Ο Τελευταίος Πρίγκιπας

By Marypap04

1.6K 132 764

Ο Αλεξέι είναι ο υιοθετημένος γιος ενός ζευγαριού φτωχών αγροτών από τη Σιβηρία, στα πρώτα χρόνια της μετεπαν... More

Ο Τελευταίος Πρίγκιπας
i.
ii.
Σημαντική σημείωση
Πρόλογος
Κεφάλαιο πρώτο
Κεφάλαιο τρίτο
Κεφάλαιο τέταρτο
Κεφάλαιο πέμπτο
Κεφάλαιο έκτο
Κεφάλαιο έβδομο
Κεφάλαιο όγδοο
Κεφάλαιο ένατο
Κεφάλαιο δέκατο
Κεφάλαιο ενδέκατο

Κεφάλαιο δεύτερο

102 10 50
By Marypap04

Ο Γιούρι Ιβάνοφ ήταν χρόνια γειτονόπουλο του Ίλια και της Ναστάσια. Ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος απ’ τον Αλεξέι, κι όμως είχε γίνει ο καλύτερος κι ο μοναδικός του φίλος στο χωριό από τότε που θυμόταν τη ζωή του εκεί. Ήταν ψηλότερος και πιο δυνατός από εκείνον, ο υπερασπιστής του όταν άλλα χωριατόπουλα γελούσαν μαζί του και προσπαθούσαν να τον μπερδέψουν με χίλια δυο ψέματα: «ε, Αλεξέι, θυμάσαι αυτό;» ή «μα πώς γίνεται να μη θυμάσαι εκείνο;». Τους φαινόταν αστείο κι αλλόκοτο το χάος που υπήρχε στο μυαλό του. Ο Γιούρι ήταν ο πρώτος κι ο τελευταίος που διαφωνούσε.

«Είσαι ψηλός αλλά πάρα πολύ αδύνατος, πετσί και κόκαλο» του ’χε πει μετρώντας το εφηβικό σώμα του κόντρα στο δικό του. Ο ίδιος δεν τον περνούσε πολύ στο μπόι, μα έμοιαζε φανερά μεγαλύτερος στο πρόσωπο. Είχε ξανθά και πολλά μαλλιά, που τα στρίμωχνε τον χειμώνα στον σκούφο του και το καλοκαίρι στην τραγιάσκα του παππού του, είχε μουστάκι απ’ τα δεκαπέντε του και φωτεινό, καλοσυνάτο πρόσωπο.

«Και λοιπόν;» τον είχε ρωτήσει ο Αλεξέι καθώς μαζευόταν πίσω.

«Λοιπόν, χρειάζεσαι έναν δυνατότερο φίλο να σε προστατεύει. Εγώ θα είμαι αυτός!» τον πείραξε ο Γιούρι κι έσκασε μόνος του στα γέλια.

Αυτό που ξεκίνησε σαν αστείο, όμως, έβγαλε δυνατές ρίζες σαν δέντρο, ένα δέντρο που πεισματικά καρφώθηκε στο χώμα κι όσο και να το πελεκούσες σου φαινόταν πως δε θα ’πεφτε. Ο Αλεξέι και ο Γιούρι σύντομα δεν ξεκολλούσαν ο ένας απ’ τον άλλον. Πήγαιναν μαζί στο δάσος, για ψάρεμα στη λίμνη, για ξύλα, γλιστρούσαν με το έλκηθρο που το έσερναν τα σκυλιά του Γιούρι, ο Μαξίμ κι ο Σεριόζα, περπατούσαν μίλια πλάι πλάι, μέχρι τις ράγες του σιδηροδρόμου, πετυχαίνοντας φορές φορές το τρένο που περνούσε ανάμεσα στο χωριό τους και το διπλανό. Αναπόφευκτα το μεγαλύτερο αγόρι έμαθε για την παράξενη αρρώστια του φίλου του και πήρε πάνω του την προστασία του. Κι εκείνος, όμως, ένιωθε μαζί του μια ανεξήγητη οικειότητα από την πρώτη στιγμή, σαν να τον ήξερε και πριν να τον γνωρίσει. Του έλεγε όλα του τα μυστικά, για τις αναμνήσεις, για τους εφιάλτες, για τις πιο κρυφές του σκέψεις που δεν τολμούσε να μοιραστεί με τη θετή του οικογένεια.

«Είσαι σίγουρος ότι δεν ήμασταν φίλοι πριν χάσω τη μνήμη μου;» τον ρωτούσε συχνά πυκνά, εντυπωσιασμένος με το πόσο άνετοι ήταν ο ένας με τον άλλον.

«Πριν χάσεις τη μνήμη σου, δε ζούσες εδώ, Αλιόσκα» απαντούσε πάντα ο Γιούρι, τόσο απλά, λες και δεν είχε τελικά καμιά σημασία.

Ύστερα αναστέναζε, κοιτούσε κάπου αλλού για λίγο και μουρμούριζε:

«Κρίμα πάντως. Θα ’θελα να είχες μεγαλώσει εδώ, να είχα κάποιον να παίζω…»

Είχε τέσσερα αδέρφια, αλλά ήταν όλα τους μικρότερα και, εκτός από έναν, κορίτσια. Ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν δυο χρόνια περίπου, και ζούσε με τη μάνα του και τον παππού του σε μια ίζμπα όχι μεγαλύτερη απ’ αυτήν του Σιντόροφ. Ωστόσο, για τίποτα δεν γκρίνιαζε ούτε παραπονιόταν. Όπως έλεγε, μ’ όλο τον κόσμο φτωχό και παραπονεμένο, κάποιος είχε χρέος να μείνει χαμογελαστός, έτσι, για να τους δίνει λίγο κουράγιο.

