Θα γινόταν όλο ένα όνειρο. Ήταν άλλωστε πάντα ένα όνειρο ο αφέντης. Πρέπει να ξεχάσει. να ξεχάσει τις μνήμες μιας ζωής. Να ξεχάσει εκείνον.

"Μην κλαις Άννα, εγώ θα σε φροντίσω στο ορκίζομαι" Στην κηδεία της μητέρας της, έστεκε πάνω απο το ανοιχτό τάφο, τα δάκρυα ,της έβγαιναν αβίαστα αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε μια κουβέντα. Ήταν σαν να της έκλεψαν την λαλιά. Το προσπάθησε να μιλήσει, αλλά όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να μιλήσει. Για καιρό. Για καιρό δεν μπορούσε να μιλήσει. Ήταν 14 ετών. 

Πόσες μέρες ήταν στην κάμαρα της? 

Ήταν βράδυ , ναι πρέπει να ήταν βράδυ γιατί το φεγγάρι φώτιζε το δωμάτιο της . Ημητέρα της είχε πεθάνει μέρες πριν. ¨Ηταν βράδυ μόνη , έκλαιγε. 

Έκλαιγε πολύ χωρίς να μπορεί όμως να βγάλει μια φωνή. Ένιωθε να πνίγεται. Ήθελε να φωνάξει, να φωνάξει και να πει πως δεν άντεχε τον πόνο. 

"Άννα"

Ναι θυμάται την ζεστασιά καθώς πρόφερε το όνομα της, τον θυμάται να μπαινει επιβλητικός στο δωμάτιο της , ένας ίσκιος προστασίας και έρωτα , ναι ήταν έρωτας , γιατί ένιωσε άλλωστε ρίγος στο κορμί της όταν τον είδε? με δυο δρασκελιές ήταν κοντα της, το θυμαται, ήταν κοντά της κι εκείνη έκλαιγε. 

" Μίλα μου Άννα, μίλα σ'εμένα, μπορείς" της φίλησε τα δάκρυα , που κυλούσαν στα μαγουλα της, την αγκαλιασε σφιχτα πάνω στο κορμί του " άσε τον πόνο να βγει απο το κορμί σου Άννα" 

Σταμάτησε να κλαιει. Τον κοίταξε στα μάτια 

"Αφέντη" ψέλλισε . 

Ήταν η μόνη φορά που ένιωσε την αγκαλιά του. Και μέσα στο πόνο του θανάτου , ένιωσε τον έρωτα δυνατό. Ήταν έρωτας , δεν κάνει λάθος, ένιωσε το σώμα της να σκιρτά. Το δέχτηκε σαν ένα περίεργο εθιστικό αίσθημα, σαν ένα θαύμα που της έκανε η μαμά της για να έχει για συντροφιά.

"Ευχαριστώ αφέντη "

"Άννα "

 είχε προφέρει το όνομα της τόσο περίεργα. 



Το πόδι της έμεινε μετέωρο στο κενό.

"Ο έρωτας και ο θάνατος" ψέλλισε όταν ένα χέρι την άρπαξε με δύναμη.

"Αχ" αναφώνησε τρομαγμένη και γύρισε ξαφνιασμένη.

"Λίγο ακόμη και θα έπεφτες. Σε βλέπω εδώ και ώρα απο κάτω"

Ο νέος άντρας απέναντι της ήταν ο Ντέιβιντ . Δεν τον γνώρισε ποτέ , παρά μόνο μια φορά τον είχε δει απο μακριά και  είχε ακούσει τον αφέντη να μιλάει για εκείνον. Ήταν κρυσταλλογράφος, είχε έρθει στο νησί να μελετήσει τον σιδηροπυρίτη, ήταν αμερικάνος, ψηλός με ξεθωριασμένα μπλε μάτια και κοκκινισμένο δέρμα, ένα δέρμα αμάθητο στον καυτό ήλιο του νησιού τους.

"Σ'ευχαριστώ, είχα ξεχαστεί υποθέτω"

"Με λένε Ντέιβιντ"

Της χαμογέλασε πλατιά φανερώνοντας μια σειρά απο λευκά δόντια. Πρόσεξε τα μάτια της. Είχαν κάτι περίεργο. Η μικρή κοιτούσε σαν μια γυναίκα σε έξαψη, σαν να έκανε έρωτα. Είχε μια περίεργη αύρα.

"Άννα"

"Είσαι η κοπέλα που δουλεύει για τον Άιντεν έτσι δεν είναι? "

"Ε..ναι"

Περπάτησαν την κατηφόρα ως κάτω μαζί. Εκείνος μιλούσε συνέχεια. Η Άννα δεν σκεφτόταν τίποτα.

Της είπε πως πριν έρθει εδώ ήταν στην Αλάσκα, της εξήγησε πως το μεγαλύτερο ορυκτό του κόσμου ήταν τα παγόβουνα και πως είχε κάνει μια διατριβή γι αυτά. Της μίλησε έπειτα για ώρα για τις χιονονιφάδες, έπειτα για αλχημεία και ιστορίες για τον Παράκελσο που αναζητούσε την πρώτη φιλοσοφική λίθο.

Της μιλούσε συνέχεια. 

Πριν το καταλάβει η Άννα είχαν φτάσει στο λατομείο του αφέντη.

"Ήταν ωραία βόλτα νομίζω" της είπε σκουπίζοντας τον ιδρώτα απο το μέτωπο του. 

"Υποθέτω" του απάντησε χαμογελώντας συγκρατημένα. Κοίταξε προς το λατομείο. Ο αφέντης δεν της επέτρεπε να έρχεται εδώ.

"Καλύτερα να φύγω " του είπε και εκείνος της έπιασε αδέξια το χέρι.

"Θα ήθελες να επαναλάβουμε την βόλτα? δηλαδή..εσύ ξέρεις το νησί θα μπορούσες να με ξεναγήσεις" 

Κοίταξε το χέρι του πάνω στο δικό της.

"Ε..νομίζω πως-"

Η πρόταση της κόπηκε στα μισά.

"ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΤΕΙΒΙΝΤ?"

Η αυστηρή φωνή του αφέντη την έκανε να τραβήξει το χέρι της τρομαγμένα. 

"Μην .την .αγγιζεις"

Τα μάτια του δυο πυρακτωμένα κομμάτια λάβας.

"Έφυγες . Τώρα" διέταξε την Άννα που τον κοιτούσε αμήχανα.



Continue Reading

You'll Also Like

2.6M 181K 69
"Σταμάτα να τρέχεις, αστυνομία!" άκουσα μια ανδρική φωνή πίσω μου. Σκατά!Άρχισα να τρέχω πιο γρήγορα. Τελικά ,ο μπάτσος με έφτασε και με άρπαξε. Τα...
14K 1.1K 45
-sweetdevileyes- Ελλάδα , Αθήνα Η Αντιγόνη Γεωργίου ,μια 25χρονη απόφοιτη ψυχολογίας και ενεργή φεμινίστρια, θα χάσει για λίγο την ισορροπία της κα...
87.8K 4.9K 26
η Rose μια ταπεινή κοπελα ζει σε μια μικρη φτώχη γειτονιά με την Μητερα της.Δούλευει σκληρά ώστε να καταφέρει να συντηρησει και εκεινη και την μητέρ...
146K 6.5K 26
(δεν μπορεί να το εννοείς αυτό, σίγουρα μου κάνεις πλάκα!) Λέω καθώς κάνω να σηκωθώ αλλά ξαφνικά εκείνος με αρπάζει από το πιγούνι και στρέφει απότομ...