Ο Τελευταίος Πρίγκιπας

By Marypap04

1.6K 132 764

Ο Αλεξέι είναι ο υιοθετημένος γιος ενός ζευγαριού φτωχών αγροτών από τη Σιβηρία, στα πρώτα χρόνια της μετεπαν... More

Ο Τελευταίος Πρίγκιπας
i.
ii.
Σημαντική σημείωση
Πρόλογος
Κεφάλαιο πρώτο
Κεφάλαιο δεύτερο
Κεφάλαιο τρίτο
Κεφάλαιο πέμπτο
Κεφάλαιο έκτο
Κεφάλαιο έβδομο
Κεφάλαιο όγδοο
Κεφάλαιο ένατο
Κεφάλαιο δέκατο
Κεφάλαιο ενδέκατο

Κεφάλαιο τέταρτο

94 7 75
By Marypap04

Έβαλε τον φρουρό που οδηγούσε το αυτοκίνητο να τον αφήσει στο Λουμπιάνκα. Εκείνος θέλησε στην αρχή να μείνει, μα ο Νικίτιν τον διέταξε επίμονα κι απειλητικά να πάρει δρόμο. Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του μόνος, περπατώντας. Κάθε μέρα ανελλιπώς έκανε το διπλό δρομολόγιο από το διαμέρισμά του στα κεντρικά το πρωί κι από τα κεντρικά στο διαμέρισμα το απόγευμα ή και το βράδυ. Ό,τι ώρα κι αν είχε βάρδια, πήγαινε πάντα από το πρωί στο κτίριο, κι ας καθόταν δίχως να κάνει τίποτα για τρεις και τέσσερις ώρες. Το προτιμούσε απ’ το να κάθεται στο σπίτι του δίχως να κάνει τίποτα, γιατί οι τοίχοι του Λουμπιάνκα έκλειναν έξω και μακριά του πολλές ανεπιθύμητες σκέψεις που εκεί τον επισκέπτονταν ανενόχλητες. Όχι, εκεί πέρα γύριζε μόνο για να φάει και να κοιμηθεί. Σχεδόν δεν γνώριζε καν τους γείτονές του, πολλούς δεν τους είχε δει ποτέ κι ούτε εκείνοι τον είχαν δει, κι αισθάνονταν σαν να κατοικούσε ένα αόρατο κι άυλο φάντασμα πίσω απ’ την πόρτα του διαμερίσματος του.

Όταν το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε, κοντοστάθηκε για λίγο κάτω από το υπόστεγο του κτιρίου. Έβρεχε και το είχε ξεχάσει τόση ώρα. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο προσεκτικά και το κάπνισε κοιτώντας νευρικά το ρολόι του. Πέντε λεπτά αργότερα το είχε πετάξει στον βρεγμένο δρόμο. Το νερό ανάγκασε την αναμμένη καύτρα να σωπάσει, κι εκείνος μπήκε για μια στιγμή μόνο μέσα στο κτίριο. Άφησε μήνυμα πως ήθελε αύριο πρωί πρωί στο γραφείο του τον Ντουναγιέφσκι, χαιρέτησε όσους βρήκε να περιφέρονται εδώ κι εκεί έτοιμοι να μείνουν στα γραφεία τους μέχρι αργά το βράδυ κι έφυγε. Πήρε μόνος και τυλιγμένος στο παλτό του τον δρόμο για το σπίτι του ανάμεσα στις κατοικημένες γειτονιές του κέντρου, χαζεύοντας κι ακούγοντας όσα είχαν να του πουν. Από κάποιο γραμμόφωνο στο μπαλκόνι ενός διαμερίσματος ξεχυνόταν ο διαπεραστικός και γκρινιάρικος ήχος μιας τρομπέτας με σουρντίνα. Ένας γέρος καθόταν σ’ ένα άλλο μπαλκόνι και διάβαζε εφημερίδα. Στα πεζοδρόμια ξεπρόβαλλαν φωτισμένα τα μικρά παντοπωλεία, τα μαγειρεία και τα σκονισμένα καφέ. Έξω από τα μαγαζιά που πουλούσαν γάλα, ψωμί, λαχανικά και φρούτα στέκονταν χείμαρροι, στριμωγμένοι κάτω από τα μικρά υπόστεγα, οι Μοσχοβίτες που περίμεναν στην ουρά, καπνίζοντας και συζητώντας παρέα, οι Μοσχοβίτισσες με τα μαντήλια τους, άλλες μόνες κι άλλες σε μεγάλες φασαριόζικες παρέες. Τα γέλια και τα μουρμουρητά όμως κόβονταν μαχαίρι μόλις έβλεπαν πως περνούσε δίπλα τους ένας αξιωματικός της Γκεπεού. Κάποιοι τον χαιρετούσαν βεβιασμένα, μα ο Λέο δεν απαντούσε, ούτε καν τους κοίταζε.

Καμιά φορά όμως έπιανε τον εαυτό του να αναρωτιέται: λες ανάμεσα σ’ αυτούς τους καθημερινούς ανθρώπους στους οποίους δεν έδινε σημασία να βρίσκονταν προδότες; Λες αυτοί να διέδιδαν τις φήμες που τόσο ανησυχούσαν τον Λένιν; Να αγαπούσαν το χαμένο τους πριγκιπόπουλο και να το ήθελαν ζωντανό; Να ζούσαν ακόμα στον κόσμο των παραμυθιών, όπου υποχρεωτικά υπήρχε πάντα ένας βασιλιάς, μια βασίλισσα και οι γαλαζοαίματοί τους απόγονοι; Γιατί ποιο παραμύθι μιλούσε για εργάτες, για προλετάριους, για χτίστες και σιδηροδρομικούς και καθαριστές; Ακόμα και τα όμορφα ψέματα που μ’ αυτά κοίμιζαν οι γονείς τα παιδιά ήταν δημιούργημα της αριστοκρατίας και των μπουρζουάδων. Πολύ εκνευριζόταν ο Λέο κάθε φορά που ανακάλυπτε στον νέο τους κόσμο ένα νέο ράγισμα, μια λεπτομέρεια που δεν είχαν καταφέρει να κατατροπώσουν, κι όλα αυτά γιατί πιο εύκολα άλλαζε μια χώρα από Τσάρο σε Μπολσεβίκους παρά τα μικρά μυαλά των χαρούμενων Μοσχοβιτών στις ουρές των παντοπωλείων, που δεν έλεγαν να ζήσουν χωρίς πρίγκιπες, παραμύθια και ψέματα δήθεν καλύτερα από τα εργοστάσια, τα κοινόχρηστα διαμερίσματα και τις πορφυρές σημαίες με το σφυροδρέπανο.

«Ζήτω η Επανάσταση, σύντροφε αξιωματικέ!» του φώναξε κάποιος που παραλίγο να πέσει πάνω του καθώς έστριβε στον παραπέρα δρόμο.

«Άντε χάσου, μη σε χώσω μέσα» του μούγκρισε ο Λέο, στενεύοντας ακόμα πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως τα στενά μάτια του.

