Κεφάλαιο 39ο

1K 148 13
                                    

Ελένα

Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό ένιωθα νευρική που πήγαινα στο σπίτι του Ορέστη. Εκείνος ωστόσο φαινόταν να έχει χαλαρώσει από το πρωί που ήταν μέσα στα νεύρα και καθώς του περιέγραφα την συζήτηση με τον πατέρα μου χαμογελούσε που και που. Ίσως να ήταν και εκείνος νευρικός που θα γνώριζα τόσο επίσημα την οικογένεια του. Άλλωστε η συγκατοίκηση είναι ένα τεράστιο βήμα.

Πριν ακόμη το αυτοκίνητο του σταματήσει ο μπάτλερ του σπιτιού άνοιξε την πόρτα και μας υποδέχτηκε. Από πίσω του εμφανίστηκε η Ιφιγένεια με τον Αλέξανδρο χαμογελαστοί. Πρέπει να είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό καθώς εκείνοι μας πλησίαζαν. Η Ιφιγένεια φορούσε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα που από την μια πλευρά είχε ένα σκίσιμο αρκετά προκλητικό επιτρέποντας στο καλλίγραμμο πόδι της να εντυπωσιάζει τους παρευρισκόμενους. Οι κάθε καμπύλη της τονιζόταν στην εντέλεια καθώς τα ξανθά μαλλιά της ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με το χρώμα του φορέματος της. Ο Άλεξ από την άλλη φορούσε απλώς ένα μαύρο παντελόνι και ένα πουκάμισο που τόνιζε το πόσο γυμνασμένος ήταν. Ο Ορέστης δίπλα μου δεν έδειχνε να δίνει και πολύ σημασία σε όλα αυτά. Περίμενε βαριεστημένα να τελειώσουν οι χαιρετισμοί και να περάσουμε στο σαλόνι, όπου μια κοπέλα μας έφερε να πιούμε. Μόνο μερικά λεπτά πέρασαν ώσπου εμφανίστηκε ο Χοσέ. Αγκάλιασε στοργικά την Ιφιγένεια και ξεκίνησε να της μιλάει με πάθος για όλα όσα είχε χάσει τον τελευταίο καιρό που είχε λείψει από την φαμίλια τους. Ρούφηξα το κρασί μου γρήγορα σε μια προσπάθεια να χαλαρώσω και έπειτα κοίταξα τον Ορέστη που στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε τον πίσω κήπο. Σηκώθηκα και τον πλησίασα. Εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω μου και με τράβηξε στην αγκαλιά του.

«Το ξέρεις ότι μπορείς να μου μιλήσεις για οτιδήποτε συμβαίνει...» του είπα και εκείνος με έστρεψε προς το μέρος του. Σφήνωσε το πρόσωπο μου στα χέρια του και με φίλησε.

«Το ξέρω» είπε και συνέχισε να με φιλάει.

«Ιφιγένεια» ακούστηκε η χαρωπή φωνή του Θανάση και ο Ορέστης με απελευθέρωσε. Γυρίσαμε και οι δύο να τους κοιτάξουμε την στιγμή που ο Θανάσης την είχε σηκώσει στον αέρα και την στριφογύριζε.

«Μου έλειψες. Με εγκατέλειψες με αυτούς τους Ούννους και έφυγες» την άφησε ξανά κάτω. Ο Άλεξ πέρασε το χέρι του διεκδικητικά γύρω από τον λαιμό της. Ο Γιώργος την χαιρέτισε πιο συγκρατημένα. Αν και πρώτη φορά τον έβλεπα να χαμογελά τόσο πλατιά. Για ένα εκτεταμένο χρονικό διάστημα από το μέρος τους ακουγόντουσαν μόνο φωνές και γέλια καθώς θυμούνταν τα παλιά. Ο μπάτλερ τους διέκοψε και μας ανήγγειλε ότι το τραπέζι ήταν έτοιμο. Η αλήθεια ήταν ότι η παρουσία της Ιφιγένειας ήταν καθηλωτική. Φαινόταν τόσο κεφάτη και θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω με μια λέξη η φωνή της ζωής. Η κοπέλα που λατρεύουν όλοι και έως ένα σημείο είχα αρχίσει να νιώθω παράταιρη. Εάν δεν ήταν ο Ορέστης συνεχώς δίπλα μου θα ένιωθα αόρατη. Και κάπως έτσι ένα μικρό αίσθημα ζήλειας, για το οποίο σύντομα ένιωσα ντροπή άρχισε να εμφανίζεται.

Ο κλέφτης της καρδιάς μου (Βιβλίο 2ο)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα