Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σ...

By Nostalgia_Dream

44.5K 4.3K 625

Copyright © 2014. All rights reserved. Η δεκαεφτάχρονη Νεφέλη προσπαθεί να καταπνίξει τη θλίψη και τον πόνο π... More

Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 35
Κεφάλαιο 36
Επίλογος
Σημείωμα συγγραφέα

Κεφάλαιο 23

848 104 2
By Nostalgia_Dream

Επιστρέφουμε στην Τραπεζαρία, όταν πλέον το πέπλο της νύχτας έχει τυλίξει για τα καλά τον ουρανό. Ο χώρος φαντάζει εντελώς διαφορετικός από την πρώτη φορά που τον αντίκρισα, στο φως της ημέρας. Λάμπες φθορίου κρέμονται ανά μερικά μέτρα στο ταβάνι και ο σκληρός φωτισμός τους μετατρέπει την αίθουσα σε ελαφρώς αφιλόξενο περιβάλλον. Ήδη νοσταλγώ το χρυσαφένιο δίχτυ που πλέκουν οι ηλιαχτίδες τα πρωινά. Τρίβω τα μάτια μου ενοχλημένη και παρατηρώ πως όλα τα τραπέζια είναι γεμάτα από χαμογελαστούς ανθρώπους κάθε ηλικίας που απολαμβάνουν το γεύμα τους. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα διακρίνω τον Μιχάλη να μας γνέφει από ένα τραπέζι στο βάθος. Πλησιάζω και διαπιστώνω πως εκεί βρίσκονται μόνο ο Μιχάλης, ο Σταύρος και ο Πέτρος. Κανένα σημάδι από τον Ιάσονα ή τη Θάλεια. Ααα, τα πουλάκια μου, σκέφτομαι κι ένα πονηρό χαμόγελο χαράσσεται στο πρόσωπό μου.

«Άντε ρε παιδιά, πού είστε;», λέει ο Σταύρος.

«Η Νεφέλη έπρεπε να περάσει το τεστ και μετά την πήγα στο δάσος και της έδειξα μερικά πράγματα για το κυνήγι», αποκρίνεται ο Αχιλλέας.

«Κυνήγι;», επαναλαμβάνει έκπληκτος ο Μιχάλης. «Και στον πιο άχρηστο κυνηγό πήγες για να σου δείξει; Αν θες ιδιαίτερα μαθήματα, εγώ είμαι εδώ», λέει με ένα στραβό χαμόγελο και δείχνει τον εαυτό του.

«Θα το έχω υπόψην μου», απαντώ κοκκινίζοντας με το σχόλιό του. Ύστερα στρέφομαι στον Αχιλλέα: «Εσύ δεν είπες ότι είσαι ‘φυσικό ταλέντο’;», ρωτάω καχύποπτα.

«Φυσικό ταλέντο στο να παραμυθιάζει τον κόσμο εννοούσε», πετάγεται ο Μιχάλης. «Φέρνει τα λιγότερα θηράματα απ’ όλους μας. Και να φανταστείς ότι εμείς ζούμε μόνο δύο μήνες εδώ, ενώ αυτός κυνηγάει όλη του τη ζωή».

«Αλήθεια λέει;», ρωτάω τον Αχιλλέα που εντωμεταξύ έχει κοκκινίσει ως τα αυτιά και το βλέμμα του είναι καρφωμένο στα πόδια του.

«Ίσως. Μερικές φορές τα λόγια κρύβουν τη μισή μόνο αλήθεια», λέει αινιγματικά.

«Τι ‘ναι αυτά που λες, ρε;», εμφανίζεται από το πουθενά ο αδερφός μου κουτσαίνοντας πάνω στις αυτοσχέδιες πατερίτσες του, αλλά με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

«Καλώς τα μάτια μας τα δυο», λέει πειρακτικά ο Μιχάλης. «Πού στο καλό ήσουν εσύ;».

«Με είχαν καλέσει για δουλειά στις κουζίνες και μετά με ήθελε η μάνα του Αχιλλέα να τη βοηθήσω με κάτι δουλειές στο σπίτι», αποκρίνεται εκείνος χωρίς δισταγμό. Ψεύτη, σκέφτομαι. Ούτε ένα βλεφάρισμα δεν προδίδει ότι κρύβει την αλήθεια.

«Δηλαδή μας έγινες κανονική νοικοκυρούλα», τον πειράζει ο Μιχάλης.

«Σκάσε ρε. Θα δεις, όμως, που σε μερικές μέρες θα περπατάω μια χαρά και θα σου πω εγώ ποιος είναι νοικοκυρούλα», λέει ο Ιάσονας προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα μειδίαμα και χοντραίνοντας ανεπιτυχώς τη φωνή του για να ακουστεί απειλητικός.