Μέσα από τα ανοίγματα των μικρών δρόμων που περνούσε, μπορούσε να διακρίνει κομματάκια κομματάκια την Κόκκινη Πλατεία, που όλο και γαλήνευε καθώς περνούσε η ώρα. Κοίταξε το ρολόι του. Όχι, δε θα πήγαινε στο σπίτι, αποφάσισε. Θα έτρωγε έξω, θα σκότωνε την ώρα του με λίγες άσκοπες γύρες, κι ας έβρεχε, και θα κατέληγε εκεί που είχε προγραμματίσει. Στις οχτώ. Οδός Ιλίνκα 15. Ένα ξεθωριασμένο χαμόγελο χαράχτηκε από τη μία άκρη του προσώπου του ως την άλλη. Τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα μονάχα είχε λόγο να χαμογελάει έτσι. Ήταν η μοναδική παράκαμψη του καθημερινού του απαράλλαχτου προγράμματος που πραγματικά την απολάμβανε, και που δε θα την άλλαζε ούτε κατά διάνοια με την συνηθισμένη κι ασφαλή προοπτική της επιστροφής του στο δικό του σπίτι στην οδό Τβέρσκαγια, στην πολύβουη κι ανήσυχη καρδιά της Μόσχας.

Στα μικρά, στενά δρομάκια που διέσχιζε τώρα, ο κόσμος ήταν λιγοστός. Μια γυναίκα κρεμόταν από τα κάγκελα του μπαλκονιού και μάζευε τη μπουγάδα. Τα παιδιά που έπαιζαν έτρεχαν μέσα στα σπίτια τους για να μη βραχούν. Ένας ταχυδρόμος με ποδήλατο πέρασε κι ο Λέο του έγνεψε γιατί τον ήξερε. Και στο δικό του σπίτι αυτός έφερνε τα γράμματα. Όχι πως αυτός λάβαινε ποτέ κανένα γράμμα, πέρα από τις γραφικές επιστολές της μητέρας του, στις οποίες είχε πια πάψει να απαντάει. Η αλήθεια ήταν πως δεν του ερχόταν καθόλου άσχημα να μαθαίνει πως εκείνη και τα αδέρφια του ήταν καλά. Τα μικρά ειδικά δεν έφταιγαν σε τίποτα, σε σάπιο σπίτι είχαν γεννηθεί χωρίς κανείς να τα ρωτήσει αν θέλουν και σάπια θα μεγάλωναν δίχως να το καταλάβουν καν. Καμία έκπληξη δεν του είχε κάνει όταν έμαθε από τη μητέρα του, ναι, τη μητέρα εκείνη που έκανε τόσα όνειρα για τον έξυπνο αδερφό του τον Αντρέι, πως εκείνος είχε αφήσει το σχολείο μετά την τελευταία τάξη του δημοτικού και τώρα έκοβε για πενταροδεκάρες εισιτήρια στον σταθμό των τρένων στο Τιουμέν* κι όταν έφταναν τα δρομολόγια κουβαλούσε τις βαλίτσες των επιβατών περιμένοντας κάποιος να του βάλει κανένα χαρτονόμισμα στο χέρι.

Τι έλεγε εκείνος για όλα αυτά; Τίποτα. Δεν απαντούσε στα γράμματα, μάθαινε για τους δικούς του αλλά δεν τους έστελνε τίποτα πίσω. Παρ’ όλα αυτά, η μητέρα του ήξερε πως ήταν ζωντανός, ήξερε για τη δουλειά του στη Μόσχα. Κι αυτό γιατί της έστελνε χρήματα, λίγα, κάθε μήνα. Και ευχαριστιόταν κρυφά και βαθιά μέσα του με την ταπείνωση που ήξερε πως της προκαλούσε αναπόφευκτα αυτό, να παίρνει απλώς μια πληρωμή κάθε τριάντα μέρες, λες κι ήταν υπηρέτρια ή κάτι χειρότερο, λες κι ο ίδιος της ο γιος δεν την καταδεχόταν. Ίσως ήταν σκληρός, ίσως απαράδεκτος, μα δεν τον ένοιαζε. Θα έκανε τα πάντα προκειμένου να μην τον καταπιεί ξανά η σιχαμερή μιζέρια της ζωής σ’ εκείνο το σπίτι, μαζί μ’ εκείνους τους ανθρώπους.

Δεν ήταν απλώς φτωχοί ή αγράμματοι, ήταν άσχημοι, ήταν άθλιοι, και το αθλιότερο σ’ αυτούς ήταν ο φόβος τους να προσπαθήσουν να σκαρφαλώσουν έξω απ’ την αθλιότητά τους. Ο Λέο δεν φοβόταν, μα ήταν ικανοποιημένος ακριβώς στη θέση που βρισκόταν τώρα, και για να φτάσει εκεί είχε ρισκάρει την ελευθερία του, την ίδια του τη ζωή, είχε το θάρρος να γκρεμίσει τους τοίχους γύρω απ’ τους οποίους είχε γεννηθεί και μεγαλώσει και να βρει καταφύγιο κάτω από άλλους, καινούργιους, ετοιμόρροπους στην αρχή μα δυνατότερους εν τέλει. Ήταν ικανοποιημένος, και γιατί να μην είναι στο κάτω κάτω; Ένας ανώνυμος ίσος ανάμεσα σε ίσους, μια γνήσια, ατσάλινη σοβιετική ψυχή, ένας αφοσιωμένος υπηρέτης του μοναδικού ανθρώπινου και αληθινού νόμου. Ακόμα περισσότερο, τώρα θα γινόταν αυτός που θα απέτρεπε την πιθανή καταστροφή, αυτός που – αν πράγματι αλήθευαν όσα υποψιαζόταν ο Λένιν – θα εξάλειφε το τελευταίο θρύψαλο μιας αυτοκρατορίας κομματιασμένης, που ζούσε αιώνες πάνω στο αίμα και τον ιδρώτα, τον τρόμο και τα ψέματα. Τον τελευταίο πρίγκιπα του τελευταίου παραμυθιού. Ήταν μόνο δίκαιο να το αναλάβει εκείνος. Ο Λένιν είχε όπως πάντα διαλέξει και πράξει σωστά, κι ο αξιωματικός Νικίτιν ήξερε πως από δω και μπρος ήταν καθήκον του να πετύχει με κάθε τρόπο.

Είχε αποφασίσει να στείλει αρχικά τον Ντουναγιέφσκι στη Σιβηρία, να περιπλανηθεί στο Τομπόλσκ και στη γύρω περιοχή, να μάθει όσα μπορούσε για τον Στεπάν Νικίτιν, να πάει και στους δικούς του αν ήταν ανάγκη. Ανάλογα με τα ευρήματα, θα σχεδίαζαν την παραπέρα πορεία τους. Εκείνος δεν ήθελε, ούτε άντεχε να ταξιδέψει εκεί. Το μόνο που θα έκανε ήταν να γράψει για πρώτη φορά στη μητέρα του. Ή μάλλον όχι σ’ εκείνη, στον Αντριούσα καλύτερα. Μόλις που τον ήξερε, αλλά το προτιμούσε. Ήταν άλλωστε κι ο μόνος που διάβαζε σ’ εκείνο το σπίτι. Θα τους έγραφε να συνεργαστούν με τον Ντουναγιέφσκι, να μην του κρύψουν τίποτα για την αυτοκτονία και τους λόγους της. Και μόνο στην ιδέα πως μπορεί ο πατέρας του να είχε αφήσει τον Ρομανόφ να ζήσει, να είχε λυπηθεί βλακωδώς έναν μικρό τύραννο που ζούσε σε βάρος δικό του, της γυναίκας του, των παιδιών του, του κόσμου ολόκληρου, ο Λέο τρελαινόταν από την επιθυμία να του είχε φυτέψει εκείνος μια σφαίρα στο κεφάλι, πριν προλάβει να το κάνει ο ίδιος στον εαυτό του. Ο πόλεμος τον είχε διαβεβαιώσει πως δεν δίσταζε πια μπροστά σε τίποτα. Ειδικά τώρα, που δεν κυνηγούσε ένα παιδί, αλλά έναν σχεδόν εικοσάχρονο άντρα, τώρα που δεν κυνηγούσε τον διάδοχο αλλά τον ίδιο τον Τσάρο. Ο θάνατος του πατέρα του τον είχε αυτομάτως μεταμορφώσει, όπως ακριβώς είχε ρίξει αυτομάτως στις πλάτες του Λέο το βάρος της οικογένειάς του ο θάνατος του δικού του πατέρα.

