Μαξιλάρια γεμάτα υποταγμένα σ...

By Nostalgia_Dream

44.5K 4.3K 625

Copyright © 2014. All rights reserved. Η δεκαεφτάχρονη Νεφέλη προσπαθεί να καταπνίξει τη θλίψη και τον πόνο π... More

Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 35
Κεφάλαιο 36
Επίλογος
Σημείωμα συγγραφέα

Κεφάλαιο 5

1.2K 141 24
By Nostalgia_Dream

Είμαι καθισμένη σε ένα παγκάκι για ώρες. Ο ήλιος έχει δύσει εδώ και ώρα και χρυσοκέντητα αστέρια κηλιδώνουν τον κατάμαυρο ουρανό. Έχω φέρει τα πόδια μου κοντά στο σώμα μου κι έχω τυλίξει γύρω τους τα χέρια μου. Το πηγούνι μου ακουμπάει στα γόνατά μου. Τα μάτια μου είναι πρησμένα από το κλάμα. Μα τώρα δε στάζουν δάκρυα. Τα δάκρυά μου έχουν στερέψει αφήνοντας ένα τεράστιο κενό μέσα μου. Τα άκρα μου πονάνε στην παραμικρή κίνηση.

Από τη στιγμή που βρόντηξα εκείνη την πόρτα πίσω μου, διέσχισα όλη την πόλη τρέχοντας. Το τρέξιμο ήταν μια εκτόνωση- με βοήθησε να ηρεμήσω το μυαλό μου και να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Ο αέρας που έσκαγε με ταχύτητα στο πρόσωπό μου και μπέρδευε τα μαλλιά μου σα να παρέσυρε κι ένα μέρος από την οργή και την ταραχή μου. Έτρεξα μέχρι που τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο και η ψυχή μου δεν έβρισκε καταφύγιο στην ταχύτητα. Ξέπνοη, μπήκα σε ένα μικρό πάρκο,  κάθισα σε ένα ξύλινο παγκάκι κι επιτέλους τα δάκρυα ήρθαν.

Έκλαψα με λυγμούς και με πλημμύρισε ανακούφιση. Αυτό ήταν το ξέσπασμά μου. Είχα χάσει τον αδερφό μου, η μητέρα μου είχε βυθιστεί στη θλίψη της και μόλις είχα αντιμετωπίσει τον αυταρχικό και δεσποτικό πατέρα μου. Συν του ότι το ίδιο πρωί είχα λογομαχήσει άγρια με τις δύο καλύτερές μου φίλες. Ένιωθα μόνη. Φρικτά μόνη. Η μοναξιά ήταν η φυλακή μου, η καταιγίδα που με παράσερνε στο διάβα της.

Όταν τα δάκρυα στέγνωσαν, τότε μόνο παρατήρησα πού βρίσκομαι. Και αυτή η ανακάλυψη με τρόμαξε, καθώς τόση ώρα δεν είχα αντιληφθεί πού με οδηγούσαν τα πόδια μου. Βρίσκομαι στην πιο κακόφημη γειτονιά της πόλης. Δεν έχω έρθει ποτέ ξανά εδώ και τώρα καταλαβαίνω το γιατί- στο πάρκο όπου κάθομαι περιφέρονται περίεργες φυσιογνωμίες: άντρες με κουκούλες και σουγιάδες, γυναίκες που κάνουν ωτοστόπ σε περαστικά αυτοκίνητα επιδεικνύοντας τα καλλίγραμμα πόδια τους, μερικοί άστεγοι που μουρμουρίζουν ακαταλαβίστικες φράσεις. Ολόκληρο το τετράγωνο είναι περιστοιχισμένο από πανύψηλες, άχαρες κι ετοιμόρροπες πολυκατοικίες. Πολλά διαμερίσματα είναι φωτισμένα και στο εσωτερικό τους διακρίνονται φιγούρες. Μερικά παράθυρα δεν έχουν καν τζάμια. Σε ένα από αυτά βλέπω ένα μικρό κοριτσάκι να αγναντεύει τον ουρανό από το περβάζι του. Φαίνεται δυστυχισμένο, ενώ στο πρόσωπό του διακρίνονται διάστικτες μελανιές. Ξαφνικά ακούγεται η φωνή ενός άνδρα από το εσωτερικό του διαμερίσματος που το προστάζει να έρθει, αλλά αυτό παραμένει στη θέση του. Τότε, εντελώς απροειδοποίητα, ένα τεράστιο χέρι το αρπάζει από τα μαλλιά και το σέρνει μέχρι που χάνεται από το οπτικό μου πεδίο.

Ζαρώνω στη θέση μου και μου ξεφεύγει μια πνιχτή κραυγή. Πρέπει να φύγω από εδώ. Και μάλιστα αμέσως. Σηκώνομαι από το παγκάκι, όταν ξαφνικά ακούω μια βραχνή φωνή:

«Εεεπ, για πού το ’βαλες;», ρωτάει ένας ψηλός άνδρας απροσδιόριστης ηλικίας με μακριά, γκρίζα, βρώμικα μαλλιά. Το βλέμμα του με σαρώνει από πάνω ως κάτω και στέκεται στο στήθος μου. Χαμογελάει πονηρά.

Μου έρχεται αναγούλα από τον τρόπο που με κοιτάει. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, τόσο που νομίζω ότι θα πεταχτεί έξω από το σώμα μου. Ένας συναγερμός ηχεί στο κεφάλι μου.

«Πρέπει να φύγω», λέω κι ετοιμάζομαι να το βάλω στα πόδια.

«Όχι τόσο γρήγορα, μικρή», λέει και βγάζει αστραπιαία από την τσέπη του έναν σουγιά.

Με πλησιάζει και ακουμπάει τη λεπίδα του μερικά εκατοστά  πάνω από τον λαιμό μου. Η μυρωδιά που αναδίδει είναι τόσο βρωμερή που κάνει τα μάτια μου να δακρύσουν.

«Δώσε μου τώρα ό,τι λεφτά έχεις, το κινητό και το ρολόι σου! Και μην τολμήσεις να φωνάξεις βοήθεια, γιατί ο σουγιάς μου θα καρφωθεί στο λαιμό σου», με απειλεί κρατώντας σταθερά το σουγιά.

Η ανάσα μου είναι γρήγορη και κοφτή και οι χτύποι της καρδιάς μου ανεξέλεγκτοι. Ο φόβος με παραλύει. Βγάζω με τρεμάμενα χέρια το ρολόι μου και του το δίνω.

«Τα λεφτά και το κινητό σου, τώρα!», μουγκρίζει.

«Δεν… εεε… δεν… έχω μαζί μου τίποτε άλλο», ψελλίζω.

«Τι πράγμα; Σου είπα λεφτά και κινητό! Τώρα!», επαναλαμβάνει στον ίδιο τόνο και πιέζει βαθύτερα το σουγιά στο λαιμό μου δημιουργώντας ένα κόψιμο απ’ το οποίο τρέχει αίμα.

«Άφησέ την ήσυχη!», ακούγεται μια βαθιά φωνή.

Στρέφουμε ταυτόχρονα με τον άνδρα το κεφάλι μας. Ένα αγόρι που φαίνεται μερικά χρόνια μεγαλύτερό μου πλησιάζει με σφιγμένες τις γροθιές. Είναι ψηλός και μυώδης με κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά και σκούρα μάτια. Μου φαίνεται αόριστα γνώριμος.

«Δεν άκουσες τι σου είπα; Άφησέ την ήσυχη!», επαναλαμβάνει με βροντερή φωνή.

Ο άνδρας γελάει νευρικά. Τα δόντια του είναι κατακίτρινα και στραβά.

«Νομίζεις ότι θα φοβηθώ ένα παιδαρέλι σαν και του λόγου σου;», λέει ανάμεσα στα χαχανητά του.

Τότε το αγόρι χιμάει με απίστευτη ταχύτητα στον άνδρα, αρπάζει το σουγιά του και του δίνει μια γροθιά στο πρόσωπο, που τον σωριάζει στο έδαφος. Η μύτη του αιμορραγεί. Το αγόρι παίρνει το σουγιά και τον πιέζει στο λαιμό του άνδρα δημιουργώντας μια βαθιά ουλή.

«Όταν είπα να την αφήσεις ήσυχη το εννοούσα», γρυλίζει.

Ύστερα πετάει μακριά το σουγιά και στρέφεται προς το μέρος μου.

«Καλύτερα να φύγουμε από εδώ», λέει.

Γνέφω ανήμπορη να μιλήσω από το σοκ όσων συνέβησαν κι εκείνος με οδηγεί στην έξοδο του πάρκου και σε έναν λαβύρινθο από στενά, βρώμικα σοκάκια. Μετά από μερικά λεπτά βγαίνουμε σε έναν κεντρικό δρόμο γεμάτο αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονται. 