«Αλήθεια, Νεφέλη, πώς πήγε το τεστ σου;», ρωτάει ο Σταύρος με ενδιαφέρον.

«Μια χαρά! Τελικά έχω στ’ αλήθεια ανοσία», απαντώ.

«Αυτό είναι τέλειο! Πρέπει να το γιορτάσουμε!», πετάγεται ενθουσιασμένος ο αδερφός μου. Άλλο θέλεις να γιορτάσεις εσύ, αλλά τέλος πάντων, συλλογίζομαι μα χαμογελώ στην πρότασή του.

Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα, η Θάλεια κάνει την εμφάνισή της, φορώντας κι αυτή ένα εκθαμβωτικό χαμόγελο που φωτίζει τα καταγάλανα μάτια της.

«Τι γιορτάζουμε;», λέει, καθώς παίρνει τη θέση της δίπλα στον αδερφό μου.

«Την ανοσία της Νεφέλης και την επίσημη κατάταξή της στους επαναστάτες», της απαντάει ο Μιχάλης.

«Στη Νεφέλη», σηκώνει πρώτος ο Ιάσονας το ποτήρι του κι ύστερα ακολουθούν και όλοι οι υπόλοιποι επαναλαμβάνοντας την πρόποσή του και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους.

Παρατηρώ μαγεμένη τα πρόσωπα των συνδαιτυμόνων μου. Όλοι τους χαμογελαστοί, ευδιάθετοι, αγκαλιάζοντάς με επίσημα στην παρέα τους. Συνειδητοποιώ ότι για πρώτη φορά στην ζωή μου υπάρχουν άτομα που μπορώ να τα θεωρώ φίλους μου, άτομα που θα μου συμπαρασταθούν και θα κάνουν τα πάντα για να μου φτιάξουν το κέφι, άτομα που νιώθω ότι γνωρίζω χρόνια. Τα υπονοούμενα του Μιχάλη, το ζεστό χαμόγελο του Σταύρου, η μυστηριώδης έκφραση του Πέτρου, ο ντροπαλός και συνεσταλμένος Αχιλλέας, η φιλική Θάλεια, όλοι τους τόσο ξεχωριστοί μα συνάμα τόσο ενωμένοι. Τώρα μπορώ να καταλάβω καλύτερα από κάθε φορά τον αδερφό μου. Γιατί καταλαβαίνω από πού πηγάζει η ομορφιά αυτού του μέρους. Δεν είναι τόσο τα μαγευτικά τοπία της φύσης όσο οι ίδιο οι άνθρωποι. Η απλότητα τους και η ικανότητά τους να βρίσκουν τη χαρά σε κάθε στιγμή της καθημερινής τους ζωής. Σε ένα ζεστό γεύμα, σε έναν περίπατο, σε μια τρυφερή αγκαλιά, σε ένα αστείο.

Έτσι ξεχνάω κι εγώ για λίγο τα αμέτρητα ερωτήματα που κυριεύουν το μυαλό μου, τις έγνοιες και τους φόβους, αφήνω κάθε αρνητική σκέψη πίσω μου, και αποφασίζω να επιτρέψω στην ζεστασιά και στην ανεμελιά τους να με τυλίξει, να με προστατέψει απ’ ό,τι πραγματικά συμβαίνει στον έξω κόσμο. Προσθέτω το γέλιο μου στα βροντερά χαχανητά τους, συμμετέχω ζωηρά στις συζητήσεις τους, αραδιάζω αστείες και παράδοξες ιστορίες. Και το αποτέλεσμα εκπλήσσει κι εμένα την ίδια. Ένα αρμονικό τραγούδι ευτυχίας ηχεί από το τραπέζι μας, γραμμένο από εφτά συνθέτες του γέλιου και της χαράς, της ξεγνοιασιάς και της ανεμελιάς. Εφτά παιδιά που για λίγο ξεχνούν ό,τι τους φοβίζει για το αύριο και μεγαλουργούν όντας ο εαυτός τους.

Παρατηρώ τα έντονα βλέμματα ανάμεσα στον Ιάσονα και στη Θάλεια, τρυφερές αναμετρήσεις αγάπης, τα σφιχτοπλεγμένα χέρια τους κάτω από το τραπέζι, τα πειράγματα και τα αθώα υπονοούμενα. Στα μάτια τους καθρεφτίζεται το είδος της χαράς που πρεσβεύει ο έρωτας. Στα γκριζοπράσινα μάτια του αδερφού μου διακρίνω κάτι εντελώς καινούριο, μια ζωντάνια και μια φρεσκάδα που ομορφαίνει το πρόσωπό του ακόμη περισσότερο. Και σιγουρεύομαι πως αυτή είναι η πρώτη φορά που ερωτεύεται πραγματικά ένα κορίτσι. Και είμαι βέβαιη πως τα συναισθήματα της Θάλειας είναι αμοιβαία. Το μαρτυρούν οι κινήσεις και ο τρόπος που κοιτάζει τον Ιάσονα. Ένα κύμα χαράς ζεσταίνει την καρδιά μου. Χαίρομαι τόσο πολύ γι’ αυτούς!