Την εξουσία όμως ο Αλεξέι Ρομανόφ δεν θα την έκανε πέρα, ο Λέο ήταν πεπεισμένος για αυτό. Οι γιοι των βασιλιάδων τρίβουν τα χέρια τους βλέποντας τους πατεράδες τους να γερνάνε, ακόμα κι αν δεν το φανερώνουν, ακόμα κι αν το κάνουν στην πιο κρυφή γωνιά της ψυχής τους, και αντιμετωπίζουν τον πατρικό θάνατο πιο κυνικά απ’ όλους, γιατί ξέρουν πως κερδίζουν απ’ αυτήν την απώλεια. Έτσι τα είχε στο μυαλό του τα πράγματα.

Φτάνοντας σ’ ένα μικρό εστιατόριο, έρημο από κόσμο και χαμηλοτάβανο, μπήκε μέσα και κάθισε πλάι στο παράθυρο. Με πολλή προσπάθεια και φαντασία μπορούσε να διακρίνει τις κορυφές των τρούλων του Καθεδρικού του Αγίου Βασιλείου από την μεγάλη πλατεία. Μα τι σημασία είχε τέλος πάντων αυτό; Ο άνθρωπος του μαγαζιού τον πλησίασε. Σε αντίθεση με τους άλλους του παντοπωλείου, δεν ήταν ούτε λίγο μουδιασμένος, ούτε λίγο φοβισμένος. Αν τον έβλεπε ο Ντουναγιέφσκι θα έλεγε πως ήταν σίγουρα Ουκρανός. Καυχιόταν πως μπορούσε να καταλάβει τους ξένους με μια ματιά κι είχε γεμίσει όλη τη Μόσχα Ουκρανούς, Γεωργιανούς και Λευκορώσους.

«Τι να σας φέρω, κύριε;» ρώτησε χωρίς να κοιτάζει τον Λέο.

«Το καλύτερό σου» απάντησε εκείνος.

«Βότκα;»

«Ούτε για αστείο. Κάνε γρήγορα» του έγνεψε ο Νικίτιν κι έστρεψε ξανά τα μάτια του στο παράθυρο, χωρίς αυτή τη φορά να μπορεί να δει τους τρούλους.

Δεν έπινε ποτέ. Όχι πριν τις συναντήσεις τους. Δεν του το είχε ζητήσει εκείνη, αυτός το είχε αποφασίσει. Ίσα ίσα, η Σόνια τον πείραζε γι’ αυτό, δεν τον καταλάβαινε. Εκείνης της άρεσε πολύ να πίνει πριν τον υποδεχτεί στο σπίτι της. Γνωρίζονταν δύο χρόνια σχεδόν, και συναντιούνταν ενάμισι και κάτι. Ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερή του, μα δεν της φαινόταν, επειδή ο Λέο μεγαλόδειχνε, μα κι επειδή οι τρόποι της Σόνιας ήταν ώρες ώρες τόσο παιδικοί, τόσο χαρούμενοι, αστείοι και χαριτωμένα αφελείς κι αδέξιοι. Ήταν όμως έξυπνη γυναίκα, έξυπνη και ελεύθερη. Χόρευε μπαλέτο πριν την Επανάσταση, τώρα ζωγράφιζε και διάβαζε. Δεν κυκλοφορούσαν ποτέ έξω μαζί, βρίσκονταν μόνο στο σπίτι της Σόνιας, κι εκεί οι περιπέτειές τους έξω απ’ αυτό ενώνονταν κι έρχονταν στο φως. Έλεγαν όλα τους τα μυστικά, σαν αδέρφια, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο καθένας για τον άλλον. Κι όσο κι αν ο Λέο ήξερε πόσα πράγματα έκρυβε από την σύντροφό του, αδυνατούσε να επιτρέψει στον εαυτό του την υποψία πως κι εκείνη μπορεί να του έκρυβε μερικά. Είχε ανάγκη να εμπιστεύεται έστω κι έναν άνθρωπο, κι ας μην το παραδεχόταν μέσα του. Η Σόνια ήταν για εκείνον ό,τι δεν ήταν και δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι ο Ντουναγιέφσκι, ο Ντζερζίνσκι ή η μάνα του. Στο διαμέρισμά της στην οδό Ιλίνκα 15 ένιωθε λες και βρισκόταν το πατρικό του σπίτι, όπου ήξερε τη θέση όλων των αντικειμένων, τη μυρωδιά και την αίσθηση κάθε δωματίου, όπου ένιωθε ζεστός, ασφαλής και ξεχνούσε τον πατέρα και τη μάνα του, το Λουμπιάνκα και τον πόλεμο κι όλα έξω απ’ τη γυμνή ψυχή του, εκείνη που με την πρώτη τους αγκαλιά παρέδιδε στα χέρια της Σόνιας και που έμενε παραπονεμένη κάθε φορά που έφευγε.

Άρεσε και στους δύο που οι συναντήσεις τους ήταν κανονισμένες, προγραμματισμένες. Τρεις φορές την εβδομάδα, στις 8 το βράδυ, και τις Κυριακές την ίδια ώρα. Πάντα στο σπίτι της Σόνιας. Ο Λέο ήξερε πως αυτό που είχαν δεν ήταν κάτι που μπορούσε να μοιραστεί μαζί τους ο έξω κόσμος, ούτε και του άρεσε η προοπτική. Η Σόνια από την άλλη είχε ήδη αρκετά φλερτ στη ζωή της πριν έρθει εκείνος, είχε ωριμάσει και δεν την ενθουσίαζαν πια οι ρομαντικές βόλτες στην εξοχή και οι βραδιές στο θέατρο. Της αρκούσε ο Λέο, ο μοναδικός εραστής που είχε κρατήσει τόσο καιρό κοντά της, και προτιμούσε να κλείνει τις ερωτικές τους εκδηλώσεις πίσω από την πόρτα της. Έτσι απέφευγαν και οι δύο τους μπελάδες.