«Λοιπόν, πώς κι ένα κορίτσι σαν εσένα βρέθηκε σε τέτοια γειτονιά;», ρωτάει σπάζοντας τη σιωπή ανάμεσά μας.

«Εεε… εγώ… χάθηκα», λέω τραυλίζοντας.

«Στην πιο επικίνδυνη γειτονιά χάθηκες. Παρεμπιπτόντως, το όνομά μου είναι Μάριος. Το δικό σου;», ρωτάει.

«Νεφέλη», απαντώ.

«Χάρηκα», λέει και μου σφίγγει το χέρι σα να πρόκειται για μια συνηθισμένη γνωριμία.

Η παλάμη του είναι τραχιά και ζεστή. Ύστερα με καρφώνει με το σκοτεινό του, διερευνητικό βλέμμα, το οποίο στέκεται στο κόψιμο στο λαιμό μου και στην πληγή που έχει ματώσει.

«Έχεις χτυπήσει», μουρμουρίζει.

«Δεν είναι τίποτα», λέω καθησυχαστικά παρόλο που το τραύμα έχει γεμίσει με αίμα την μπλούζα μου και νιώθω ζαλάδα.

«Πρέπει να το δει γιατρός», επιμένει αυτός.

«Όχι, δε χρειάζεται. Είμαι μια χαρά», βιάζομαι να απαντήσω, αλλά ξαφνικά αισθάνομαι το κεφάλι μου να γυρίζει και παραπατώ.

Εκείνος με στηρίζει με τα μυώδη χέρια του. Μυρίζει πεύκο και χλόη.

«Έχεις χάσει πολύ αίμα. Άφησέ με να σε πάω στο νοσοκομείο», λέει χαμηλόφωνα.

Χωρίς να περιμένει την απάντησή μου, σταματάει ένα ταξί από το δρόμο και με βοηθάει να μπω στο εσωτερικό του. Ύστερα κλείνει την πόρτα και λέει στον ταξιτζή τον προορισμό μας. Σε όλη τη διαδρομή δεν παίρνει τα μάτια του από πάνω μου, ενώ επαναλαμβάνει συνεχώς στον οδηγό να αυξήσει ταχύτητα.
Όταν φτάνουμε έξω από το νοσοκομείο, αφού πληρώνει τον ταξιτζή με βοηθάει να φτάσω στον χώρο επείγοντων περιστατικών. Όλη αυτή την ώρα έχω χάσει τεράστια ποσότητα αίματος και αισθάνομαι ότι όλα γύρω μου γυρίζουν.

Και τότε, ακριβώς μπροστά από την τζαμένια πόρτα του νοσοκομείου, χάνω τις αισθήσεις μου.

__________________________________________________________


Ξυπνάω νιώθοντας το κεφάλι μου βαρύ. Ανοιγοκλείνω μερικές φορές τα μάτια μου προσπαθώντας να συνηθίσω στο φως. Όταν τίποτα πια δεν εμποδίζει την όρασή μου, αντικρίζω τέσσερις άσπρους τοίχους γύρω μου κι έναν ορό τρυπημένο στο δεξί μου χέρι. Και τότε μόνο θυμάμαι τα χτεσινά γεγονότα και το πώς κατέληξα εδώ.

Η πόρτα στην άκρη του δωματίου ανοίγει με ένα τρίξιμο και στο κατώφλι εμφανίζεται ο Μάριος κρατώντας καφέδες και κρουασάν. Πάλι έχω την αόριστη αίσθηση ότι τον γνωρίζω από κάπου, αλλά μου είναι αδύνατον να σκεφτώ, καθώς ο πονοκέφαλος σφυροκοπά το κεφάλι μου.

«Ξύπνησες», λέει.

«Πόσο καιρό κοιμόμουν;», ρωτώ ξέπνοα συνειδητοποιώντας ότι η μνήμη μου σταματά τη στιγμή που λιποθύμησα.

«Μερικές ώρες μόνο. Μην ανησυχείς, είναι μόνο εφτά το πρωί», αποκρίνεται με ένα χαμόγελο.

«Ακόμα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι όλα αυτά συνέβησαν στην πραγματικότητα και δεν ήταν μέρος ενός εφιάλτη», μουρμουρίζω.

«Ηρέμησε. Τέλος καλό, όλα καλά», με καθησυχάζει. «Θες καφέ; Ή κρουασάν;», ρωτάει ευγενικά.

«Όχι, ευχαριστώ», απαντώ και ψηλαφίζω το λαιμό μου. Αγγίζω μια τραχιά ουλή.

«Σου έκαναν ράμματα», λέει ο Μάριος διαβάζοντας τις σκέψεις μου και το βλέμμα του πέφτει στον ορό. «Και σου χορήγησαν αντιτετανικό ορό, γιατί η λεπίδα του σουγιά ήταν σκουριασμένη».

Μένω σιωπηλή για λίγα λεπτά, όπως κι αυτός. Το κεφάλι μου βουίζει από τον πονοκέφαλο σε βαθμό που δυσκολεύομαι ακόμα και να μιλήσω.

«Μάριε, σε… σε ευχαριστώ», λέω τελικά. «Σε ευχαριστώ για όλα. Μου έσωσες τη ζωή».

Οι άκρες των χειλιών του σηκώνονται δημιουργώντας ένα χαμόγελο.

«Ο καθένας στη θέση μου θα το έκανε», ακούγεται τρυφερή η φωνή του.

«Δε θα είχαν όλοι το θάρρος. Σου χρωστάω τη ζωή μου», ψιθυρίζω.

Πλησιάζει στο προσκεφάλι μου. Μπορώ να διακρίνω το άρωμα καφέ στην ανάσα του. Τα σκούρα μάτια του λάμπουν σα γυαλιστερές πέτρες στο χρώμα του εβένου.

«Νομίζω ότι αυτό είναι δικό σου», λέει βγάζοντας από την τσέπη του το ρολόι μου και δένοντας το λουρί του στο αριστερό μου χέρι.

Και ξαφνικά θυμάμαι. Θυμάμαι γιατί μου φαινόταν γνώριμος.

«Ξέρεις τον αδερφό μου… ξέρεις τον αδερφό μου, έτσι;», ρωτώ με τρεμάμενη φωνή.

«Τον αδερφό σου; Μα χτες γνωριστήκαμε. Δεν ήξερα καν ότι έχεις αδερφό», απαντά αυτός με την απορία ξεκάθαρα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ή είναι πολύ καλός ηθοποιός ή λέει την αλήθεια. Αποφασίζω να εμπιστευτώ το ένστικτό μου.

«Λέγεται Ιάσονας Δούκας και είναι δίδυμος αδερφός μου», προσθέτω. «Τα μάτια μας είναι ολόιδια, αλλά εκείνος είναι ξανθός, πιο ανοιχτόχρωμος και πιο ψηλός από εμένα».

«Λυπάμαι, αλλά δεν έχω ιδέα για ποιον μιλάς», αποκρίνεται εκείνος. «Χθες σε είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου και το σίγουρο είναι πως δε γνωρίζω τον αδερφό σου».

Είμαι έτοιμη να πειστώ από τα λόγια του και να ξεχάσω την ανόητη αίσθηση ότι τον έχω ξαναδεί, ωστόσο μια ανάμνηση έρχεται να τρυπώσει στο μυαλό μου.

«Εγώ θα βγω», ακούστηκε η φωνή του αδερφού μου και χωρίς να περιμένει απάντηση διάβηκε το κατώφλι της εξώπορτας κι έφυγε από το σπίτι, αγνοώντας παντελώς τις προειδοποιήσεις του πατέρα μου.

Ήμουν στο δωμάτιό μου μελετώντας για το σχολείο. Ακούγοντας τη δήλωση του αδερφού μου και το βροντερό κλείσιμο της πόρτας, κατευθύνθηκα προς το παράθυρό μου που έβλεπε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Τράβηξα ελάχιστα το κουρτινάκι φοβούμενη μη με αντιληφθεί και τον είδα να διασχίζει το μονοπάτι του μπροστινού κήπου μέχρι το λευκό φράχτη. Ξεκλείδωσε την πορτούλα του και βγήκε στο δρόμο. Στη γωνία τον περίμεναν κάποιοι τύποι με μηχανές. Διέκρινα μερικά μέλη της περιβόητης «συμμορίας», αλλά ανάμεσά τους βρίσκονταν και άτομα που δεν είχα ξαναδεί. Από αυτά ξεχώρισα έναν μελαχρινό με κοντοκουρεμένα μαλλιά κι ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν,  που οδηγούσε μια τεράστια μηχανή. Φαινόταν μεγαλύτερος από όλους και αυτό ίσως οφειλόταν στο ύψος του-ήταν πιο ψηλός και από τον αδερφό μου- και στους μύες που ξεπρόβαλαν σε όλο του το σώμα.