«Τι κάνετε εσείς εδώ;», ακούγεται η γλυκιά φωνή της Μαριλένας.

«Ζούμε ελεύθεροι, μικρή», της απαντάει ο Ιάσονας με ενθουσιασμό κι αυτή κουνάει το κεφάλι της μπερδεμένη.

«Μήπως ήπιατε πολύ;», λέει προσπαθώντας να δει το περιεχόμενο των ποτηριών μας. «Εεε, Αχιλλέα;», προσθέτει κοιτώντας αυστηρά τον αδερφό της.

«Απλά περνάμε καλά, μικρή. Πειράζει;», της απαντάει αθώα κι εκείνη εγκαταλείπει το αυστηρό της βλέμμα και τα χαρακτηριστικά της χαλαρώνουν με ένα χαμόγελο.

«Καλά, ό,τι πείτε. Εγώ ήρθα να φωνάξω τη Νεφέλη», λέει τραβώντας με από το χέρι.

«Για ποιο πράγμα;», ρωτάω απορημένη.

«Κάτι σε θέλει ο Αρχηγός. Ακολούθησέ με και θα σε πάω στο τραπέζι του».

Σιωπή απλώνεται ξαφνικά στο τραπέζι μας. Ο Αρχηγός; Ποιος να είναι ο λόγος που με ζητάει; Μήπως τελικά το τεστ αποδείχτηκε λανθασμένο; Μήπως δεν έχω στ’ αλήθεια ανοσία; Η σκέψη με κάνει να παγώσω στη θέση μου. Τώρα που επιτέλους βρήκα ένα μέρος στο οποίο αισθάνομαι πως ανήκω πραγματικά, θα με διώξουν; Ακολουθώ τη Μαριλένα με σερνόμενα βήματα. Οι ψίθυροι των υπολοίπων γαργαλούν τα αυτιά μου και μου προξενούν έναν αόριστο φόβο. Γιατί άραγε να με καλεί ο Αρχηγός; Αποκλείεται να είναι κάτι καλό. Η γνωστή απαισιόδοξη πλευρά του εαυτού μου αντηχεί στο μυαλό μου.

Μετράω τα βήματα με το κεφάλι σκυφτό. Δέκα, έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα… Ξάφνου η Μαριλένα σταματάει και σχεδόν σκοντάφτω πάνω της, χαμένη καθώς είμαι στην άβυσσο των σκέψεών μου. Σηκώνω δειλά το κεφάλι. Ένα σαφώς μεγαλύτερο τραπέζι απ’ όλα τα υπόλοιπα στον χώρο στέκεται μπροστά μου φορτωμένο με γενναιόδωρες ποσότητες φαγητού. Γύρω του είναι καθισμένοι μια ντουζίνα μεσήλικων ανθρώπων, ανδρών και γυναικών. Τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα πάνω μου, κάποιων με περιέργεια, άλλων με περιφρόνηση, μερικών με μια δόση δέους. Δέος; Είναι δυνατόν κάποιοι άγνωστοι να αισθάνονται δέος για ένα άσημο κορίτσι σαν κι εμένα;

«Εσύ, λοιπόν, πρέπει να είσαι η Νεφέλη Δούκα», ακούγεται η βαθιά φωνή ενός άντρα και η ματιά μου στρέφεται αυτομάτως σε αυτόν.

Μοιάζει φοβερά οικεία φυσιογνωμία, με απόλυτα συνηθισμένα χαρακτηριστικά. Γκρίζα μαλλιά και καστανά μάτια που διαφαίνονται πίσω από ένα ζευγάρι μεγάλων μυωπικών γυαλιών. Πρέπει να πλησιάζει τα εξήντα, αλλά στα μάτια του καίει μια φλόγα νεότητας που του προσδίδει απίστευτη ζωντάνια. Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς τον λόγο‒ ίσως είναι απλά ένα προαίσθημα‒  αλλά είμαι σχεδόν βέβαιη πως αυτός ο άντρας που στέκεται απέναντί μου είναι ο περίφημος Αρχηγός, ο γιατρός Στράτος Ρήγας. Ίσως φταίνε οι κινήσεις του, σταθερές, σίγουρες κι αποφασιστικές, η μπορεί ακόμη να είναι και η βαθιά μα συνάμα βροντερή φωνή του. Πάντως παρά την άκρως συνηθισμένη εμφάνισή του που σίγουρα δεν θυμίζει ηγέτη, η παρουσία του είναι ιδιαίτερα επιβλητική.