«Μαθαίνω πολλά κοντά σου» είχε πει ο Αλεξέι μια καλοκαιρινή νύχτα που είχαν ξαπλώσει στο ξέφωτο του δάσους και χάζευαν τα αστέρια. Ήταν στις αρχές της αμνησίας του, όταν ακόμα το ’βρισκε δύσκολο να ταιριάξει στο χωριό.

«Και να φανταστείς πως δεν τελείωσα καν τρεις τάξεις στο σχολείο» το ’ριξε εκείνος στο αστείο όπως πάντα, μα στα μάτια του ήταν φανερή η συγκίνηση, η ευγνωμοσύνη αν θέλετε, γι’ αυτό που είχε μόλις ακούσει.

Τον πέτυχε την ώρα που έβγαινε απ’ το σπίτι για να πάει να περπατήσει στο δάσος. Μόλις είδε τον Αλεξέι να πλησιάζει, έλαμψε, έστω κι αχνά, το παγωμένο του πρόσωπο. Δε χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα για να δεχτεί να πάει μαζί του. Φόρεσε τον χειμωνιάτικο σκούφο του, φόρτωσε και το δικό του τσεκούρι στο κάρο, μαζί μ’ ένα πριόνι, και προπορεύτηκε, κόντρα στον ψυχρό πρωινό αέρα που τους μαστίγωνε στο πρόσωπο, κοκκινίζοντας τα μάγουλα και τη μύτη τους.

«Πώς και βγήκες, Αλιόσκα;» του είπε στον δρόμο. «Είναι καλύτερα το πόδι σου;»

Ο Αλεξέι έγνεψε, και μουρμούρισε πως μάλλον, τελικά, δεν ήταν κάτι σοβαρό.

«Εσύ τι θα έκανες μόνος σου στο δάσος αξημέρωτα;» απόρησε, χτυπώντας ελαφρά στο λαιμό τον κακομοίρη τον γάιδαρο, που ήταν γέρικος κι είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται, κουρασμένος από τη διαδρομή.

«Α» ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του ο Γιούρι. «Κάποιοι είπαν ότι είδαν έναν λύκο να τριγυρνάει στην καρδιά του δάσους και να ξεμυτίζει ως το χωριό. Ήθελα να δω αν είναι αλήθεια.»

«Και θα πήγαινες έτσι; Χωρίς όπλο, χωρίς τίποτα;» γούρλωσε τα μάτια ο Αλεξέι.

«Όχι, ντε! Για χαζό μ’ έχεις; Απλώς με πρόλαβες.»

Οι ταλαιπωρημένες μπότες τους άφηναν ίχνη τρίζοντας πάνω στο χιόνι. Το πρώτο ισχυρό χιόνι του Οκτωβρίου, που σηματοδοτούσε την αρχή του αμείλικτου σιβηρικού χειμώνα. Κατάλευκο και κρύο, τόσο κρύο που πονούσε να τ’ αγγίξεις με γυμνά χέρια, βάραινε τα έλατα, έκρυβε τις σπηλιές, άσπριζε τις στέγες του χωριού που ξεχώριζε από μακριά σαν μια χούφτα σπίτια από κουλουράκια πασπαλισμένα με ζάχαρη. Πολύ σύντομα, οι αρκούδες και οι σκίουροι θα κοιμούνταν τον χειμερινό τους ύπνο, για να ξυπνήσουν με το πρώτο θαρρετό ξεπέταγμα της άνοιξης. Ο Αλεξέι σήκωνε κάθε τόσο τα κατακόκκινα χέρια του που έσκαγαν από την παγωνιά και τα εξέταζε βιαστικά. Του ’χε συμβεί τόσες φορές ν’ αρχίσει να ματώνει χωρίς να το περιμένει, που φοβόταν και είχε συνέχεια το μυαλό του εκεί, όταν δούλευε έξω.

Διασχίζοντας το δάσος, άκουγαν φορές φορές τον θόρυβο του Υπερσιβηρικού από μακριά, την φασαρία του τρένου πάνω στις ράγες και το ξεφύσημά του που γέμιζε γκρίζο ατμό τον άχρωμο ουρανό του χειμώνα. Μια φορά είχε ονειρευτεί πως χτύπησε στο παράθυρο ενός τρένου κι άρχισε να τρέχει αίμα η μύτη του. Ξύπνησε τρομαγμένος και την ψηλάφιζε επίμονα με τα δάχτυλα, να δει αν θα γίνονταν κόκκινα. Πάντως, δεν είχε ανέβει ποτέ του σε τρένο. Κι όμως το θέαμα κι οι ήχοι του του ήταν τόσο οικεία, τόσο γνώριμα, και στον ενθουσιασμό του Γιούρι κάθε φορά που έβλεπαν τα σιδερένια βαγόνια να γλιστράνε στις γραμμές το ένα μετά το άλλο, σαν στρατιωτάκια παραταγμένα που κινούνταν σε απόλυτο συγχρονισμό, ένιωθε πως δεν μπορούσε να συμμετάσχει αληθινά.

