Κεφάλαιο 34ο

1.1K 155 4
                                    

Ελένα

Τα γραφεία γύρω μου είχαν αδειάσει καθώς η κρύα νύχτα είχε πέσει. Όλοι οι υπάλληλοι είχα φύγει επιστρέφοντας στο σπίτι τους έπειτα από μια δύσκολη μέρα στο γραφείο αναμένοντας το σαββατοκύριακο. Σηκώθηκα νιώθοντας πιασμένη από την καρέκλα και σκεφτόμενη ακόμη το άρθρο που είχε δημοσιευθεί την προηγούμενη εβδομάδα. Ακόμη δεν είχαμε το παραμικρό ίχνος αντίδρασης από τον θύτη μας. Το κινητό μου χτύπησε και ήξερα ότι ήταν ο Ορέστης. Είχε έρθει να με πάρει επιτέλους. Γύρισα προς το γραφείο μου για να μαζέψω τα πράγματα μου και να πάω να τον συναντήσω. Μόνο που μια κρύα λεπίδα βρέθηκε στο λαιμό μου. Μια βραχνή φωνή ακούστηκε στο αυτί μου και ένα σώμα ήταν κολλημένο πάνω μου.

«Πως γνώριζες όλα αυτά που δημοσίευσες μικρή;» και τότε η συνειδητοποίηση με χτύπησε κατακέφαλα. Εκείνος επιτέλους είχε αποφασίσει να δράσει.

«Υποθέτω με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζεις και εσύ πράγματα για εκείνους... Υπήρξες μέλος της συμμορίας τους έτσι;»

Εκείνος γέλασε.

«Μάντεψες λάθος. Ποτέ δεν ήμουν σαν αυτούς» η φωνή του έσταξε μίσος.

«Τότε;» προσπάθησα να μάθω τι ήταν εκείνο που έκρυβε. Εκείνος με μια κίνηση εμφάνισε ένα τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο.

«Πάρε το. Διάβασε το και θα καταλάβεις τι είδους άνθρωποι είναι. Θα καταλάβεις ότι είναι δολοφόνοι και η θέση τους είναι στην φυλακή!»

Πήρα στα χέρια μου το τετράδιο και γύρισα να τον κοιτάξω. Το μοναδικό που κατάφερα ήταν να δω την πλάτη του να απομακρύνεται στον σκοτεινό διάδρομο. Έτρεξα προς το μέρος του. Έστριψα εκεί που χάθηκε. Όμως το μοναδικό που είχε παραμείνει σε εκείνο το μέρος ήταν η μυρωδιά τσιγάρου που είχε εκείνος ο άντρας πάνω του.

Έτρεξα στο γραφείο μου και βρήκα την αναπάντητη του Ορέστη. Τον κάλεσα πίσω όταν άκουσα τον ήχο κλήσης πίσω μου. Με κοίταξε ανακουφισμένος. Περπάτησα προς το μέρος του και τον αγκάλιασα.

«Τρόμαξα» μου είπε καθώς έχωνα το κεφάλι μου στο στήθος του. Εκείνος χάιδεψε τα μαλλιά μου.

«Ήρθε εκείνος» σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα.

«Πότε; Γιατί δεν με ειδοποίησες;» φώναξε και με τράβηξε από το χέρι, με το οποίο κρατούσα το κινητό μου. Στο άλλο είχα ακόμη το τετράδιο που μου είχε δώσει εκείνος. Ο Ορέστης εξοργισμένος με έβαλε μέσα στο αμάξι. Δεν μιλούσε. Οδηγούσε σαν τρελός μόνο. Και σίγουρα δεν με πήγαινε στο σπίτι του πατέρα μου ή στο διαμέρισμα μου. Όταν φτάσαμε στο Κολωνάκι, στο διαμέρισμα του Γιώργου και του Θανάση με έβαλε να καθίσω στον καναπέ και μπήκε ανοίγοντας με δύναμη την πόρτα του δωματίου με τους υπολογιστές που βρισκόταν ο Γιώργος.

Ο κλέφτης της καρδιάς μου (Βιβλίο 2ο)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα