Όταν η Άννα έμαθε την αλήθεια

4K 444 124
                                    

Το βράδυ εκείνο η Άννα στο όνειρο της έβλεπε συνέχεια το ίδιο όνειρο. Κάθε φορά ξυπνούσε αναστατωμένη ,μα όταν ο ύπνος επέστρεφε στα βλέφαρα της , το όνειρο ξαναγυρνούσε σαν κύμα και πάλι κοντά της. 

Ονειρευόταν πως πετούσε.  Αν και δεν μπορούσε να δει το σώμα της , ένιωθε πως είχε την ικανότητα να  αιωρηθεί και μετά απο λίγο μπορούσε  να πετάξει στον αέρα. Ήταν ένα αίσθημα απελευθερωτικό, χωρίς να μπορεί να το περιγράψει με λόγια. Μπορούσε να ίπταται τόσο ψηλά που μπορούσε να δει το νησί σαν ένα πετραδάκι, την λίμνη σαν νούφαρο και το ηφαίστειο σαν στόμα που ανέβλυζε καπνούς . Κάθε φορά ονειρευόταν οτι πετούσε για  ώρα  όταν αστραπές δυνατές ξεκινούσαν  να πέφτουν ολόγυρα  της . Κάθε φορά ένιωθε στο όνειρο της το ίδιο πανικό. Τον τρόμο της πτώσης και έπειτα την ίδια υπόκωφη φωνή.

"Πρόσεχε"  

Η φωνή της Μάντις  διαχεόταν στο νου της σαν αντίλαλος και κάθε φορά που γυρνούσε να την δει , αντίκριζε ένα λύκο με αιχμηρά δόντια να γρυλίζει απειλητικά.

Άνοιξε απότομα τα μάτια της. Ο ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπο της σαν πρωινή δροσιά σε φύλλο.

Η ανάσα της έβγαινε γρήγορη, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τον ξαφνικό τρόμο που ένιωθε. Είχε ένα δυσοίωνο αίσθημα βαθιά στο στομάχι της και τα χέρια της έτρεμαν. Κοίταξε τον Άιντεν που κοιμόταν ήρεμος και προσπάθησε να σηκωθεί χωρίς να τον ξυπνήσει.

"Που πας?" 

Τα μάτια του ίσα που άνοιξαν και την τράβηξε στην γυμνή αγκαλιά του. Το σώμα του ήταν ζεστό και η μυρωδιά του ήταν όξινη και γλυκιά, μπερδεμένη απο σπέρμα και σανδαλόξυλο. "Πάω να πιω νερό και έρχομαι"

"Θα σου φέρω εγώ" της μουρμούρησε και πήγε να σηκωθεί όταν η Άννα τον τράβηξε πίσω στο κρεβάτι.

"Κοιμήσου εσύ , έρχομαι σε λίγο" 

Την φίλησε στο στόμα ελαφρά και γρήγορα τον είδε να αποκοιμιέται, σαν να μην είχε ξυπνήσει ποτέ. 

Σηκώθηκε και με απαλές κινήσεις φόρεσε πάνω στο γυμνό κορμί της την νυχτικιά της  χωρίς να φορέσει παπούτσια .Διέσχισε την ανοιχτή πόρτα του δωματιου τους .Περπάτησε στο σκοτάδι χωρίς να ανάψει φώτα και κατέβηκε έπειτα σταθερά τις σκάλες. 

Το σκοτάδι ήταν πυκνό και το μόνο φως που υπήρχε ήταν μια σαθρή φεγγαραχτίδα που διέσχιζε κατά μήκος το καθιστικό. Ήταν σαν ασημένιος ιστός αράχνης. Την ακολούθησε με τα μάτια της και μέσα στο σκοτάδι είδε τον λεπτό ιστο να καταλήγει πάνω σε μια ασημί αράχνη που στραφτάλιζε. 

ΥΒΡΙΣWhere stories live. Discover now