Ελένα
Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό ένιωθα νευρική που πήγαινα στο σπίτι του Ορέστη. Εκείνος ωστόσο φαινόταν να έχει χαλαρώσει από το πρωί που ήταν μέσα στα νεύρα και καθώς του περιέγραφα την συζήτηση με τον πατέρα μου χαμογελούσε που και που. Ίσως να ήταν και εκείνος νευρικός που θα γνώριζα τόσο επίσημα την οικογένεια του. Άλλωστε η συγκατοίκηση είναι ένα τεράστιο βήμα.
Πριν ακόμη το αυτοκίνητο του σταματήσει ο μπάτλερ του σπιτιού άνοιξε την πόρτα και μας υποδέχτηκε. Από πίσω του εμφανίστηκε η Ιφιγένεια με τον Αλέξανδρο χαμογελαστοί. Πρέπει να είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό καθώς εκείνοι μας πλησίαζαν. Η Ιφιγένεια φορούσε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα που από την μια πλευρά είχε ένα σκίσιμο αρκετά προκλητικό επιτρέποντας στο καλλίγραμμο πόδι της να εντυπωσιάζει τους παρευρισκόμενους. Οι κάθε καμπύλη της τονιζόταν στην εντέλεια καθώς τα ξανθά μαλλιά της ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με το χρώμα του φορέματος της. Ο Άλεξ από την άλλη φορούσε απλώς ένα μαύρο παντελόνι και ένα πουκάμισο που τόνιζε το πόσο γυμνασμένος ήταν. Ο Ορέστης δίπλα μου δεν έδειχνε να δίνει και πολύ σημασία σε όλα αυτά. Περίμενε βαριεστημένα να τελειώσουν οι χαιρετισμοί και να περάσουμε στο σαλόνι, όπου μια κοπέλα μας έφερε να πιούμε. Μόνο μερικά λεπτά πέρασαν ώσπου εμφανίστηκε ο Χοσέ. Αγκάλιασε στοργικά την Ιφιγένεια και ξεκίνησε να της μιλάει με πάθος για όλα όσα είχε χάσει τον τελευταίο καιρό που είχε λείψει από την φαμίλια τους. Ρούφηξα το κρασί μου γρήγορα σε μια προσπάθεια να χαλαρώσω και έπειτα κοίταξα τον Ορέστη που στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε τον πίσω κήπο. Σηκώθηκα και τον πλησίασα. Εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω μου και με τράβηξε στην αγκαλιά του.
«Το ξέρεις ότι μπορείς να μου μιλήσεις για οτιδήποτε συμβαίνει...» του είπα και εκείνος με έστρεψε προς το μέρος του. Σφήνωσε το πρόσωπο μου στα χέρια του και με φίλησε.
«Το ξέρω» είπε και συνέχισε να με φιλάει.
«Ιφιγένεια» ακούστηκε η χαρωπή φωνή του Θανάση και ο Ορέστης με απελευθέρωσε. Γυρίσαμε και οι δύο να τους κοιτάξουμε την στιγμή που ο Θανάσης την είχε σηκώσει στον αέρα και την στριφογύριζε.
«Μου έλειψες. Με εγκατέλειψες με αυτούς τους Ούννους και έφυγες» την άφησε ξανά κάτω. Ο Άλεξ πέρασε το χέρι του διεκδικητικά γύρω από τον λαιμό της. Ο Γιώργος την χαιρέτισε πιο συγκρατημένα. Αν και πρώτη φορά τον έβλεπα να χαμογελά τόσο πλατιά. Για ένα εκτεταμένο χρονικό διάστημα από το μέρος τους ακουγόντουσαν μόνο φωνές και γέλια καθώς θυμούνταν τα παλιά. Ο μπάτλερ τους διέκοψε και μας ανήγγειλε ότι το τραπέζι ήταν έτοιμο. Η αλήθεια ήταν ότι η παρουσία της Ιφιγένειας ήταν καθηλωτική. Φαινόταν τόσο κεφάτη και θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω με μια λέξη η φωνή της ζωής. Η κοπέλα που λατρεύουν όλοι και έως ένα σημείο είχα αρχίσει να νιώθω παράταιρη. Εάν δεν ήταν ο Ορέστης συνεχώς δίπλα μου θα ένιωθα αόρατη. Και κάπως έτσι ένα μικρό αίσθημα ζήλειας, για το οποίο σύντομα ένιωσα ντροπή άρχισε να εμφανίζεται.
«Λοιπόν» είπε η Ιφιγένεια με έναν επιβλητικό τρόπο. Στράφηκε προς το μέρος μου και με κοίταξε. Έπειτα έστρεψε το βλέμμα της στον Ορέστη.
«πως γνωριστήκατε εσείς;»
Ησυχία. Όλοι περίμεναν να ακούσουν την ιστορία μας. Ο Ορέστης όμως δεν έδειχνε διατεθειμένος να ξεκινήσει την διήγηση.
«Βρισκόμουν σε ένα από τα μαγαζιά των Ασιατών σε μια προσπάθεια να ερευνήσω κάποια στοιχεία που είχαν εμφανιστεί στα χέρια μου για ένα άρθρο. Ο Ορέστης πέρασε από δίπλα μου και πραγματικά μου φάνηκε ότι δεν ταίριαζε με τους υπόλοιπους στο μαγαζί, έτσι τον ακολούθησα. Μπήκε σε μια κρυφή αίθουσα και τον χρησιμοποίησα για να κερδίσω πρόσβαση. Έγινε μια επίθεση, με βοήθησε, βρήκα το κινητό του, με εντόπισε και εμφανίστηκε στην πόρτα μου για να το πάρει πίσω, φέρθηκε σαν μαλάκας αλλά ακόμη και τότε δεν ήξερα ποιος ήταν ούτε και εκείνος ποια είμαι. Συστηθήκαμε στην Ρώμη την ημέρα που σε συνάντησα» είπα τελικά και ένιωσα όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου για κάποιον αδιόρατο λόγο.
«Βρισκόσουν στην Ρώμη;» είπε σοβαρός ο Ορέστης κοιτάζοντας την στα μάτια.
«Ναι» του απάντησε εκείνη «για κάποιο διάστημα ταξίδευα...»
«Αυτό και αν ήταν επεισοδιακή γνωριμία» πέταξε ο Θανάσης.
«Η Ελένα μας βοήθησε όσο δεν μπορείς να φανταστείς με τους Ασιάτες» σχολίασε ο Γιώργος «και εκείνα τα άρθρα σου ήταν το κερασάκι στην τούρτα»
Του χαμογέλασα. Πάντα ευγενικός. Ωστόσο υπήρχε μια περίεργη ένταση στο τραπέζι που όσο και αν προσπαθούσα δεν μπορούσα να καταλάβω.
«Εσείς;» τη ρώτησα κάπως ντροπαλά και κοιτούσα εκείνη και τον Άλεξ. Χαμογέλασε.
«Ο κουφιοκέφαλος προσπαθούσε να πλησιάσει την οικογένεια μου για να εκδικηθεί την δολοφονία της μητέρας του. Μετά από τέσσερα χρόνια κολλητής παρέας με τον αδερφό μου εκείνος αποφάσισε να του γνωρίσει την μικρή του αδερφή και την υπόλοιπη οικογένεια. Ο Άλεξ θεώρησε ότι ήμουν ο τέλειος στόχος και με χρησιμοποίησε...»
«Μόνο στην αρχή μωρό μου. Πως θα μπορούσε κάποιος να σου αντισταθεί έτσι ταραχοποιό στοιχείο που ήσουν από τότε...» του έβγαλε την γλώσσα και εκείνος της χαμογέλασε τρυφερά.
«Και από τότε είστε μαζί;» ρώτησα.
«Όχι» είπε η Ιφιγένεια «ο αδερφός μου σκοτώθηκε και όλα τα στοιχεία έδειχναν την οργάνωση του Μαντά. Έτσι μπήκα μυστική και ξεκίνησα να ερευνώ. Φαντάζεσαι την έκπληξη μου όταν εμφανίστηκε αυτός εδώ ως ο πρωτότοκος γιος του Μαντά;» γέλασαν όλοι εκτός από τον Ορέστη. Ίσως της κρατούσε κακία που ευθυνόταν για την σύλληψη της αδερφής του. Ίσως πάλι αισθανόταν ότι είχε πιαστεί κορόιδο από μια αστυνομικό.