 Ο αδερφός μου ανέβηκε στη μηχανή που οδηγούσε εκείνος και έφυγαν όλοι μαζί μαρσάροντας επικίνδυνα και επιταχύνοντας.

«Λες ψέματα! Σε θυμάμαι. Σε έχω ξαναδεί μαζί με τον αδερφό μου πριν εξαφανιστεί. Είσαι ένας από τους νέους του φίλους, έτσι δεν είναι; Από τη στιγμή που σε είδα σε εκείνο το πάρκο μου φάνηκες γνώριμος», φωνάζω παρά τον πονοκέφαλο που με σφυροκοπά.

Εκείνος μένει για λίγο σιωπηλός. Ύστερα ετοιμάζεται να πει κάτι μα εγώ τον κόβω:

«Δεν ωφελεί σε τίποτα να το αρνείσαι. Ψάχνω απεγνωσμένα τον αδερφό μου εδώ και δύο μήνες. Αν ξέρεις κάτι… σε παρακαλώ… πες μου», η φωνή μου σπάει κι ένα δάκρυ αυλακώνει το μάγουλό μου. Το σκουπίζω εκνευρισμένη. Δεν είναι ώρα για κλάματα. Είναι ώρα για αλήθειες. «Σε ικετεύω», επαναλαμβάνω. «Ψάχνω απαντήσεις».

Εκείνος αναστενάζει βαθιά.

«Κατάλαβα από τη στιγμή που σε είδα ότι είσαι η δίδυμη αδερφή του Ιάσονα», λέει χαμηλόφωνα και βλέποντας το ερωτηματικό μου βλέμμα προσθέτει: «Από τα μάτια. Αυτός ο συνδυασμός γκρίζου και πράσινου είναι πολύ σπάνιος. Γι’ αυτό έτρεξα να σε βοηθήσω χτες».

«Και γιατί δεν μου το είπες από την αρχή;», ρωτώ.

«Γιατί… εεε γιατί δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ το θέμα της εξαφάνισής του. Ήμουν σίγουρος ότι θα με ρώταγες αν γνωρίζω κάτι, αλλά η αλήθεια είναι ότι έχω τόσες απορίες κι ερωτηματικά όσα εσύ». Διστάζει. «Και δεν ήθελα να σε απογοητεύσω», ψιθυρίζει. «Δεν είμαι καλός στα λόγια. Πόσο μάλλον στα παρηγορητικά λόγια. Το μόνο που μπορώ να πω για τον αδερφό σου, όπου κι αν βρίσκεται, είναι ότι θα βρίσκεται πάντα δίπλα σου».

Αναπηδώ ξαφνιασμένη στο άκουσμα της τελευταίας του φράσης. Τα αποχαιρετιστήρια λόγια του αδερφού μου βουίζουν στο κεφάλι μου.

«Πάντα θα είμαι δίπλα σου! Να το θυμάσαι…».

Continue Reading

You'll Also Like

Her Ginger Boy By Malfoy

Science Fiction

25.1K 1.4K 48
Angela ένα κορίτσι που έχασε τους γονείς σε μικρή ηλικία λόγω του Voldemort και αναγκάζεται να ζήσει με την οικογένεια Malfoy. Ολα άλλαξαν στα 14 της...
1.3M 81.9K 97
"Τώρα γιατί το έκανες αυτό;" "Γιατί μόνο εγώ θα βλέπω τις sexy φώτο σου και το tattoo σου! Και κάποια στιγμή θα πηδιόμαστε όντως όπως έλεγα και στον...
19.9K 862 25
Γεια σας το όνομα μου είναι Άρια από το Αριάδνη είμαι 16 χρονών και τώρα θα πάω Δευτέρα Λυκείου έχω μια την Λυδία 11 χρονών και πάει Πέμπτη Δημοτικού...
81K 8.3K 40
Ο κόσμος είναι μεγάλος, πολύπλοκος. Τα μυστικά περιπλέκονται από τη μια ζωή στην άλλη και όπως ένα όμορφο, λευκό ρόδο έχει την σκιά του, έτσι κάθε όν...