Ο Νικίτιν έφαγε βιαστικά το βοδινό που του είχε σερβίρει ο άντρας, πλήρωσε και έφυγε. Πέρασε σχεδόν μια ώρα περιφερόμενος άσκοπα στις γειτονιές κοντά στην Κόκκινη Πλατεία, κάπνισε δύο τσιγάρα, μετρούσε τα λεπτά κοιτώντας το ρολόι του. Στο τέλος βαρέθηκε και τράβηξε κατά την πλατεία. Ήταν γεμάτη κόσμο ακόμα και τώρα, γεμάτη ζωή, όπως την πρώτη φορά που την είχε δει. Ήταν φοιτητής, αλλά τα παράτησε όλα για χάρη της Επανάστασης και κατέληξε στρατιώτης. Ανώνυμος, δίχως να επιζητεί την προσοχή κανενός, ερχόταν και στεκόταν σ’ αυτήν την πλατεία ανάμεσα στο πλήθος, στις ομιλίες του Λένιν και στα συλλαλητήρια, στις Πρωτομαγιές και τις απεργίες. Τραγουδούσε τη Διεθνή με το χέρι υψωμένο και την καρδιά να χτυπά ξέφρενα, ένα μικρό παλικάρι ακόμα με χνούδι και όχι γένια στο πρόσωπο, κρατούσε κόκκινες σημαίες και πανό, έτρωγε ξύλο από τους έφιππους Κοζάκους. Τότε ένιωθε την πλατεία δική του, φίλη του. Όχι πια. Κάτω από τα πόδια του βρίσκονταν θαμμένοι και τιμημένοι οι συναγωνιστές του τότε. Ένα βήμα κι ένα γύψινο μνημείο τώρα χαιρετούσαν τα υπολείμματα της ανάμνησής τους, κι αυτό έκανε το στομάχι του να ανακατεύεται. Τα μνημεία πάντα του προκαλούσαν ταραχή, εξέπνεαν πάνω του την ματαιότητα του ένδοξου θανάτου και τη λήθη στην οποία καταδίκαζαν τον εαυτό τους οι ανώνυμοι ήρωες. Κι όσο κι αν είχε αποφασίσει εδώ και χρόνια μέσα του πως αυτό δεν ήταν αλήθεια, το να το θυμάται τον ενοχλούσε.

Περπατούσε πλάι στους κόκκινους τοίχους του Κρεμλίνου με τα χέρια στις τσέπες. Στο σκοτάδι δεν φαίνονταν τα διακριτικά του παλτού του, κανείς απ’ όσους τον προσπερνούσαν δεν καταλάβαινε πως ήταν της Γκεπεού και κανείς δεν αντιδρούσε όπως οι άνθρωποι στα μαγαζιά πριν. Από πίσω του άκουγε μονάχα τον ήχο απ’ τους ψιθύρους ενός άντρα και μιας γυναίκας που περπατούσαν αγκαλιασμένοι κάτω από μια ομπρέλα, κάνοντας τη βόλτα τους στους κήπους. Όλοι οι άλλοι βάδιζαν πολύ γρηγορότερα, έβλεπε μονάχα τις πλάτες τους και τις ομπρέλες τους να ξεμακραίνουν. Το ρολόι του πύργου Σπάσκαγια έδειχνε επτά και τέταρτο. Απέναντί του έλαμπαν ακόμη τα φώτα του Κρατικού Πολυκαταστήματος και μπορούσε σχεδόν να δει και να ακούσει τους ανθρώπους που περιφέρονταν μέσα, μπροστά του στεκόταν σαν βγαλμένος από παραμύθι ο ναός του Αγίου Βασιλείου, που τα χρώματά του ίσα που ξεχώριζαν στη νύχτα. Κι ένιωθε ανήσυχος, σαν φοβισμένο ζώο που βρίσκεται για πρώτη φορά μέσα στην καρδιά του δάσους, μακριά από τη φωλιά του, μπροστά σε πλάσματα κι εικόνες που του είναι ξένες κι απειλητικές. Για μια σύντομη στιγμή, που κράτησε ίσως όσο μια ανάσα, κοίταξε το Κρεμλίνο και τον τοίχο και το φωτισμένο πολυκατάστημα και τους ανθρώπους κι αναρωτήθηκε: τι γύρευε αυτός ανάμεσά τους; Την επόμενη στιγμή όμως θυμήθηκε και συνειδητοποίησε ακριβώς και τ’ όνομά του, και την αποστολή του, και το Λουμπιάνκα και τον Ντουναγιέφσκι και κυρίως τη Σόνια. Τη Σόνια, ναι, έπρεπε να πάει όπου να ’ναι στη Σόνια.

Περίμενε νευρικά κάπου μισή ώρα ακόμα, κι ύστερα τράβηξε σαν ξαλαφρωμένος για την οδό Ιλίνκα. Τα πόδια του τον οδήγησαν σαν από μόνα τους στη γειτονιά της Σόνιας. Είχε ησυχία ήδη από τώρα. Μόνο τα φώτα στα παράθυρα έμοιαζαν να μιλούν και να τη χαλάνε. Στη σκονισμένη βιτρίνα ενός μικρού φούρνου που ήταν άδειος και μάλλον έτοιμος να κλείσει, κοίταξε το είδωλό του όπως όπως, έσιαξε λιγάκι τα βρεγμένα κι ανακατεμένα του μαλλιά, κούμπωσε το παλτό του, δοκίμασε την έκφραση του προσώπου του. Τα βρήκε εντάξει, αν και όχι στην καλύτερη κατάσταση. Σίγουρα η Σόνια θα τον ρωτούσε τι είχε συμβεί, κι ο Λέο θα ήταν υποχρεωμένος να επινοήσει μία καλή δικαιολογία.

Ο αριθμός 15 ήταν περιποιημένο κτίριο. Φαινόταν πως τα περισσότερα διαμερίσματα εκεί δεν ήταν κοινόχρηστα, αλλά τα είχε σπιτονοικοκύρης και οι νοικάρηδες πλήρωναν. Ο Λέο τον ήξερε αυτόν τον σπιτονοικοκύρη, κι εκείνος ήξερε τον Λέο, και το θεωρούσε αυτό σαν επιβεβαίωση πως το κράτος δεν είχε πρόβλημα με την «επιχείρησή» του. Το διαμέρισμα πλάι στην Σόνια ήταν άδειο, έτσι δεν υπήρχε φόβος να στήσει κανείς αυτί για ν’ ακούσει τι συνέβαινε στις συναντήσεις της με τον αξιωματικό. Και ποιος θα τολμούσε άλλωστε; Όποιος έβλεπε τον Λέο να ανεβαίνει τις σκάλες του κτιρίου τυλιγμένος στο παλτό με τα αστυνομικά διακριτικά φρόντιζε ή να μπει ξανά μέσα στο σπίτι του ή να φύγει όσο πιο βιαστικά γινόταν. Η Σόνια έμενε στο τέταρτο πάτωμα. Ανέβηκε ως εκεί με τις σκάλες, με την καρδιά του να χτυπά βιαστικά, άρρυθμα, σαν να ήταν η πρώτη φορά που τον προσκαλούσε σπίτι της, η πρώτη φορά που στεκόταν έξω από την πόρτα και χτυπούσε το κουδούνι, η πρώτη φορά που άκουγε τα βήματά της από μέσα να πλησιάζουν.

Του άνοιξε χωρίς να ρωτήσει ποιος ήταν, και τον υποδέχτηκε χαμογελώντας πλατιά. Φορούσε ένα ριχτό φουστάνι, χρωματιστό σαν την εκκλησία της πλατείας. Ήταν ψηλή γυναίκα, όμορφη, με ωριμασμένη φυσιογνωμία, με κορμί χορεύτριας. Έπιανε πάντα τα μαλλιά της, που ήταν μακριά και σκούρα. Είχε μεγάλα πράσινα μάτια που τα σκέπαζαν πάντα ίχνη σταχτιάς ομίχλης και κόκκινα χείλη που τα έβαφε ελαφρά και τα ’κανε ακόμα πιο κόκκινα.

Έγειρε στην πόρτα και σταύρωσε τα χέρια της.

«Πάνω στην ώρα» τον πείραξε και τον πήρε από το ένα χέρι, οδηγώντας τον μέσα.

Πίσω από την κλειστή πόρτα, ο Λέο ένιωσε ξαφνικά αδύναμος να συγκρατηθεί, κάτι που ποτέ δεν είχε ξανασυμβεί. Την άρπαξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στο στόμα δυνατά. Του άρεσε που η Σόνια δεν ήταν γυναίκα που ξαφνιαζόταν απ’ αυτά και δεν ήξερε τι να κάνει. Απάντησε γρήγορα στο φιλί του, σφίγγοντας τα μπράτσα της γύρω του, μα μόλις χωρίστηκαν τον κοίταξε ερευνητικά μ’ εκείνα τα μεγάλα μάτια της.

«Τι σ’ έπιασε σήμερα;» τον ρώτησε. «Δεν έβγαλες ούτε το παλτό σου. Περπατούσες στη βροχή;» και τον ψηλάφισε εδώ κι εκεί σαν ανήσυχη μάνα.

«Έπρεπε να σε δω. Ευτυχώς ήταν η μέρα μας, αλλιώς θα ερχόμουν ξαφνικά» απάντησε εκείνος.

Η Σόνια καταπολέμησε την παρόρμησή της να ρωτήσει αντανακλαστικά τι είχε συμβεί. Μάλλον αφορούσε τη δουλειά του, που δεν τη συζητούσαν σχεδόν ποτέ. Κι όταν κάτι γι’ αυτήν τον απασχολούσε, ο Λέο δεν ερχόταν σ’ εκείνη για να της το πει, μα για να τον βοηθήσει να ξεφύγει από αυτό. Έβαλε τον σύρτη στην πόρτα.

«Ας καθίσουμε» πρότεινε.

Το καθιστικό του σπιτιού της ήταν μικρό, ανακατεμένο με τη βιβλιοθήκη και το «ατελιέ» της. Είχε έναν καναπέ κι ένα τραπέζι κι ολόγυρά τους ράφια με βιβλία και καμβάδες μισοτελειωμένους πάνω στο καβαλέτο, ζωγραφιές κρεμασμένες στον τοίχο ή ακουμπισμένες στο πάτωμα για να στεγνώσουν. Ο Λέο έβγαλε το παλτό και το καπέλο του και τα κρέμασε στον καλόγερο πλάι στον καναπέ. Στο τραπέζι ήδη περίμεναν βαλμένα από πριν δυο ποτήρια μ’ ένα μπουκάλι βότκα.

«Θα πιείς;» ρώτησε η Σόνια σκύβοντας για να τα γεμίσει.

«Θα καπνίσεις;» είπε ο Λέο βγάζοντας την ταμπακιέρα απ’ το παλτό του καθώς το κρεμούσε.

Απάντησαν «ναι» και οι δύο. Κάθισαν στον καναπέ δίπλα δίπλα, με τη φυσικότητα που το κάνουν τα αδέρφια. Αντάλλαξαν ποτήρι με τσιγάρο και ήπιαν την πρώτη τους γουλιά μαζί. Ο Λέο είχε πιει τόση βότκα στον πόλεμο και στην αστυνομία που πλέον τον άφηνε αδιάφορο. Την κατέβαζε σαν φάρμακο, σαν το φίλτρο της λήθης που για λίγο έδιωχνε τις νεφελώδεις σκέψεις μακριά.

Ένιωσε την Σόνια να γέρνει στον ώμο του. Έβαλε το χέρι του στο δικό της, που ακουμπούσε στο πόδι της, το γλίστρησε μέσα από το φόρεμά της.

«Το χέρι σου είναι κρύο» έκανε η Σόνια. «Λοιπόν, υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω;»

Ο Λέο το σκέφτηκε για λίγο, προσπαθώντας να θυμηθεί πώς είχε σχεδιάσει να της το πει από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του έξω απ’ την ντάτσα του Λένιν.

«Ίσως χρειαστεί να ταξιδέψω στη Σιβηρία σε λίγο καιρό» αποκρίθηκε. «Προέκυψε κάτι σημαντικό. Αρχίζουμε από αύριο.»

«Και γιατί δεν φεύγεις αύριο αν είναι τόσο σημαντικό;» απόρησε εκείνη.

«Θα στείλω εκεί τον Ντουναγιέφσκι προς το παρόν. Δεν ήθελα να φύγω τόσο σύντομα χωρίς να σου πω τίποτα» είπε ο Λέο, και τυλίγοντας το άλλο του χέρι γύρω απ’ τον λαιμό της, την ξαναφίλησε.

Η Σόνια χαμογέλασε πειραχτικά.

«Φοβόσουν μήπως δε σου έδινα την άδεια;» ρώτησε και γέλασαν σαν παιδιά.

Άναψαν τσιγάρο. Στο σπίτι της Σόνιας η ώρα ξεγλιστρούσε δίχως να το καταλαβαίνουν, σαν να έφευγε και να κρυβόταν μέσα στους καμβάδες, στο ρολόι του τοίχου, στα βιβλία, στις ματριόσκες που στέκονταν δίπλα τους στο ράφι και στην λευκή λεπτοδουλεμένη στο χέρι κουρτίνα του παραθύρου. Τα ίδια χρώματα που είχαν φανεί στον Λέο Νικίτιν άγνωστα κι ανησυχητικά στην πλατεία τώρα τα κοίταζε με την ανακούφιση και τη χαρά που κοιτάζεις έναν παλιό φίλο που ξαναβρίσκεις. Σιωπηλός άκουσε τα νέα της Σόνιας. Αποφάσισε να μην καπνίσει άλλο τσιγάρο, έγειρε το κεφάλι του πίσω κι έκλεισε τα μάτια.

«Νιώθω τόσο κουρασμένος» αναστέναξε.

«Καλά που δεν φεύγεις ακόμα» είπε η Σόνια κι έκατσε με τον ίδιο τρόπο. «Λίγο κρύο θα κάνει καλό στον Ντουναγιέφσκι. Δεν το πιστεύω πως ακόμα τον εμπιστεύεσαι.»

Ο Λέο την κοίταξε.

«Δεν τον εμπιστεύομαι» απάντησε. «Ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτήν την λέξη είσαι εσύ. Απλώς είναι ο μοναδικός μέσα στην υπηρεσία που αντέχω. Δεν έχω περιθώριο για καβγάδες και κακές συνεννοήσεις σ’ αυτή τη δουλειά. Μου ανατέθηκε απευθείας από τον Λένιν, σ’ εμένα προσωπικά. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»

«Καταλαβαίνω» απάντησε η Σόνια αργά. «Καταλαβαίνω» ξανάπε. «Κι ο Λένιν; Είναι πραγματικά τόσο άρρωστος όσο ακούγεται;»

Ο Λέο ορθώθηκε, στήριξε τους αγκώνες στα πόδια του και το κεφάλι στους αγκώνες.

«Δεν ξέρω» έκανε. «Δε θέλω καν να σκέφτομαι τα χειρότερα. Ποιος στα κομμάτια θα μπορέσει να αναλάβει; Κάποιοι λένε για τον Τρότσκι**, αλλά στη Γραμματεία αυτή τη στιγμή είναι ο άλλος, παρά τις διαμαρτυρίες του Λένιν. Αν πεθάνει κιόλας, ποιος θα διαμαρτυρηθεί;» κατέληξε ξεφυσώντας και ήπιε άλλη μια γουλιά βότκα. «Κι εμένα κάτι στον Στάλιν δε μ’ αρέσει. Ακόμα και στη σκέψη του την ίδια.»