«Μάλιστα», αποκρίνομαι χαμηλόφωνα.

«Ομολογώ πως μας προκάλεσες πολλά προβλήματα, αλλά τελικά αξίζει να σε έχουμε απόψε εδώ. Η γενναιότητα πάντα ανταμείβεται στους επαναστάτες», λέει εκείνος. Μάλλον παρατηρεί τη σύγχυση στο πρόσωπό μου και συνεχίζει: «Είσαι η πρώτη που κατάφερε να μπει ολομόναχη στο δάσος χωρίς να την πάρουν είδηση στην πόλη. Δεν είχα την ευκαιρία να σε συγχαρώ ως τώρα, αλλά πιστεύω πως σου αξίζουν πολλά μπράβο. Είναι τιμή μας να δεχόμαστε αποφασισμένους αγωνιστές που ξεχειλίζουν από θάρρος».

Κάνει μια μικρή παύση κι ύστερα παίρνει το ποτήρι του και το σηκώνει ψηλά. Σιωπή απλώνεται στην αίθουσα και όλοι τον μιμούνται σηκώνοντας ψηλά και τα δικά τους ποτήρια.

«Κυρίες και κύριοι, επαναστάτες κάθε ηλικίας, θα ήθελα να σας γνωρίσω μία καινούρια επαναστάτρια που κατάφερε το ακατόρθωτο: μπήκε ολομόναχη στο δάσος χωρίς να γίνει αντιληπτή από τις κάμερες ασφαλείας και μη έχοντας το παραμικρό στοιχείο για την ύπαρξη του καταυλισμού μας. Είναι απόψε εδώ, μαζί μας, αφού ξεπέρασε κάθε εμπόδιο και οπλίστηκε με θάρρος». Με δείχνει και το μόνο που εύχομαι είναι ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί με όλα αυτά τα βλέμματα επάνω μου. « Στη Νεφέλη Δούκα και στη γενναιότητά της». Πλησιάζει το ποτήρι στα χείλη του κι έπειτα των μιμούνται κι όλοι οι παρευρισκόμενοι, αφότου έχουν επαναλάβει τα λόγια του.

«Δεύτερη πρόποση για σένα σήμερα», ψιθυρίζει ο Αχιλλέας στο αυτί μου, αφού έχω επιστρέψει στο τραπέζι μας.

«Είδες; Είμαι διάσημη!», απαντώ ψιθυριστά και προσποιούμαι ότι χαιρετώ το πλήθος, το οποίο παρεμπιπτόντως εξακολουθεί να έχει τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου.

Εκείνος χαμογελάει με το γνωστό του τρόπο και οι μελί ανταύγειες των ματιών του φωτίζονται για μια ακόμη φορά. Παραδόξως, η προηγούμενη ευδιαθεσία μου έχει εξαφανιστεί και στη θέση της έχει αφήσει ένα τεράστιο κενό, καθώς θυμάμαι τους ανθρώπους που άφησα πίσω μου και τον φόβο που κυριεύει το μυαλό τους. Το βλέμμα μου περιπλανιέται άσκοπα στον χώρο και ξάφνου συνειδητοποιώ τον λόγο που το στομάχι μου σφίγγεται.

Ο Μάριος δεν βρίσκεται πουθενά.

Continue Reading

You'll Also Like

120K 5.4K 63
-Η Αλέξια είναι ενα 17 χρονο κοριτσι οπου το μεγαλύτερο της όνειρο είναι να ζήσει μια ζωή γεμάτη περιπέτεια και όχι μια μουντή ζωή χωρίς να κάνει τίπ...
307K 15.7K 41
O Baris και η Ερατώ, δύο νεαροί εκπρόσωποι της πιο διάσημης Αρχιτεκτοκινής εταιρείας στην Ελλάδα, πρέπει να μετακομίσουν στην Τουρκία ώστε να εργαστο...
Bad Guy By Princesa✨

Science Fiction

474K 20.7K 59
"Όταν θα παρακαλάς για ένα βράδυ μαζί μου Φαιδρακι θα σου λέω όχι" Λέει ολο σιγουριά "Πολύ σίγουρος είσαι ότι θα σου κάτσω. Αλλά ξεχνάς κάτι δεν πάω...
329K 13.5K 55
Η ιστορία έχει να κάνει με το εξής πάμε και ένα παράδειγμα Μπαίνω μέσα στο σχολείο μόλις με βλέπει αρχίζει να μου μιλάει, τον προσπερνάω αγνοώντας...