«Δε θα ’θελες να το πάρεις και να εξαφανιστείς μια μέρα; Να πας όπου σε πάει εκείνο, στη Μόσχα ή κι ακόμα πιο μακριά, σ’ έναν άλλο κόσμο ίσως;» ρωτούσε ο ξανθός φίλος του χαιρετώντας το τρένο με τον σκούφο – ή την τραγιάσκα, ανάλογα – στο χέρι.

«Ναι, θα ήταν ωραία» απαντούσε ο Αλεξέι ανόρεχτα, με την αδιαφορία που δείχνει κανείς για έναν ήδη ικανοποιημένο πόθο.

Αυτή τη φορά τα πάντα ήταν ήσυχα, τα πάντα κοιμούνταν κάτω απ’ την παγωνιά του χειμωνιάτικου ξημερώματος. Ο άνεμος σφύριζε ολομόναχος. Ο Αλεξέι κι ο Γιούρι άρχισαν να ψάχνουν ανάμεσα στα έλατα με τα τσεκούρια στο χέρι, αφήνοντας και τον καημένο τον Βάνκα – έτσι φώναζε ο Αλεξέι το γαϊδούρι των γονιών του, κι ας μην του είχαν δώσει ποτέ αυτοί όνομα – να ξαποστάσει λίγο. Τουρτούριζαν κι οι τρεις από το κρύο. Το ζώο ξάπλωσε στο χιόνι και μαζεύτηκε προσπαθώντας να ζεσταθεί. Η ανάσα του έβγαινε αχνιστή απ’ τα γέρικα ρουθούνια του. Τα μάτια του χάζευαν, μισόκλειστα και τεμπέλικα, τις φιγούρες των δύο αγοριών που μια χάνονταν και μια ξεπρόβαλλαν πίσω απ’ τους κορμούς που έμοιαζαν γκρίζοι στην θαμπάδα της πρωινής ομίχλης. Ώσπου το ξανθό αγόρι σταμάτησε μπρος σ’ ένα έλατο, κι αφού το εξέτασε για λίγο, φώναξε τον φίλο του κοντά του και του το έδειξε. Αποφασίστηκε. Ξεκίνησαν κι οι δυο να το χτυπούν με τα τσεκούρια για να το ρίξουν, με τα μάτια του Βάνκα να καρφώνονται πάνω τους αδιάφορα.

Σε μια στιγμή γύρισε κι ο Αλεξέι και τον κοίταξε για λίγο. Αναστέναξε και συνέχισε τη δουλειά τους με το δέντρο.

«Τι είναι; Τι έχει;» τον ρώτησε ο Γιούρι, που έβλεπε το ζώο τόση ώρα καθισμένο και τεμπέλικο κι αναρωτιόταν μήπως ήταν άρρωστο.

«Τίποτα» απάντησε ο Αλεξέι. «Σκέφτομαι μόνο ποιος θα τον αγοράσει αν τον πουλήσουν οι δικοί μου. Έχει λίγες δυνάμεις ακόμα, μα είναι πολύ γέρος. Ίσως τελικά αναγκαστούμε να δώσουμε πράγματι τη γουρούνα.»

«Καθόλου καλή ιδέα αν με ρωτάς» παρατήρησε ο Γιούρι σμίγοντας τα φρύδια του.

Παραμέρισαν κοντά στο κάρο και το ζωντανό καθώς το έλατο, έχοντας χάσει κάθε τι πια που το έδενε με το έδαφος, έσκυψε κι έπεσε βαρύ προς τα κάτω.

«Όπως έλεγα» συνέχισε ο νεαρός, «έρχονται δύσκολοι καιροί. Λένε ότι οι μπολσεβίκοι δε θέλουν να έχει κανείς τίποτα δικό του, ότι όλα τα ζώα και τη γη θα μας τα πάρει το κράτος. Καλύτερα να κρατήσετε όσα μπορείτε τώρα, κι εσείς και όλοι μας.»

«Δεν ξέρω» αποκρίθηκε ο Αλεξέι καθώς γονάτιζαν πλάι στο πεσμένο δέντρο κι άρχιζαν να το χωρίζουν σε κομμάτια. «Δεν υποτίθεται πως είναι με τον λαό και τους αγρότες; Ο δάσκαλος τουλάχιστον αυτό έλεγε.»

«Ο δάσκαλος!» έκανε ειρωνικά ο Γιούρι. «Ξέρεις πού είναι αυτός τώρα; Στη Μόσχα, και διδάσκει τα παιδιά της πρωτεύουσας σε πανεπιστήμιο. Είναι δικός τους, γι’ αυτό τα λέει όλα καλά κι όμορφα. Αλλά δε γίνεται έτσι, Αλιόσκα. Για να αλλάξει τόσο ο κόσμος, πάντα πρέπει να υποφέρουν άνθρωποι. Όλα κοστίζουν.»

Έσκυψε ξανά στη δουλειά του σοβαρός. Το ίδιο έκανε κι ο Αλεξέι, με τις σκέψεις να στριφογυρίζουν και να κουβαριάζονται για άλλη μια φορά στο μυαλό του. Δεν ήξερε τι να πιστέψει για όλα αυτά. Ο Γιούρι του είχε εξηγήσει όσο πιο απλά μπορούσε για τον Τσάρο και τους μπολσεβίκους που τον είχαν σκοτώσει κι είχαν πάρει τη θέση του. Το ίδιο βράδυ εκείνος άκουσε πυροβολισμούς και ουρλιαχτά στο όνειρό του και την άλλη μέρα κιόλας πήρε την απόφαση να αρχίσει να μιλάει στον φίλο του για τα φαντάσματα που του τάραζαν τον ύπνο. Κάτι σ’ όλο αυτό το αιματηρό παραμύθι τον ανατρίχιαζε. Οι απόψεις γύρω του, πάντως, διέφεραν.

«Τσάρος ή μπολσεβίκοι, εμένα το ίδιο μου κάνει» έλεγε η Ναστάσια στο σπίτι. «Όλοι όσοι έχουν την εξουσία κάνουν ό,τι θέλουν και δε ρωτάνε κανέναν, αυτό ξέρω εγώ.»

Ο Ίλια, πιο δεκτικός και καλοπροαίρετος ως συνήθως, κουνούσε το κεφάλι του.

«Όχι, εγώ νομίζω πως είναι διαφορετικοί» μουρμούριζε. «Δεν είναι μονάρχες, είναι δημοκράτες. Θα κάνουν αυτό που θέλει ο λαός που δουλεύει, αυτό είπαν άλλωστε.»

«Καλά! Περίμενε από δαύτους εσύ, καημένε Ιλιούσα!» ρουθούνιζε η Ναστάσια και γυρνούσε ξανά στις δουλειές της.

Αυτοί που μισούσαν αληθινά τους μπολσεβίκους, περισσότερο απ’ όλους στο χωριό, ήταν η οικογένεια του Γιούρι. Ο παππούς του, καθηλωμένος σε μια καρέκλα και με λειψά δόντια, έλεγε χωρίς φόβο σ’ όποιον πήγαινε στο σπίτι τους πως θα παρέμενε πιστός και θεοφοβούμενος υπήκοος του Τσάρου μέχρι την τελευταία του ανάσα, ενώ η μητέρα του κάθε φορά που στεκόταν μπροστά στο καντήλι να προσευχηθεί στην εικόνα της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας έλεγε:

«Μεγαλόχαρη Παναγίτσα μου, φύλαγέ μας απ’ αυτούς τους άθεους που απαρνήθηκαν εσένα και τον Γιο σου και κατέσφαξαν τους πιστούς σου…»

Πλάι στην εικόνα η κάπνα απ’ το καντήλι σημάδευε και μια μικρή ζωγραφιά του σκοτωμένου πια Τσάρου, αλλά την είχε τόσο παραμορφώσει που όσες φορές κι αν προσπάθησε, ο Αλεξέι δεν μπόρεσε να διακρίνει καθαρά το πρόσωπό του. Όμως όταν άκουγε να μιλάνε για εκείνον και για τον θάνατό του, ένιωθε ένα παράξενο σφίξιμο στην καρδιά• δεν καταλάβαινε γιατί. Ίσως γι’ αυτό δεν ήθελε να πηγαίνει και τόσο πολύ στο σπίτι του Γιούρι. Τα πάντα μέσα εκεί ήταν στενάχωρα, από το πόσο στριμωγμένοι έμεναν μέχρι το πόσο θλιβερά αναστέναζε η μάνα του για την “παλιά τους χώρα” όπως έλεγε, “τη χώρα του Θεού και του Τσάρου”. Γύριζε στο σπίτι του με τα μάτια πεσμένα, αγέλαστος και συλλογισμένος. Η Ναστάσια τον έβλεπε και τον κορόιδευε.

«Θα μας αγιάσει αυτό το παιδί!» έλεγε καθώς έτρωγαν τη λιγοστή τους λαχανόσουπα με δύο φέτες μαύρο ψωμί που μισή τη μοιραζόταν ο Ίλια με τη γυναίκα του και άλλη μιάμιση ο Αλεξέι με τις αδερφές του. «Κοίτα τον! Ως και για τον Τσάρο στενοχωριέται!»

Ευτυχώς, οι Σιντόροφ δε μιλούσαν καθόλου γι’ αυτό. Με Τσάρο ή χωρίς, συνέχιζαν τη ζωή τους. Ο Ίλια πήγαινε στο “χωραφάκι” του, η Ναστάσια έσφαζε τα ζωντανά που τους απόμεναν, ο Βάνκα κοιμόταν μέσα στο σπίτι τα βράδια του χειμώνα για να μην παγώσει, τα κορίτσια κι ο γιος τους μεγάλωναν. Κι ο Αλεξέι ένιωθε κοντά τους μια ανεξήγητη ασφάλεια, μια ανακούφιση που στο σπιτικό των Σιντόροφ δε χρειαζόταν να διαλέξει αν ήταν με τον Τσάρο ή τους μπολσεβίκους. Ήταν λες και μέσα στον υπόλοιπο διχασμένο και σκοτεινό κόσμο, οι θετοί του γονείς τον είχαν πάρει κοντά τους σε μια μικρή γωνιά παρηγοριάς, όπου δεν υπήρχε ο πόλεμος ανάμεσα σε «αυτούς» και στους «άλλους», στους «εδώ» και τους «εκεί». Μπορούσε να αισθάνεται το στήθος του να βαραίνει όταν άκουγε να μιλάνε γι’ αυτά στο χωριό, γιατί ήξερε πως μόλις θα γύριζε στην ίζμπα τους αυτό το βάρος θα εξαϋλωνόταν, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως τη θέση του θα έπαιρναν άλλα: η αρρώστια του, η φτώχεια τους, οι εφιάλτες. Μέχρι κι αυτά του φαίνονταν πιο γλυκά από τους μπολσεβίκους και τον Τσάρο.

Σήκωσε ξαφνικά το πρόσωπό του.

«Γιούρι;» είπε στον φίλο του, που ήδη έφτιαχνε το πρώτο δεμάτι ξύλα.

«Μμμ;» έκανε εκείνος χωρίς να τον κοιτάξει.

«Τον ξαναείδα» ξεροκατάπιε ο Αλεξέι. «Τον καλόγερο με τα μαύρα. Τον ξαναείδα χτες στον ύπνο μου.»

Τα καστανά μάτια του Γιούρι καρφώθηκαν ερευνητικά στα δικά του.

«Σου είπε τίποτα;» ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια του.

«Ναι, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω» απάντησε εκείνος. «Με φοβίζει πάρα πολύ, Γιούρι. Και περισσότερο γιατί τις πιο πολλές φορές που τον είδα ήμουν άρρωστος, ματωμένος. Φοβάμαι μήπως είναι ο…»

Δεν τελείωσε την πρότασή του, μα απ’  την ανατριχίλα του φίλου του κατάλαβε πως είχε πιάσει το νόημα. Δεν είπε τίποτα, ούτε ο Αλεξέι το συνέχισε. Αφοσιώθηκαν ξανά στη δουλειά, καθώς η ομίχλη ξεκινούσε νωχελικά να διαλύεται γύρω τους. Το κρύο σερνόταν κοφτερό πάνω στο δέρμα τους όπως ήταν γονατισμένοι στο χιόνι. Μικρές νιφάδες άρχισαν να πέφτουν κάτασπρες από τον ουρανό και να κάθονται πάνω στα ρούχα τους. Κοίταξαν κι οι δυο ψηλά.

«Χιονίζει» είπε ο Γιούρι. «Ας βιαστούμε.»

«Ναι, ας βιαστούμε» συμφώνησε ο Αλεξέι.

Έκοψαν όλα τα κλαδιά και τα κομμάτιασαν αδέξια, παλεύοντας να προλάβουν. Ο Βάνκα σηκώθηκε όρθιος τουρτουρίζοντας και τινάχτηκε για να διώξει από πάνω του το χιόνι. Ύστερα από αρκετή ώρα, κι αφού είχαν πριονίσει και τον κορμό, μάζεψαν όλα τα ξύλα σε δεμάτια και τα φόρτωσαν μαζί με τα εργαλεία στο κάρο. Κανείς τους όμως δεν ήθελε να σκαρφαλώσει, για να μην ταλαιπωρήσουν κι άλλο τον κακομοίρη τον γάιδαρο• ακόμα κι ο Αλεξέι αποφάσισε να περπατήσει ξανά προς τα πίσω, κι ας είχε μόλις γίνει καλά το πόδι του. Καθώς γυρνούσαν, το δάσος τους φάνηκε πιο ανήσυχο. Είδαν σκίουρους να τρέχουν πάνω στα δέντρα. Νωχελικά έπεφτε από ψηλά το χιόνι πάνω στο ήδη λευκό έδαφος κι εκείνοι προσπερνούσαν βιαστικά για να φτάσουν στη ζεστασιά των σπιτιών τους – όση ζεστασιά δηλαδή μπορούσαν να έχουν.

Παρ’ όλο που το κρύο ήταν μεγάλο βάσανο στη ζωή τους, ειδικά όσο ο χειμώνας προχωρούσε και δυνάμωνε, ο Αλεξέι αγαπούσε το χιόνι. Αγαπούσε να το βλέπει να κρύβει το αληθινό, το κάποτε σκληρό πρόσωπο όλων των πραγμάτων που τον περικύκλωναν, να ασπρίζει τις στέγες του χωριού, το κιτρινισμένο από το πέρασμα του φθινοπώρου φύλλωμα των δέντρων, τα ρούχα των χωρικών καθώς τριγυρνούσαν έξω απ’ το σπίτι κι άφηναν την παγωνιά να τους διαπερνά σαν άψογα ακονισμένο μαχαίρι, το τρίχωμα των γαλανομάτικων σκυλιών, του Μαξίμ και του Σεριόζα, που άφοβοι από το κρύο τραβούσαν τρέχοντας το έλκηθρο. Υπήρχε κάτι το τρομερό στη συνειδητοποίηση πως αυτή η ομορφιά του χειμώνα που σου έκοβε την ανάσα να την κοιτάς μπορούσε αν το ήθελε να σε σκοτώσει. Η παγωνιά γλιστρούσε μέσα από τα παράθυρα, χλόμιαζε το πρόσωπο και καθόταν βαριά πάνω στα πνευμόνια, πάγωνε τις λίμνες και δυσκόλευε τις καλλιέργειες. Το δέρμα βρώμιζε και τα μαλλιά σκλήραιναν μέσα στη μιάμιση εβδομάδα που έπρεπε να περιμένουν στα χωριατόσπιτα για να ξαναβράζουν ώρες το νερό μέχρι να ζεσταθεί και να μπορούν να πλυθούν. Αγκαλιά με τον χειμώνα χόρευε η τυραννία της φτώχειας τους και τους περιγελούσε μοχθηρά, μα ήταν τόσο όμορφος ο χορός που ήταν αδύνατον να μην τους μαγνητίζει.

Το καλοκαίρι όμως! Αυτό το καλοκαίρι πόσο τα άλλαζε όλα, όταν άπλωνε την αγκαλιά του πάνω απ’ τις απέραντες ερημικές εκτάσεις της Σιβηρίας, όταν μεταμόρφωνε τον παγωμένο τόπο που στα βιβλία ήταν πάντα χιονισμένος και κρύος, τόσο κρύος που ακόμα και το φτύσιμο κοκάλωνε στον αέρα και γινόταν παγάκι, σε καταπράσινη πεδιάδα, σε χωράφια με χρυσαφένιο σιτάρι και κατακόκκινα λουλούδια, σε δάση που τα δέντρα τους έλαμπαν στον ήλιο. Τότε οι αγρότες ξεμυτούσαν από τα χωριατόσπιτα μετά το μούδιασμα του χειμώνα, έβγαζαν κοπάδια τα πρόβατα και τις κατσίκες για βοσκή, καλλιεργούσαν τα λαχανικά τους. Τα παιδιά τους έπαιζαν κυνηγητό και κρυφτό στα χωράφια, κολυμπούσαν στη λίμνη. Ανάμεσα στη σίκαλη και το στάχυ φιλιούνταν οι έφηβοι κρυφά. Οι εποχές άλλαζαν όπως πάντοτε, και το πού πήγαιναν οι άνθρωποι κι ο δικός τους κόσμος τους ήταν αδιάφορο. Κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του Ιουνίου, άντρες και γυναίκες βυθίζονταν ως τη μέση στη χρυσαφένια γη τους και θέριζαν τα σιτηρά τους με το δρεπάνι. Το τιμημένο δρεπάνι, που εδώ και λίγο καιρό είχε βρει τη θέση του πλάι στο σφυρί στην κατακόκκινη επαναστατημένη σημαία της καινούργιας, της ονειρικής χώρας που πάλευε να πορευτεί αφήνοντας πίσω της τον πόλεμο και την ταραχή.

Διέσχισαν σχεδόν όλο το δάσος σιωπηλοί. Πλησιάζοντας στο έβγα, συνάντησαν μια παρέα μικρά χωριατόπουλα τυλιγμένα με σκουφιά και μαντήλια, που πήγαιναν να παίξουν στο δάσος με τα μικρά τους έλκηθρα και με ξύλινα ραβδιά από ξερόκλαδα των δέντρων. Ανάμεσά τους ήταν και δύο απ’ τα αδέρφια του Γιούρι. Όταν πια τα προσπέρασαν, τ’ άκουσαν να φωνάζουν από πίσω τους:

«Έι, Γιούρα! Αλιόσκα!»

Και πριν καν προλάβουν να στραφούν, δυο χιονόμπαλες πέταξαν προς το μέρος τους και τους χτύπησαν, κάνοντάς τους να παραπατήσουν. Τα παιδιά βάλανε όλα μαζί τα γέλια κι άρχισαν να τρέχουν να κρυφτούν ανάμεσα στα κατάλευκα και γκρίζα δέντρα.

«Ναι, έτσι κάντε και θα φωνάξω τώρα τον λύκο να σας φάει!» τα απείλησε ο ξανθός νέος στα ψέματα. «Δαιμονάκια» μουρμούρισε μετά μισοχαμογελώντας.

«Ασ’ τα» χαμογέλασε κι ο Αλεξέι τινάζοντας το αποτύπωμα της χιονόμπαλας από το παλτό του. «Το διασκεδάζουν.»

Συνέχισαν τον δρόμο τους. Τα πρώτα σπίτια του χωριού φαίνονταν πια ολοκάθαρα από μακριά. Μερικές καμινάδες ήδη είχαν πιάσει δουλειά, κι ο σταχτής καπνός τους στροβιλιζόταν και χρωμάτιζε άχαρα τον ξεβαμμένο ουρανό, τον έκανε να μοιάζει πιο πεθαμένος ακόμα. Φτάνοντας στην έξοδο του δάσους, ο Γιούρι τάχυνε το βήμα του κι ύστερα ξαφνικά σταμάτησε, για να προλάβει να κάνει κι ο Αλεξέι το ίδιο.

«Δεν πρέπει ν’ αφήνεις αυτά τα όνειρα να σ’ ανησυχούν τόσο πολύ, Αλιόσκα» είπε γυρίζοντας και κοιτάζοντάς τον με έγνοια. «Ξέρω πως αναρωτιέσαι μήπως έχουν σχέση με την παλιά σου ζωή πριν την αμνησία, αλλά αν κάνεις λάθος; Αν είναι ψεύτικα και σου δείχνουν λάθος δρόμο;»

«Μα μου φαίνονται τόσο σωστά, τόσο αληθινά» απάντησε εκείνος. «Λες και τα έχω ζήσει, λες και γνωρίζω όλους αυτούς τους ανθρώπους, μόνο που δεν μπορώ να θυμηθώ πότε και πώς. Δεν μοιάζουν καθόλου ψεύτικα. Δεν ξέρω τι να κάνω…»

Ο Γιούρι αναστέναξε.

«Ν’ αφήσεις τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους» αποκρίθηκε. «Το να παλεύεις τόσο σκληρά να εξηγήσεις τους εφιάλτες σου δε θα σε βοηθήσει. Αν η μνήμη σου είναι να επιστρέψει, θα το κάνει. Αν όχι, τι τόσο άσχημο θα συμβεί; Έχεις μια οικογένεια που σε νοιάζεται, ένα σπίτι. Δεν είναι πλούσια η ζωή μας εδώ, αλλά είναι ήσυχη και καλή.»

«Είναι, το ξέρω. Δεν παραπονιέμαι για τίποτα» παραδέχτηκε ο Αλεξέι. «Αν δεν με είχαν πάρει οι δικοί μου, ίσως και να ήμουν νεκρός τώρα. Αλλά…Γιούρι, δεν ξέρεις πώς είναι να μην έχεις ιδέα. Η ζωή μου δεν ξεκίνησε από τα δώδεκα που με βρήκαν πεταμένο μπροστά στο σπίτι. Πριν από αυτό, τι; Θέλω να μάθω ποιος ήμουν, ποιοι ήταν οι πραγματικοί μου γονείς, γιατί με άφησαν.»

Το χέρι του άλλου αγοριού τυλίχτηκε γύρω από τον ώμο του.

«Κι αν δεν σου αρέσουν αυτά που θα μάθεις;» τον ρώτησε. «Τι θα γίνει τότε;»

Ο Αλεξέι ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα, χαζεύοντας τις κάτασπρες και φορτωμένες με χιόνι φυλλωσιές των δέντρων καθώς περνούσαν δίπλα τους.

«Τουλάχιστον θα έχω μάθει» είπε. Σκέφτηκε για λίγο και αμέσως ύστερα στράφηκε στον Γιούρι. «Πιστεύεις πως είμαι παράξενος;» τον ρώτησε.

Ήταν σειρά του να κουνήσει τους ώμους πάνω κάτω, μα χαμογελούσε παιχνιδιάρικα κάτω από το ξανθό του μουστάκι.

«Ίσως» αποκρίθηκε. «Αυτό όμως δεν σημαίνει πως παύεις να είσαι φίλος μου» έκανε μετά σφίγγοντάς τον πιο κοντά του. «Υποσχέσου μου ότι θα σταματήσεις να σκέφτεσαι τον καλόγερο. Και γενικότερα όλα αυτά.»

«Δεν μπορώ. Σχεδόν κάθε βράδυ έρχονται.»

«Μπορεί να μην ξανάρθουν αν δεν τους δίνεις τόσο μεγάλη αξία όσο τώρα. Στο κάτω κάτω, είναι μονάχα όνειρα. Ανοίγεις τα μάτια και χάνονται, έτσι δεν είναι;»

«Ναι» απάντησε σκεφτικός κι αβέβαιος ο Αλεξέι. «Έτσι είναι…»

Κι αποχαιρετώντας τον φίλο του, που έφυγε μ’ ένα καλό δεμάτι ξύλα στον ώμο, πήρε αργά μαζί με τον Βάνκα τον δρόμο για την ίζμπα των Σιντόροφ.

Στην αυλή ήταν ο Ίλια, δίπλα στο παγωμένο του χωραφάκι. Τα πόδια του με τις κόκκινες γαλότσες κρέμονταν από το χαμηλό τοιχάκι της αποθήκης όπου καθόταν. Η καμινάδα τους ανυπομονούσε κι εκείνη να καπνίσει, το σπίτι ζητούσε τη ζεστασιά της φωτιάς. Ο Αλεξέι τον χαιρέτησε από μακριά κουνώντας το χέρι του.

«Γεια σου, παιδί μου» απάντησε ο Ίλια. «Εδώ δε γίνεται τίποτα» παραπονέθηκε μετά δείχνοντας το κομματάκι γης κάτω απ’ τα πόδια του. «Πήγες για ξύλα;»

«Ναι, πατέρα, αλλά μας έπιασε το χιόνι» είπε το αγόρι.

«Θα ’χουμε δύσκολο χειμώνα, φαίνεται» αναστέναξε ο Ίλια.

Κι από το ύφος του και τις ρυτίδες που εμφανίστηκαν στο μέτωπό του, ο Αλεξέι ήξερε τι σκεφτόταν: άλλος ένας δύσκολος χειμώνας. Έλυσε τον Βάνκα από το κάρο και τον πήγε ως τον αχυρώνα που με το ζόρι τον χωρούσε πια. Ο γέρικος γάιδαρος κάθισε ανόρεχτα πάνω στα άχυρα, κοιτώντας το σπίτι του με άκεφα μάτια, σαν να το είχε βαρεθεί, σαν να μην είχε καμιά σημασία για εκείνον πια. Ακόμα κι όταν ο Αλεξέι κάθισε δίπλα του κι άρχισε να τον χαϊδεύει πίσω από τ’ αυτιά, εκείνος ούτε κουνήθηκε ούτε γύρισε να τον κοιτάξει, παρά μόνο έμεινε στην ίδια θέση που είχε καθίσει, ανασαίνοντας όλο και πιο βαριά. Έμοιαζε κουρασμένος.

«Μπαμπά, έλα να δεις! Κάτι έχει το γαϊδουράκι!» ακούστηκε η φωνή της Πόλια και τα βήματά της πλησίασαν στον αχυρώνα.

Γονατίζοντας κι εκείνη πλάι στον αδερφό της, ακούμπησε το χέρι της απαλά στη μουσούδα του κακόκεφου Βάνκα, που εξακολουθούσε να μη σαλεύει και να μαραζώνει όλο και πιο πολύ. Τα σγουρά μαλλιά της σχεδόν έπεφταν στα μάτια του, μα δεν έκανε τίποτα για να τα διώξει. Σε λίγο, εμφανίστηκε κι ο Ίλια. Έγνεψε στα παιδιά να παραμερίσουν, σήκωσε το κεφάλι του ζώου στα χέρια του και εξέτασε την όψη του σκεφτικός, με σφιγμένα χείλη.