Το χέρι της Σόνιας ακούμπησε το μπράτσο του απαλά.

«Γι’ αυτό είσαι τόσο νευρικός;» ρώτησε και με το άλλο της χέρι του γύρισε το πρόσωπο προς το μέρος της. «Λέο» είπε, «μήπως δεν θα σου κάνει καλό να αναλάβεις αυτό με τη Σιβηρία; Ξέρω, ο Λένιν την ανέθεσε σε σένα προσωπικά, αλλά υποθέτοντας πως δεν μπορείς…Θα μπορούσες να μιλήσεις στον Ντζερζίνσκι.»

«Δεν μπορώ» κούνησε το κεφάλι του ο Λέο και της φίλησε το χέρι. «Ο Λένιν και ο Ντζερζίνσκι ξέρουν και οι δύο για τον πατέρα μου. Και ήδη ο αρχηγός με καλύπτει για να μπορώ εγώ να καλύπτω εσένα. Αν κάνω πίσω θα δημιουργήσω υποψίες, που θα πέσουν και πάνω σ’ εσένα και πάνω στους δικούς μου.»

Η Σόνια κοίταξε ξαφνικά το πάτωμα. Αυτό ήταν το κομμάτι της μεταξύ τους σχέσης που κανείς τους δεν ήθελε να θυμάται, κι όμως τους ένωνε πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο. Δύο κόσμοι διαφορετικοί συχνά καταφέρνουν να σμίξουν, μα κανείς δεν μιλάει για το μετά. Πώς ζουν αυτοί οι δύο διαφορετικοί κόσμοι όταν δεν τους δίνονται ελπίδες από πουθενά; Όταν μονάχα ένας απ’ τους δύο πρέπει να επικρατήσει;

«Άρα να υποθέσω πως η δουλειά σου έχει σχέση με τους τσαρικούς» είπε.

«Κατά κάποιο τρόπο» απάντησε ο Λέο. «Δεν έχω επιλογή, Σόνιετσκα. Ο Λένιν με στρίμωξε με τον πατέρα μου. Φοβάμαι πως αν δεν αναλάβω θα υπάρξουν συνέπειες.»

Την κοίταξε απολογητικά, σαν να ήταν μικρό κοριτσάκι που το είχε στενοχωρήσει. Άπλωσε το χέρι του στα μαλλιά της και τα χάιδεψε.

«Μην ανησυχείς, εσύ είσαι ασφαλής» είπε. «Δεν τα έχουμε πει αυτά; Όσο είμαι εγώ εδώ, κανείς δεν σε πειράζει.»

Η Σόνια αναστέναξε και του ζήτησε με τα μάτια κι άλλο τσιγάρο, δείχνοντας την ταμπακιέρα. Τράβηξε τις πρώτες ρουφηξιές χωρίς να τον κοιτάζει. Έξω η βροχή δεν σταματούσε να πέφτει. Το σπίτι έμοιαζε σκοτεινό, κι ας είχαν το ηλεκτρικό φως ανοιχτό• ήξεραν πως στην άλλη πλευρά του διακόπτη καραδοκούσε το σκοτάδι. Ο Λέο πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του, που είχαν σχεδόν στεγνώσει. Είδε το μπράτσο της Σόνιας να απλώνεται για να πετάξει τις πρώτες στάχτες. Τα δάχτυλά της έτρεμαν. Την έπιασε απ’ τον καρπό κι εκείνη τον κοίταξε στα μάτια.

«Σόνιετσκα, δεν έχει να κάνει με σένα» της είπε. «Δεν με έχεις μάθει πια;»

«Και πότε θα έχει να κάνει με εμένα, Λέο;» ρώτησε εκείνη.

«Ποτέ. Σου το έχω υποσχεθεί χίλιες φορές. Ξέρεις ότι δεν λέω ψέματα. Όχι τέτοια ψέματα» απάντησε ο Νικίτιν. «Τι τους νοιάζει για σένα, άλλωστε;»

Η Σόνια το σκέφτηκε για λίγο, ύστερα έγνεψε καταφατικά. Ο άντρας άνοιξε τα χέρια του κι εκείνη έγειρε παραδομένη στην αγκαλιά του. Είχε λόγους να φοβάται, ο Λέο το καταλάβαινε. Ο πατέρας της λεγόταν Βινεγκράντοφ κι είχε ένα χαμηλό αξίωμα στον στρατό του Τσάρου. Χαμηλό, μα το τιμούσε περισσότερο κι απ’ τον σημαντικότερο στρατηγό. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ρίχτηκε εναντίον των μπολσεβίκων με πραγματική λύσσα. Ως κι οι ανώτεροί του απορούσαν. Η γυναίκα του, αρκετά χρόνια μικρότερή του, δούλευε καμαριέρα στο Παλάτι του Αλεξάνδρου*** κι είχε αναλάβει το μεγάλωμα της Σόνιας, μιας και ο πατέρας της εν καιρώ ειρήνης υπηρετούσε στις νοτιότερες επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Παραλίγο θα την έστελναν στο Κούκλιν**** μαζί με τους Ρομανόφ όταν είχε πρωτοπαραιτηθεί ο Τσάρος από τον θρόνο. Τη γλίτωσε εξαιτίας των άλλων της παιδιών που ήταν μικρά, μα η μοίρα της φύλαγε άλλα βάσανα.

Ο άντρας της, ο Βινεγκράντοφ, σκοτώθηκε στον πόλεμο. Κι όχι μόνο αυτό, μα μέσα σε μια Ρωσία που πανηγύριζε φρενιασμένα τη νίκη των μπολσεβίκων, είχε φορτώσει στους ώμους της γυναίκας και της κόρης του τα τρομερά, τα αβάσταχτα τελευταία λόγια «Ο Θεός ας σώσει τον Τσάρο!» κι είχε αρχίσει αμέσως ύστερα να απαγγέλει και τον υπόλοιπο εθνικό ύμνο***** μέχρι που τον έκοψαν οι τουφεκιές. Πέντε χρόνια πριν, θα είχε πεθάνει σαν ήρωας. Στον κόσμο που ήξερε, θα τον παρασημοφορούσαν και θα καλούσαν την μπάντα του στρατού να παίξει πάνω από το φέρετρό του. Στον νέο κόσμο όμως, εκείνον που ξεφύτρωσε απ’ τα παρακατιανά, τα κρυμμένα θεμέλια του παλιού, και που τον άφηναν άθαφτο να τον φάνε τα τσακάλια ήταν επιείκεια. Μετά τον χαμό του, η μάνα της Σόνιας πήρε για να μη μείνει στον δρόμο έναν αχρείο πρώην συνάδελφο του άντρα της που ’χε αλλάξει στρατόπεδο κι είχε γίνει αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού, έναν αλητήριο που βράδυ παρά βράδυ έπαιζε χαρτιά με τα μεγαλύτερα μούτρα της πόλης, έπινε πολλή βότκα και την τυραννούσε στο κρεβάτι.

Δόξα τω Θεώ, η θυγατέρα της δεν είχε ζήσει τίποτα απ’ όλα αυτά. Ήταν μικρή χορεύτρια στην Όπερα της Πετρούπολης τότε, τυχερή που την είχαν δεχτεί. Δούλευε σκληρά για να τους αποδείξει πως το άξιζε, καταπονούσε φορές φορές απρόσεκτα το σώμα της, αρνιότανε με προσποιητή αφέλεια και άγνοια τις ανήθικες προτάσεις των δασκάλων της, απαντώντας με ακόμα σκληρότερη προπόνηση. Τον καιρό που έφυγε ο Λέο από το δικό του σπίτι για να σπουδάσει, έφυγε κι η Σόνια στο Παρίσι με τους καλύτερους του θιάσου και τον ιμπρεσάριο Ντιαγκίλεφ******. Οι γονείς της πίστευαν πως θα επέστρεφε. Κι εκείνη το ίδιο πίστευε, υποσχέθηκε να τους γράφει, μα ήταν μόλις βρέθηκε μακριά από τη Ρωσία που συνειδητοποίησε τι καταιγίδα πλησίαζε. Τους έστειλε πολλά γράμματα, προσπαθώντας να τους πείσει να φύγουν κι εκείνοι, να την ακολουθήσουν, μα δεν δέχτηκαν. Η Σόνια δεν τα παράτησε, κάθε χρόνο τους το ξαναζητούσε, ώσπου ήρθε ο πόλεμος και ακόμα και το να το ζητάει έγινε αδύνατο, κι ύστερα η Επανάσταση σάρωσε μια για πάντα όσα ήξερε.

Βυθίστηκε σε μια κατάσταση άρνησης. Έκλεισε τ’ αυτιά της σε όσα έλεγαν τα μέσα και οι φήμες κι οι εφημερίδες για την κατάσταση στη Ρωσία κι έπεσε με τα μούτρα στον χορό, στη δουλειά της, μήπως και τα ξεχνούσε, τα απόδιωχνε όλα σαν ομίχλη. Δούλευε κι εξασκούνταν μανιωδώς, όλοι την προειδοποιούσαν πως θα εξαντλούσε τον εαυτό της στο τέλος, μα δεν άκουγε. Μέχρι που ήρθε η μέρα που τα πόδια της δεν μπορούσαν πια να χορέψουν. Έπαθε ατύχημα την ώρα της προπόνησης. Έκανε μήνες να επανέλθει. Κι όταν τελικά τα κατάφερε, δεν υπήρχε τίποτα πια για εκείνη στο Παρίσι. Στο μεταξύ, σειρήνες χάιδευαν τα αυτιά της πως πλέον που είχε τελειώσει ο πόλεμος, τα πράγματα στην πατρίδα της ήταν καλύτερα από ποτέ. Με βαριά καρδιά πήρε το τρένο της επιστροφής, ενημερώνοντας την μητέρα της πως ερχόταν. Όταν όμως αντίκρισε την καινούργια αλήθεια που την περίμενε – τον πατέρα της νεκρό, τη μάνα της να πλαγιάζει δίπλα σ’ ένα αγρίμι και τ’ αδέρφια της να τον φωνάζουν «μπαμπά» – στάθηκε αδύνατον για εκείνη να μείνει κοντά τους. Όχι, αποφάσισε να πάει να δουλέψει, μόνη κι ανεξάρτητη όπως έκανε στο Παρίσι. Δεν ήταν πια μόνο χορεύτρια, ήταν καλλιτέχνιδα σωστή. Η πόλη της είχε διδάξει πολλά κι εκείνη ήταν εξαίρετη κι επιμελής μαθήτρια. Μιλούσε για τον Στραβίνσκι*******, τον Πικάσο********, τις κινηματογραφικές ταινίες, την τζαζ. Είχε κάνει μαθήματα ζωγραφικής στα χρόνια που δεν χόρευε και μπορούσε να σε ξεναγήσει σε θέατρο με τα μάτια δεμένα.

Το παρελθόν της δεν έπαυε παρ’ όλα αυτά να βρίσκεται ένα βήμα πίσω της πάντα. Ο πατέρας της ήταν γνωστός Λευκός, ο βιαστικός γάμος της μητέρας της είχε γίνει φανερά για ξεκάρφωμα και η φυγή της στο Παρίσι έμοιαζε ύποπτη. Κι έτσι ο Λέο Νικίτιν, εκτός από την συντροφιά που της έλειπε, της πρόσφερε αναγκαστικά και την προστασία του. Άμεσα, γιατί τα κανόνισε με τον Ντζερζίνσκι ώστε η ασφάλεια να αποκτήσει μια πιο ευνοϊκή γνώμη για τη Σόνια, και έμμεσα γιατί η σχέση μ’ έναν αξιωματικό της Γκεπεού δυσκόλευε την υποψία πως μπορεί να είχε αντεπαναστατικά αισθήματα. Ιδιαίτερα ο Λέο – όλοι το ήξεραν – δεν θα έτρεχε με τίποτα πίσω από μια τέτοια γυναίκα! Έτσι, οι ψίθυροι – οι επικίνδυνοι τουλάχιστον – τους είχαν αφήσει ήσυχους. Και παρ’ όλο που εκείνον περισσότερο τον έβλαπτε παρά τον ωφελούσε η σχέση με την κόρη ενός τσαρικού που το ιδεολογικό της υπόβαθρο ήταν υπό αμφισβήτηση, έμοιαζε να έχει ανάγκη την Σόνια πιο πολύ απ’ ό,τι τον είχε ανάγκη εκείνη.

«Και για λέγε: ποιος είναι ο σκοπός της βαρυσήμαντης αποστολής σου;» τον ρώτησε καθώς εκείνος χάιδευε τα μαλλιά της, που της τα είχε πρώτα λύσει.

Τον άκουσε να χαμογελάει.

«Βαρυσήμαντη σημαίνει και απόρρητη» απάντησε. «Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο πέρα απ’ όσα σου έχω πει ήδη.»

«Σας αρέσει να κρατάτε τα μυστικά σας, σύντροφε Λεονίντ» τον κοίταξε σαν να τον προκαλούσε, όπως έκανε πάντα, κι αφού ορθώθηκε στήριξε το κεφάλι στο χέρι της.

«Καθόλου, Σόνιετσκα. Αλλά πρέπει. Κι είμαι καλός σε αυτό» είπε ο Λέο. «Ξέρεις ότι σιχαίνομαι να έχω μυστικά από σένα.»

Η Σόνια χαμήλωσε για μια στιγμή ένοχα τα μάτια και αναστέναξε.

«Δεν με πειράζει» είπε.

«Τότε γιατί αναστατώθηκες πριν;»

«Φοβάμαι. Σε ξέρω και ξέρω τι δουλειές κάνεις και με ποιους επικεφαλής» του παραδέχτηκε εκείνη. «Φοβάμαι πως μια μέρα ίσως σε κάνουν να αλλάξεις γνώμη.»

Ο Λέο χαμογέλασε σαν να διασκέδαζε. Πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και το φίλησε τρυφερά, πολλές φορές, σαν να μην την χόρταινε.

«Ή αστειεύεσαι τώρα ή πολύ κουρασμένη είσαι» είπε γελώντας, κι η Σόνια γέλασε κι αυτή. Ακούμπησε το μέτωπό της στο δικό του. «Ίσως θα ’πρεπε να πάμε μέσα να ξαπλώσεις λίγο. Δεν ξέρω πότε θα ξανάρθω. Αν χρειαστεί να φύγω για τη Σιβηρία κι εγώ…»

Δεν τελείωσε τη φράση του.

«Κοιμήσου εδώ απόψε» είπε ύστερα από λίγο η Σόνια πάνω στα χείλη του, σχεδόν ψιθυριστά.

Ένιωσε τα χέρια του να χαϊδεύουν τα πλαϊνά του κορμού της κι ανατρίχιασε. Τον φίλησε αργά, παθιασμένα, σαν να δίδασκε κανέναν άμαθο έφηβο στις πρώτες του ερωτικές εξάρσεις. Ύστερα σηκώθηκε από τον καναπέ. Ο Λέο έμεινε καθιστός και την παρακολούθησε να χάνεται στα μέσα δωμάτια του σπιτιού. Δεν έκανε να την πάρει από πίσω. Ήταν κάτι σαν τελετουργικό που το ήξεραν κι οι δύο. Έριξε λίγη ακόμα βότκα στο ποτήρι του χωρίς ιδιαίτερη όρεξη και την ήπιε βαριεστημένα. Πλησίασε στην μπαλκονόπορτα, βγήκε, έσκυψε στο κάγκελο του μπαλκονιού και χάζεψε για ένα λεπτό με το ζόρι την μισοφωτισμένη γειτονιά της Σόνιας. Ύστερα μπήκε ξανά μέσα, τράβηξε τις κουρτίνες κι έσβησε το φως. Έβγαλε με τη σειρά δίχως να βιάζεται τα παπούτσια, το σακάκι, το πουκάμισο, τη γραβάτα, τις τιράντες και τελικά το παντελόνι, κι έτσι γυμνός προχώρησε αργά προς την κρεβατοκάμαρα της Σόνιας, που θα την έβρισκε και με κλειστά τα μάτια.

Εκείνη, όπως πάντα, τον περίμενε καθιστή σε μια καρέκλα στημένη μπρος στον καθρέφτη της, φορώντας το μαύρο μεσοφόρι της και κοιτώντας μονάχα το είδωλό της και ποτέ πίσω της. Περίμενε να ακούσει τα βήματά του να πλησιάζουν, να αισθανθεί τον αέρα στο δωμάτιο να αλλάζει, να νιώσει τα χέρια του στους ώμους της να της κατεβάζουν τις τιράντες, τα χείλη του στο γυμνό της δέρμα. Τότε ήταν που σηκωνόταν, στρεφόταν για να τον αντικρίσει, τον άφηνε να την αγκαλιάσει, να την αγγίξει, να την φιλήσει και με κλειστά τα μάτια να την σηκώσει και να την ξαπλώσει στο κρεβάτι της.

«Δεν θέλω να φοβάσαι τίποτα» της είπε καθώς, ξαπλωμένος δίπλα της, την έγδυνε γλιστρώντας επιδέξια τα χέρια του πάνω στο κορμί της και κάνοντάς το να ξεσηκώνεται και ν’ αναριγεί. «Το εννοώ, Σόνιετσκα. Δεν θα μου ξαναπείς ποτέ κάτι σαν αυτό που είπες πριν. Είμαστε σύμφωνοι;»

Άνοιξε για μια στιγμή τα μεγάλα, σκουροπράσινα μάτια της και τον κοίταξε.

«Είμαστε» αποκρίθηκε σιγανά απλώνοντας τα χέρια της για να τον αγκαλιάσει. «Να μου πεις όταν είναι να φύγεις» του ζήτησε.

«Θα προσπαθήσω, αλλά μην ανησυχείς.»

«Πάντα ανησυχώ για σένα, Λέο» είπε η Σόνια, κι ας ήξερε πως εκείνος δεν θα μπορούσε να διαβάσει όλα όσα κρύβονταν στο βλέμμα της. Και δεν έφταιγε γι’ αυτό ούτε η ζάλη της ηδονής, ούτε το σκοτάδι της κάμαρης.

Τον νοιαζόταν περισσότερο απ’ όσο έδειχνε, περισσότερο απ’ όσο παραδεχόταν ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό. Κι όμως δεν θα του το έλεγε ποτέ. Αν ήξεραν κι οι δυο πόσα δεν έλεγε ο ένας στον άλλον, ίσως να είχαν χωρίσει εδώ και καιρό οι δρόμοι τους. Ίσως και όχι. Η φύση της σχέσης του μαζί της ήταν παράξενη, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τον Ντουναγιέφσκι. Τα πάντα στην καθημερινότητά του, στη ζωή του θα τολμούσε να σκεφτεί, ήταν παράξενα. Αλλά ήταν καλύτερα έτσι. Τ’ άφηνε να είναι όπως ήταν και δεν τα συλλογιζόταν. Αν συλλογιζόταν, δεν θα είχε δεχτεί την αποστολή του Λένιν, ούτε θα συνεργαζόταν με τον Ντουναγιέφσκι σ’ αυτήν. Αν συλλογιζόταν, ίσως τώρα να βρισκόταν μαζί με τον πατέρα του κι όχι να πάλευε να ξεπλύνει μια ανεπανόρθωτη προδοσία από πάνω του. Ίσως να καταστρέφονταν όλα σε μια στιγμή, αν συλλογιζόταν. Σε μια στιγμή, όπως καταρρέουν οι πύργοι με τα τραπουλόχαρτα, τα βομβαρδισμένα σπίτια όταν οι πόλεμοι αρχίζουν και οι αυτοκρατορίες όταν τελειώνουν. Όπως πέφτει ένας Τσάρος από τον θρόνο του.

Αναστέναξε βαθιά για να τα διώξει όλα αυτά από το μυαλό του. Απόψε, σκέφτηκε, καθώς άπλωνε το σώμα του πάνω απ’ το γυναικείο κορμί που τον περίμενε καίγοντας, δεν είχε σημασία τίποτε άλλο. Ξανάκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε στο σκοτάδι σφιχταγκαλιάζοντάς την, και για μια στιγμή μόνο ένιωσε πως όλα ξαφνικά είχαν νόημα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Καλή χρονιά και συγγνώμη για το τεράστιο μέγεθος του κεφαλαίου!

Γνωρίσαμε άλλο ένα καινούργιο πρόσωπο: την Σόνια. Τι γνώμη έχετε για αυτήν; Πώς σας φαίνεται η σχέση της με τον Λέο;

Η συνέχεια σύντομα. Να περάσετε όμορφα, σας στέλνω αγκαλιές!

Μαρία :)

Continue Reading

You'll Also Like

17.3K 763 14
Εξώφυλλο από : @popaki02 Η Vanessa είναι κόρη ενός πασίγνωστου μαφιόζου της Νέας Υόρκης. Η Vanessa είναι μόλις 18 χρονών και έχει σταματήσει το σχολ...
62.1K 4.5K 35
Ενα τρένο με προορισμό την Ολλανδία θα γίνει η αίτια για μια γνωριμιά , μια γνωριμιά ικανή να αλλάξει ριζικά τις ζωές δυο τελείως διαφορετικών ανθρώπ...
10.6K 1.1K 28
Την ιστορία αυτή την εμπνεύστηκα διαβάζοντας την εκπληκτική σειρά Vampire Academy της Richelle Mead. Νταμπίρ (μισοί βρικόλακες μισοί άνθρωποι) που...
23.2K 2K 35
•Gods Of Underworld Series {G.O.U.S.}:Book4• Η Περσεφόνη και ο Άδης έκαναν τον Έκτορα και την Μαργαρίτα. Και ο Έκτορας, με την σειρά του, μαζί με την...