Κεφάλαιο 38ο

1K 144 10
                                    

Ορέστης

Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο, ούρλιαζα από μέσα μου καθώς κατευθυνόμουν στο σπίτι του Θανάση και του Γιώργου. Όχι απλώς είχε γυρίσει πίσω για τα καλά εκείνη αλλά παντρευόταν και τον Άλεξ. Όλα μέσα μου ένιωθα ότι είχαν καταστραφεί σε μια απίστευτη έκρηξη και το μυαλό μου δεν λειτουργούσε σωστά. Εκείνη είχε πυροδοτήσει τα πάντα. Και εγώ τώρα έπρεπε να το παίξω χαρούμενος αδερφός και να υποδεχτώ την πρώην αρραβωνιαστικιά μου ως νύφη. Από την στιγμή που την γνώρισα πίστευα ότι ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Ότι θα συναντιόμασταν ξανά. Θα με είχε συγχωρήσει και επιτέλους θα μπορούσαμε να βάλουμε ένα τέλος στο παρελθόν. Και η Ελένα; Πετάχτηκε μια άλλη φωνή στο κεφάλι μου. Αν πίστευες αυτό για την Ιφιγένεια γιατί ταλαιπωρείς την Ελένα; Γιατί της ζήτησες να συγκατοικήσετε; Γιατί; Είμαι τόσο μπερδεμένος που απλά θέλω να εξαφανιστώ μέχρι να ξεκαθαρίσουν όλα μέσα μου, αλλά δεν μπορώ να το κάνω ξανά στην Ελένα αυτό. Ήδη με έχει συγχωρήσει πολλές φορές και αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία μου. Αλλά αν είμαι ακόμη ερωτευμένος με την Ιφιγένεια πως μπορώ να υποκρίνομαι το αντίθετο μπροστά της; Και αυτή η καταραμένη μας κάλεσε για δείπνο το βράδυ στο σπίτι. Λες και δεν είναι και δικό μου το σπίτι.

«Επέστρεψε η Ιφιγένεια» είπα φανερά ταραγμένος ορμώντας στο σπίτι. Και οι δύο τους έμειναν ακίνητοι να με κοιτάζουν. Αρχικά θεώρησα ότι επεξεργάζονταν τα δεδομένα. Από την άλλη όμως δεν τους είχα δώσει αρκετά.

«Παντρεύεται τον Άλεξ» συμπλήρωσα. Ο Θανάσης μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου είχε φέρει ένα μπουκάλι ουίσκι με τρία ποτήρια. Δεν είχα προλάβει να πιω τις πρώτες γουλιές όταν το κινητό μου χτύπησε. Ο Άλεξ. Δεν το σήκωσα. Επέμεινε. Ήπια μερικές γουλιές από το ποτό μου και το απενεργοποίησα.


Ιφιγένεια

Χτύπησα την πόρτα και χωρίς να περιμένω κάποια ιδιαίτερη πρόσκληση πέρασα μέσα στο γραφείο. Ο χώρος ήταν γνώριμος και έμοιαζε να μην έχει αλλάξει τίποτα όλα αυτά τα χρόνια που έλειψα. Ο Παύλος και ο Αναστάσης σήκωσαν τα κεφάλια τους από τον υπολογιστή και με κοίταξαν έκπληκτοι. Πρώτος ο αδερφός μου σηκώθηκε και με φίλησε. Έπειτα ο Παύλος.

«Πως και κατέβηκες στην Αθήνα αδερφούλα;» ρώτησε ειρωνικά ο Αναστάσης.

«Μου λείψατε και ήρθα να σας δω. 3 χρόνια είναι πολλά» σχολίασα «επίσης παντρεύομαι»

Ο κλέφτης της καρδιάς μου (Βιβλίο 2ο)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα