Απώλεια {TYS17}

By angelalala88

16.3K 3.1K 1.2K

Λεμεσός, Μάρτιος 2012 Κάποιος τη βρήκε στο λιμάνι. Ήταν πεσμένη και διπλωμένη στα δύο, ενώ το αίμα κυλούσε απ... More

Εισαγωγή
Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 10
Κεφάλαιο 11
Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14
Κεφάλαιο 15
Κεφάλαιο 16
Κεφάλαιο 17
Κεφάλαιο 19
Κεφάλαιο 20
Κεφάλαιο 21
Κεφάλαιο 22
Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24
Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 26
Κεφάλαιο 27
Κεφάλαιο 28
Κεφάλαιο 29
Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 32
Κεφάλαιο 33
Κεφάλαιο 34
Κεφάλαιο 35
Κεφάλαιο 36
Κεφάλαιο 37
Κεφάλαιο 38
Κεφάλαιο 39
Κεφάλαιο 40
Κεφάλαιο 41
Κεφάλαιο 42
Κεφάλαιο 43
Κεφάλαιο 44
Κεφάλαιο 45
Κεφάλαιο 46
Κεφάλαιο 47
Κεφάλαιο 48
Κεφάλαιο 49
Κεφάλαιο 50
Κεφάλαιο 51
Κεφάλαιο 52
Κεφάλαιο 53
Κεφάλαιο 54
Κεφάλαιο 55
Κεφάλαιο 56
Κεφάλαιο 57
Κεφάλαιο 58
Κεφάλαιο 59

Κεφάλαιο 18

277 61 83
By angelalala88

-Η Αλμπέρτα είναι μέσα στη κουζίνα και μαγειρεύει. Θέλεις να της πω να μας φέρει ένα τσαι, θα κάτσεις;

-Ναι, πες της. Η Λήδα άφησε τη τσάντα της στον καναπέ και μετακίνησε το καροτσάκι δίπλα με το τραπέζι. Δύσκολο πράγμα η αναπηρία. Πάρα πολύ δύσκολο... 

-Αδερφή πάω μια στιγμούλα στην τουαλέτα δεν θα αργήσω., άκουσε τη φωνή της Ρεβέκκας. Έβγαλε το μπουκαλάκι με τα χάπια και πήρε ένα από μέσα. Ένα λεπτό αργότερα κατέφτασε η Αλμπέρτα με το δίσκο. 

-Αλμπέρτα, τι είναι αυτή η μυρωδιά; 

-Ποια μυρωδιά; 

-Σαν κάτι να καίγεται... 

-Ω Θεέ μου, η σούπα!, της απάντησε. Μόλις εκείνη εξαφανίστηκε, η Λήδα με το κουταλάκι που υπήρχε στον δίσκο έλιωσε το χάπι και τα έριξε στο τσάι της αδερφής της. Ύστερα μετακίνησε το καροτσάκι προς τον καναπέ και πήρε το βιβλίο που υπήρχε πάνω. Ήταν το "Υπόγειο", του Ντοστογιέφσκι, αγαπημένο βιβλίο της Ρεβέκκας. Είχε διαβάσει άπειρες φορές τη πρώτη και τη τελευταία σελίδα όπως συνήθιζε με κάθε βιβλίο. Πότε της όμως, η Λήδα, δεν είχε αποτολμήσει να διαβάσει και όλο το βιβλίο, ίσως επειδή εκείνη προτιμούσε τα Αρλεκιν και τις ρομαντικές ιστορίες. Έμεινε για λίγο ακίνητη, σαν να σκέφτηκε κάτι και ύστερα έκλεισε το βιβλίο. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό, όταν είδε τη Ρεβέκκα να εμφανίζεται στο σαλόνι κατάχλωμη. Η Λήδα την κοίταξε περίεργα. 

-Συμβαίνει κάτι; Τι έπαθες; 

-Έχω πρόβλημα στο στομάχι. Δεν νιώθω καλά. 

-Έχεις φάει τίποτα; 

-Όχι. 

-Πιες το τσάι σου, θα νιώσεις καλύτερα. Η Ρεβέκκα πήρε το φλιτζάνι κι άρχισε να πίνει γρήγορα γρήγορα. Ακούστηκε ένα κουδούνισμα και στην οθόνη του κινητού της η Λήδα είδε το όνομα "Δημήτρης". 

