Απώλεια {TYS17}

By angelalala88

16.3K 3.1K 1.2K

Λεμεσός, Μάρτιος 2012 Κάποιος τη βρήκε στο λιμάνι. Ήταν πεσμένη και διπλωμένη στα δύο, ενώ το αίμα κυλούσε απ... More

Εισαγωγή
Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 18
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 35
Κεφάλαιο 36
Κεφάλαιο 37
Κεφάλαιο 38
Κεφάλαιο 39
Κεφάλαιο 40
Κεφάλαιο 41
Κεφάλαιο 42
Κεφάλαιο 43
Κεφάλαιο 44
Κεφάλαιο 45
Κεφάλαιο 46
Κεφάλαιο 47
Κεφάλαιο 48
Κεφάλαιο 49
Κεφάλαιο 50
Κεφάλαιο 51
Κεφάλαιο 53
Κεφάλαιο 54
Κεφάλαιο 55
Κεφάλαιο 56
Κεφάλαιο 57
Κεφάλαιο 58
Κεφάλαιο 59

Κεφάλαιο 52

185 39 17
By angelalala88

-Εξαφανίστηκε; Πως εξαφανίστηκε, τι λες Έρση;

-Δεν ξέρω κυρία. Μπήκα στο δωμάτιο της, να την ξυπνήσω και δεν την βρήκα εκεί!, η κοπέλα κλαψούριζε τρομαγμένη.

-Συνέχεια κάτι γίνεται, κάτι παθαίνουμε! Στείλε τον Λέανδρο και τον Παύλο να ψάξουν στη γειτονιά, τώρα αμέσως. Ας μην πάρω τηλέφωνο την αστυνομία ακόμα, μπορεί να είναι κάπου εδώ γύρω.

-Μάλιστα κυρία.

-Περίμενε! Χθες το βράδυ, ήταν κανονικά στο δωμάτιο της;

-Ναι, την είδα να μπαίνει.

-Πως έφυγε μωρέ, αφού εμείς κάθε βράδυ κλειδώνουμε τη πόρτα; Αχ Θεέ μου, δεν αντέχω άλλο, έχουν πέσει πολλά μαζεμένα τον τελευταίο καιρό. Λοιπόν, πήγαινε κάνε αυτό που σου είπα κι αν γίνει κάτι, έλα να μου το πεις. Τρέχα!

Η Λήδα έμεινε ακίνητη, να κοιτάζει μπροστά της το κενό. Μισούσε αυτή την αγωνία, μισούσε αυτό το συναίσθημα που της πάγωνε την καρδιά. Για ακόμα μια φορά, ένιωσε άχρηστη, κυρίως λόγω της αναπηρίας της.

                                                                                            ***

Η Ερωφίλη φορούσε μια μαύρη ζακέτα, με κουκούλα, κρατούσε σκυμμένο το κεφάλι και περπατούσε χωρίς να κοιτάζει κανέναν. Οι περαστικοί την προσπερνούσαν αδιάφορα, γιατί να στρέψουν τη προσοχή τους σε ένα δεκατετράχονο κοριτσάκι; 

Είχε πάρει μαζί της κάμποσα λεφτά, για ώρα ανάγκης. Πάνω της δεν είχε τίποτα άλλο πέρα από πενήντα ευρώ και ένα σακίδιο με προμήθειες φαγητού, για ώρα ανάγκης. Θα μπορούσε λοιπόν, να πάει στη Λευκωσία, να βρει ένα διαμέρισμα εκεί και να μείνει μόνιμα.  Ίσως έβρισκε και δουλειά στα μέτρα της.

Το ταξίδι ήταν περίπου μια ώρα, από τη Νεάπολη στη Λευκωσία. Είχε αποφασίσει, για να μην ταλαιπωρηθεί, να πάρει το ΚΤΕΛ. Η κυρία στον γκισέ την κοιτούσε κάπως περίεργα όταν πήγε να ζητήσει τα εισητήρια, μα δεν μίλησε, μονάχα πήρε τα λεφτά.

Ήταν έτοιμη να φύγει επιτέλους, να μετακομίσει στη πρωτεύουσα και να ανοίξει τα φτερά της, αφήνοντας πίσω στο χθες ότι την στενοχωρεί. Γιατί οι γονείς της, την στενοχωρούσαν που καβγάδιζαν συνεχώς, που δεν είχαν χρόνο για εκείνη και τον τελευταίο καιρό την είχαν αφήσει πάλι στην τύχη της. Ήταν φως φανάρι πως είχαν τσακωθεί και μάλιστα άσχημα μεταξύ τους, η Ερωφίλη πάντα φοβόταν ότι οι γονείς της μια μέρα θα χώριζαν.

Μισούσε πια την Νεάπολη, μισούσε αυτή τη περιοχή που έφερνε μόνο κακές αναμνήσεις στο μυαλό της, πνιγόταν σ' ένα ασφυκτικό περιβάλλον χωρίς ελπίδα να καταφέρει να διαφύγει από αυτό. Να όμως, που τελικά είχε τα κότσια να το κάνει και το έσκασε από το σπίτι της!

Άραγε είχαν καταλάβει ότι έλειπε; Την έψαχναν; Μήπως θα πήγαιναν στην αστυνομία;

Στη σκέψη αυτή, η Ερωφίλη τυλίχτηκε περισσότερο στη ζακέτα της. Ήταν καλύτερο να πάει στη Λευκωσία ή έπρεπε να φύγει και από την Κύπρο; Στην πρωτεύουσα δεν την ήξερε κανείς, μα αν οι δικοί της δήλωναν την εξαφάνιση της, θα ήταν θέμα χρόνου να την βρουν. 

Εκείνη ήθελε απλά να εξαφανιστεί, να χαθεί από όλα. Όλα την πλήγωναν, της θύμιζαν αυτό που είχε περάσει, γιατί λοιπόν να καθόταν περισσότερο εκεί;

Βολεύτηκε στο κάθισμα και ακούμπησε πίσω την πλάτη της. Τώρα θα ξεκινούσαν για Λευκωσία, περίπου σε μια ώρα θα ήταν εκεί. Σχεδίαζε να μείνει σε ξενοδοχείο, μέχρι να βρει διαμέρισμα και να ψάξει αμέσως για δουλειά. Τα λεφτά που είχε μαζί της, έφταναν δεν έφταναν για μια μέρα, μ' αυτά θα πλήρωνε το ξενοδοχείο. 

Το λεωφορείο ξεκίνησε αφήνοντας πίσω του δρόμους, γνώριμα κτήρια, αδιάφορους περαστικούς, την θάλασσα της πόλης που τόσο είχε αγαπήσει. Χαμογέλασε με αισιοδοξία, καθώς ήξερε πως δεν θα ξαναδεί αυτή την απαίσια πόλη, που της είχε προκαλέσει τόσο πόνο, δεν θα γυρνούσε πίσω στην βίλα, σ' ένα μέρος ξένο πια για εκείνη.

Η διπλανή της, μια εύσωμη σαραντάρα που μασουλούσε πατατάκια με τρομερά εκνευριστικό τρόπο, της έριξε ένα λοξό βλέμμα.

-Κοπελιά, κάτι μου θυμίζεις εσύ.

-Ε... εγώ; Τι σας θυμίζω;

-Δεν ξέρω, αλλά είμαι σίγουρη ότι κάπου σ' έχω ξαναδεί!

-Όχι, μάλλον κάποιο λάθος κάνετε. Με μπερδεύετε με άλλη.

-Μάλλον, τι να πω; Αν και εγώ γενικά δεν μπερδεύομαι με φυσιογνωμίες. Πως σε λένε;

-Ε... Κωνσταντίνα!

-Εμένα Πελαγία. Μόνη σου ταξιδεύεις;

-Ναι.

-Και πόσο είσαι παρακαλώ;

-Δεκάξι., είπε η Ερωφίλη, με αρκετά πειστικό τρόπο

-Α, μικροδείχνεις κορίτσι μου. Μωρέ, δεν μπορεί, δεν γίνεται κάπου σε ξέρω, τέτοια ομοιότητα αποκλείεται να έχεις.

-Ποια σας θυμίζω;

-Μωρέ αν θυμόμουν πια μου θυμίζεις, θα σου είχα πει! Προσπαθώ να ψάξω μες το μυαλό μου που σ' έχω δει και δεν μπορώ να θυμηθώ. Τέλος πάντων.

Η Πελαγία είχε μόλις τελειώσει τα πατατάκια όταν έβγαλε και το σουβλάκι. Η μυρωδιά του τζατζικιού, την έκανε να τραβηχτεί κάπως.

-Αχ, έχω κάτι λιγούρες από το πρωι! Έφερα και τουρσι, στην τσάντα το έχω για την περίπτωση που πεινάσω πάλι μετά. Μωρέ θες να δοκιμάσεις;

-Όχι, σας ευχαριστώ.

-Ρε κοπελιά, τίποτα δεν τρως κι είσαι σαν συλφίδα; Οι άντρες τις γυναίκες τις θέλουν τσουπωτές, τι να τα κάνουν τα κόκκαλα; Δεν το ξέρεις αυτό;

-Εμ, όχι...

-Ε, μάθε το τώρα! Πάρε κιλά, γιατί δεν θα βρίσκεις γαμπρό αργότερα!

Η Ερωφίλη αναγκάστηκε, για το υπόλοιπο του ταξιδιού να υποστεί την φλυαρία της διπλανής της, μαζί με την απαίσια μυρωδιά που είχε το τουρσί. Το ταξίδι της προς το άγνωστο είχε μόλις αρχίσει κι όχι με τους καλύτερους οιωνούς, πράγμα που όμως δεν την πτοούσε καθόλου.

Μόλις έφτασαν στη πρωτεύουσα, κατέβηκε από το λεωφορείο, άρχισε να περπατάει στα τυφλά, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ε, θα  ρωτούσε τους περαστικούς, να την κατατοπίσουν, δεν την ένοιαζε τόσο πολύ που βρισκόταν σε μια άγνωστη πόλη. 

Λευκωσία, είχε πάει μόνο δυο φορές, όταν ήταν πολύ μικρή και δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα από τότε. Αυτά τα κτήρια, αυτοί οι δρόμοι δεν της θύμιζαν κάτι, μα στα μάτια της φάνταζαν όλα όμορφα, η πρωτεύουσα ήταν όμορφη, καθώς εδώ δεν μπορούσαν να την βρουν, όχι τουλάχιστον αμέσως. Άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους, η Ερωφίλη θεωρούσε πως μπορούσε να κρυφτεί, αν ήθελε, για πάντα.

Στρίβει σ' ένα στενό κάπως απόμερο, αφού δεν ξέρει που πηγαίνει. Πέφτει ακριβώς πάνω σε μια παρέα από παιδιά, όλα γύρω στα δεκαεφτά, όλα αγόρια. Ο λαιμός της στεγνώνει. 

Ακούστηκαν σφυρίγματα, μα προσπάθησε να μη δίνει σημασία, να τους προσπεράσει. Μ' έναν γρήγορο υπολογισμό είδε ότι ήταν επτά άτομα. Ο πιο ψηλός, ο πιο σωματώδης από όλους ήταν και αυτός που της έριξε την τρικλοποδιά. Έπεσε αμέσως, σαν νεκρό σώμα στο πάτωμα, όμως προσπάθησε να σηκωθεί πάλι καθώς άκουγε τρανταχτά γέλια από όλη την παρέα. Δεν θα την άφηναν έτσι...

-Πλουσιοκόριτσο φαίνεται! Μάγκες ψάξτε την, μπορεί να έχει κάτι καλό πάνω της! Και την τσάντα, ε;, ένιωσε χέρια να την ξεψαγνίζουν, προσπάθησε να τους ξεφύγει μα εκείνος που της έριξε την τρικλοποδιά, την χτύπησε με τη παλάμη του στο πρόσωπο. Τα χτυπήματα δεν σταμάτησαν εκεί.

Όσο προσπαθούσε να τους ξεφύγει, τόσο την χτυπούσαν, μέχρι που αφέθηκε ανήμπορη στα χέρια τους. Χτυπήματα σε όλα το σώμα, δυνατά για να μην μπορεί να σηκωθεί, πάνε τα λεφτά που είχε πάνω της, πάει το χρυσό ρολοι που φορούσε, το κολιέ που στοίχιζε μια περιουσία και είχε πάνω το αρχικό γράμμα από το όνομα της. Την τσάντα δεν την άδειασαν, μόνο φαγητό υπήρχε μέσα.

Ένιωθε τόσο βρώμικη, που για άλλη μια φορά ξένα χέρια έψαχναν το σώμα της, παραβίαζαν τον ιδιωτικό της χώρο, την μόλυναν χωρίς καμία ενοχή. Ένιωθε τόσο... σκουπίδι; Λερωμένη; Πεταμένη; Ανήμπορη, απροστάτευτη.

Μόλις τελείωσαν, ο αρχηγός τους, αυτός που την χτύπησε πρώτος, της έριξε και το τελειωτικό χτύπημα. Με μια κλωτσιά στα πλευρά, άρχισαν να σκοτεινιάζουν όλα γύρω της...

Καλησπέρα! Όλα καλά, φίλοι μου; Είχα μέρες να γράψω και τώρα επέστρεψα επιτέλους. Η Ερωφίλη, μάλλον φέρθηκε επιπόλαια, ανώριμα, στην προσπάθεια της να αφήσει πίσω το παρελθόν. Κι αυτό της κόστισε! Μένει να δούμε πως θα εξελιχθεί η κατάσταση, που θα καταλήξει στο τέλος. Σχόλια και αστεράκια, θέλω από σας, είναι ένας τρόπος να συνεχίζω την ιστορία μου, εφόσον ξέρω ότι υπάρχει ενδιαφέρον. Σας χαιρετώ και περιμένω να τα πούμε στο επόμενο κεφάλαια. Να είστε καλά!



Continue Reading

You'll Also Like

1.9K 148 28
Η Δάφνη 17 χρόνων κοπελα που μένει στην Αθήνα, θα χρειαστεί να μετακομίσει στην Θεσσαλονίκη με τις κολλητές της.Αλλα στο διαμέρισμα δεν θα μένουν μόν...
2K 233 9
Η Ελεάνορ εργάζεται σε μια βιβλιοθήκη μαζί με τον φίλο της τον Στέφαν. Μια μέρα ερχεται στη βιβλιοθηκη καποιος αγνωστος και απο εκεινη τη μερα,την επ...
3.7K 201 47
Δύο αδέλφες η μία παιθανε σε τροχαίο ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται , η άλλη πως θα αντιδράσει όταν μάθει πως η αδερφή της της αφήνει το μεγαλύτερο μέρο...
1.4K 428 80
Έρρικα: Φύγε τώρα από εδώ! Ουρλιάζω, νιώθω τον λαιμό μου να καίει. Η φωνή μου να αναδύεται από τα βάθη των πνευμονιών μου και σαν μυρμήγκιασμα να απ...