«Και τώρα που όλα τελείωσαν είστε ελεύθεροι να είστε μαζί» σχολίασα.
«Καλά όλο και κάποιο νέο μπλέξιμο θα φέρει η Ίφι» πέταξε ο Θανάσης και της έκλεισε περιπαικτικά το μάτι.
Το δείπνο συνεχίστηκε στο ίδιο κλίμα και καθώς τα λεπτά περνούσαν οι εικόνες που λάμβανα από την παρέα γύρω μου ήταν εκείνη της οικογένειας. Μιας οικογένειας που δεν αισθανόμουν μέρος. Και ίσως να μην γινόμουν και ποτέ. Τα αστεία έδιναν και έπαιρναν καθώς και οι αναμνήσεις από το κοινό παρελθόν τους. Εγώ απλώς ήμουν μια περαστική που βρέθηκε κάποια χρονική περίοδο να τους βοηθήσει και τίποτα περισσότερο. Εντάξει ο Ορέστης έτυχε να αναπτύξει αισθήματα για εμένα αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι σαν την Ιφιγένεια ώστε να γίνω ισάξια ενός Μαντά. Να σταθώ δίπλα του σε περιοδικά, πολιτικούς, επιχειρηματίες και να τους εντυπωσιάσω.
Αρκετά μεθυσμένοι όλοι γύρω μου συνέχισαν τις αφηγήσεις τους στο σαλόνι μαζί με καινούρια ποτά. Γρήγορα απομακρύνθηκα από κοντά τους και βγήκα στον κήπο. Κάθισα δίπλα στην πισίνα και έβαλα σε μια τάξη τα συναισθήματα μου. Από πίσω μου ακούστηκαν βήματα. Ήλπιζα να ήταν ο Ορέστης όμως η Ιφιγένεια είχε ξεπροβάλλει μέσα από το σκοτάδι.
«Τι κάνεις εσύ εδώ έξω;» με ρώτησε καθώς έπαιρνε μια θέση δίπλα μου. Τα χαρακτηριστικά της έδειχναν τόσο γαλήνια κάτω από το αχνό φως της νύχτας.
«Ήθελα να πάρω λίγο αέρα» είπα απλά κοιτάζοντας μπροστά μου πλέον και ελπίζοντας να μην καταλάβαινε το ψέμα που ξεστόμισα.
«Χαίρομαι πολύ που ο Ορέστης βρήκε μια κοπέλα σαν εσένα» και η ειλικρίνεια ξεχείλιζε στη φωνή της.
«Γιατί;» ρώτησα απλά.
«Επειδή είναι ένας θερμοκέφαλος βλάκας και χρειαζόταν κάποια όπως εσύ. Πανέμορφη μέσα όπως και έξω... Του κάνεις καλό» παρατήρησε «όταν είναι δίπλα σου είναι ήρεμος. Και σε κοιτάζει με ένα βλέμμα λατρείας που θα πρέπει να σε κάνει την πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο»
«Νομίζω ότι ακόμη σκέφτεται την πρώην αρραβωνιαστικιά του. Ίσως να έχει μετανιώσει ήδη που μου ζήτησε να συγκατοικήσουμε»
Εκείνη χαμογέλασε συγκαταβατικά.
«Δώσε του λίγο χρόνο και θα ξεκαθαρίσουν όλα μέσα του. Θα το δεις. Τον ξέρω πολύ καλά και σου υπόσχομαι ότι αν και αργεί λίγο πάντα βρίσκει τον δρόμο του...»
Αυθόρμητα έσκυψα και την αγκάλιασα. Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι μου και έσταξε πάνω στο φόρεμα της. Το σκούπισα καθώς εκείνη παρέμεινε ακόμη χαμογελαστή. Παρόλο που αισθανόμουν ότι με την παρουσία της ο άνεμος είχε αλλάξει κατεύθυνση παρασύροντας τις ζωές μας δεν μπορούσα παρά να παραδεχτώ ότι εκείνη ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να πει για να με κάνει να νιώσω καλά. Να διώξει ένα τεράστιο βάρος από μέσα μου και να δημιουργήσει μια απίστευτη οικειότητα μεταξύ μας.
«Ευχαριστώ» της είπα απλά καθώς σηκωθήκαμε να μπούμε ξανά μέσα.