-Ε... Ρεβέκκα με παίρνει τηλέφωνο η Μαρία από το σπίτι, μισό λεπτό να το σηκώσω., είπε και μετακίνησε το καρότσι προς τη πόρτα. 

-Έλα. 

-Λήδα, θέλω να βρεθούμε αύριο. Μπορείς; 

-Κοίτα, τώρα είμαι με την αδερφή μου, δυσκολεύομαι να μιλήσω. Να σε πάρω εγώ πιο μετά; 

-Μη με ξεχάσεις. 

-Οκ, θα τα πούμε., απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο. 

-Προβλήματα;, ρώτησε η Ρεβέκκα. 

-Όχι, εντάξει όλα καλά. Πιες το τσαι σου. Η αδερφή της ξαναπήρε το φλιτζάνι και ήπιε ότι είχε απομείνει. 

-Λήδα, σήμερα δεν είναι το ραντεβού με τον δολοφόνο; 

-Ναι., ξεροκατάπιε. 

-Δεν θα πας, έτσι; 

-Θα πάω. 

-Τότε πρέπει να ετοιμαστώ... 

-Ναι, να ετοιμαστείς. Αφού το θες, θα έρθεις μαζί μου. Η Ρεβέκκα την κοίταξε, σαν να μη μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε. Είχε προετοιμαστεί για να καυγαδίσει με την αδερφή της, είχε ήδη προετοιμάσει τα επιχειρήματα που θα της έλεγε. 

-Αλήθεια; Άλλαξες γνώμη; 

-Μ' έπεισες αδερφούλα, θα έρθεις μαζί μου. 

-Τότε να ετοιμαστώ. 

-Ε, ναι. Η Ρεβέκκα χασμουρήθηκε και έτριψε τα μάτια της. 

-Νιώθω να νυστάζω. 

-Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς., της απάντησε κοφτά η Λήδα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά είδε την αδερφή της να γερνεί στον καναπέ και να κλείνει τα μάτια. 

-Όνειρα γλυκά αδερφή..., ψιθύρισε κι έκλεισε τη πόρτα πίσω της...

                     
                                                                                        ***

Ώρα μηδέν

Σηκώθηκε από τον καναπέ, μ' έναν μορφασμό πόνου. Είχε πιαστεί έτσι όπως την είχε πάρει ο ύπνος, σε μια αφύσικη στάση. Αλήθεια πόση ώρα κοιμόταν; Δεν μπορούσε να υπολογίσει.

Έκανε ν' αρπάξει το κινητό της, από συνήθεια, όμως αυτή τη φορά το άφησε πάλι πίσω στο τραπεζάκι. Εκείνος δεν θα την είχε πάρει τηλέφωνο πάλι. Εκείνος την απέφευγε μονίμως, όμως η Ρεβέκκα εθελοτυφλούσε, δεν ήθελε να το καταλάβει. 

Τώρα, που ήταν η αδερφή της; Μάλλον είχε πάει μόνη στο ραντεβού με τον δολοφόνο. Το ήξερε, ότι η Λήδα θα έκανε πάλι του κεφαλιού της.

Πήρε τον κινητό και πληκτρολόγησε τον γνωστό αριθμό. Η Λήδα δεν το σήκωνε, το είχε στο αθόρυβο.

Σηκώθηκε βιαστικά και πήρε την τσάντα της. Έπρεπε να πάει στον Δημήτρη, να τον δει. Δεν χρειαζόταν να του χτυπήσει, είχε κλειδιά του σπιτιού του, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ψάξει στο συρτάρι της βιβλιοθήκης, για να τα βρει.

Μα τι περίεργο... τα κλειδιά έλειπαν. Η Ρεβέκκα κούνησε νευρικά το κεφάλι για να θυμηθεί και να φύγει κάπως ο ύπνος . Πρέπει να τα πέταξε κάπου και να μην το θυμόταν. Δεν διέθετε υπομονή για να ψάξει. Πήρε τσάντα και κλειδιά αυτοκινήτου και βγήκε έξω. Ο κρύος αέρας χτύπησε με μανία το πρόσωπο της. Της άρεσε όμως, ένιωθε ζωντανή έτσι...

Ένα τέταρτο αργότερα βρισκόταν έξω από την τετραόροφη πολυκατοικία. Για καλή της τύχη την ώρα που πλησίαζε, κάποιος άνοιξε την εξώπορτα και εκείνη μπήκε βιαστικά μέσα. Πήρε το ασανσερ, ενώ η καρδιά της χτυπούσε όλο και πιο δυνατά.

Σταμάτησε στον τρίτο και προχώρησε μέχρι τη πόρτα του. Ξαφνικά την έλουσε κρύος ιδρώτας. Γιατί η πόρτα ήταν ανοιχτή, ενώ κάτω από τα πόδια της έβλεπε σταγόνες από αίμα. Δεν έχασε καιρό, μπήκε αμέσως στο διαμέρισμα. Το τρέμουλο σε όλο της το σώμα έγινε ακόμα πιο έντονο. Ήταν αδύνατο να το συλλάβει το μυαλό της αυτό.

Μόνο μερικά βήματα χρειάστηκαν για να βρεθεί μπροστά στο πτώμα του. Στο πτώμα του Δημήτρη που κειτόταν ακίνητο πάνω στο λευκό πάτωμα, το οποίο είχε γίνει κόκκινο πια από το αίμα του. 

Κούνησε το κεφάλι, σαν να ήθελε να διώξει αυτή την εικόνα. Ένα δυνατό ουρλιαχτό έσκισε τα χείλη της, γκρέμισε τους τοίχους. Το βλέμμα του Δημήτρη την κοιτούσε παγωμένο.

Κούνησε τα χείλη του σαν να ήθελε κάτι να πει. Ήταν ζωντανός...

-Για...για...τι;, άκουσε τη φωνή του. 

-Γιατί τι; Δεν καταλαβαίνω., απάντησε η Ρεβέκκα μέσα στη ταραχή της.

-Κρατήσου αγάπη μου, τώρα θα καλέσω ασθενοφόρο! Θα γίνεις καλά, μη φοβάσαι!,φώναξε και άρπαξε το κινητό της.

Μιλούσε μπερδεμένα, έχανε τα λόγια της, φώναζε. Τρελαινόταν...

Ξαφνικά πέταξε ότι κρατούσε στο πάτωμα και τον πήρε αγκαλιά, αδιαφορώντας για τα πανάκριβα ρούχα της που είχαν αρχίσει να γεμίζουν με αίμα.

-Για...γιατί;, επέμεινε ο Δημήτρης.

-Δημήτρη μη μιλάς, κουράζεσαι έτσι. Δεν καταλαβαίνω τι μου λες, απλά προσπάθησε να μη κλείσεις τα μάτια σου, τώρα έρχεται το ασθενοφόρο! Κρατήσου., είπε και τον φίλησε στο μέτωπο. 

Όμως εκείνος την κάρφωσε με τα γαλάζια μάτια. Και το βλέμμα του ήταν πιο σκοτεινό ποτέ. Περίεργο βλέμμα.'Υστερα, έτσι στα ξαφνικά έμεινε ακίνητος. Έκλεισε τα μάτια του! 

Από πίσω της ακούστηκαν φωνές, πρέπει να ήταν κάποιος ανήσυχος γείτονας, που άκουσε το ουρλιαχτό της. Γύρισε να τον κοιτάξει και στο επόμενο δευτερόλεπτο όλα έγιναν μαύρα.

Λιποθύμησε... 

Διπλό κεφάλαιο. Το χρωστάτε στο JustinBatsios αυτό!

Continue Reading

You'll Also Like

44.5K 2.7K 45
Σταύρωσα τα χέρια μου και έτριψα τα μπράτσα μου Κρυώνω πολύ άλλα σιγά μη του έλεγα Γιώργος "Μη περιμένεις να σου δώσω το φούτερ μου σαν φλώρος να μη...
11.6K 1.7K 21
«Αρκετά.!» Φώναξε δυνατά, κάτι το οποίο με έκανε να αναπηδήσω ελαφρώς προς τα πίσω από φόβο. Πριν προλάβω να αντιδράσω, ξαφνικά με άρπαξε από τον καρ...
124K 5K 75
"Το καταλαβενεις τι κάναμε?" Ρωτάω σιγά "Εβελιν μην με απομακρύνεις από κοντά σου" λέει με δάκρυα "Είσαι κοντά μου και θα είσαι. Αλλά όχι με αυτό τον...
140K 10.2K 34
Η περιέργεια σκότωσε την γάτα αλλά εδώ η περιέργεια σκότωνε εμένα κάθε στιγμή και κάθε λεπτό. Τι συμβαίνει όταν γίνεσαι μάρτυρας πραγμάτων που υποτίθ...