«Σαν τι να έχει;» είπε. «Γέρασε κι αυτός, κουράστηκε.»

«Μήπως είναι άρρωστος; Κι ο Γιούρι που τον είδε αυτό με ρώτησε» παρατήρησε ο Αλεξέι.

Ο Ίλια δεν τον κοίταξε, συνεχίζοντας να παρατηρεί προσεκτικά τον Βάνκα. Κάποια στιγμή αναστέναξε, τον χτύπησε χαϊδευτικά στον λαιμό και τον άφησε. Σηκώθηκε από τα άχυρα και τα δύο παιδιά του τον μιμήθηκαν.

«Θα δούμε» έκανε σκεφτικός. «Ας τον αφήσουμε να ξεκουραστεί για τώρα. Ελάτε.»

Χωρίς να τους περιμένει, βγήκε από τον αχυρώνα και προχώρησε προς το σπίτι. Μόλις χάθηκε από τα μάτια τους, η Πόλετσκα, που περπατούσε δίπλα στον Αλεξέι, τον έπιασε από το μπράτσο για να σταματήσει. Την κοίταξε απορημένος.

«Ήσουν με τον Γιούρι;» τον ρώτησε εκείνη.

«Ναι» απάντησε ο Αλεξέι. «Γιατί;» ρώτησε μετά, και ένα μικρό πειραχτικό χαμόγελο ετοιμαζόταν να σκάσει στα χείλη του.

Η Πόλετσκα κόμπιασε, πήγε να του απαντήσει μα μετάνιωσε. Δυο κόκκινες παπαρούνες άνθισαν στο πρόσωπό της, μία σε κάθε μάγουλο, κι εκείνος έβαλε τα γέλια χωρίς να το καταλάβει. Το κορίτσι κατσούφιασε.

«Είσαι ανόητος!» του πέταξε, και σπρώχνοντάς τον στην άκρη, έτρεξε βιαστικά μέσα στο σπίτι.

Ο Αλεξέι, αφού εκείνη έφυγε, έριξε στενοχωρημένα μια τελευταία ματιά στον αχυρώνα. Από την μικρή πορτούλα του, ίσα που φαινόταν το ένα πόδι του Βάνκα, τεντωμένο μπροστά, σαν άψυχο. Αναστέναξε. Δεν έπρεπε να τον είχε πάρει μαζί του στο δάσος σήμερα. Δυο μέρες αργότερα, ο Ίλια, που όπως πάντα είχε ξυπνήσει πρώτος απ’ όλους, τον βρήκε ξαπλωμένο βαριά στον αχυρώνα. Η ανάσα του ίσα που ακουγόταν και τα μάτια του μισόκλειναν. Δοκίμασαν να του δώσουν λαχανικά, μετά νερό, μα δεν πήρε τίποτα. Το ίδιο βράδυ, μετά από μια ολόκληρη μέρα που μπαινόβγαιναν όλοι στον αχυρώνα για να δουν πώς ήταν, ο Βάνκα πέθανε.

Δίπλα του ήταν ο Ίλια και η Ναστάσια, τυλιγμένοι με χοντρές κουβέρτες για να αντέξουν το βραδινό κρύο. Λίγη ώρα αφού το ζωντανό άφησε την τελευταία του πνοή, η γυναίκα κοίταξε τον άντρα της.

«Λοιπόν» έκανε, «θα είναι η γουρούνα;»

Ο Ίλια κούνησε το κεφάλι του αρνητικά κοιτώντας τα γόνατά του.

«Έρχεται δύσκολος χειμώνας» είπε μόνο και αναστέναξε βαθιά.

Η Ναστάσια Σιντόροβα κατάλαβε. Προσεκτικά σύρθηκε πλάι στον άντρα της, άπλωσε το χέρι της κι έπιασε σφιχτά το δικό του. Δεν κοιτάχτηκαν. Δεν είπαν τίποτα. Μόνο τα δάχτυλά τους γαντζώνονταν μεταξύ τους γερά, κι ήταν ζεστά παρά την παγωνιά που τους τύλιγε.

Πράγματι, ερχόταν δύσκολος χειμώνας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Προειδοποίηση: αυτό είναι γιορτινό ωράριο, και συγκεκριμένα επειδή αύριο έχω συναυλία και έχω κέφια γιατί πιστεύω ότι θα πάει καλά χαχαχαχα. Κανονικά τα κεφάλαια δεν θα ανεβαίνουν σε καμία περίπτωση τόσο γρήγορα!!

Αυτααα
Στέλνω αγκαλιές και καληνύχτες!!

Continue Reading

You'll Also Like

142K 10.2K 34
Η περιέργεια σκότωσε την γάτα αλλά εδώ η περιέργεια σκότωνε εμένα κάθε στιγμή και κάθε λεπτό. Τι συμβαίνει όταν γίνεσαι μάρτυρας πραγμάτων που υποτίθ...
53.9K 182 5
τίποτα δεν είναι ποτέ αρκετά βαθιά.
89K 4.9K 26
η Rose μια ταπεινή κοπελα ζει σε μια μικρη φτώχη γειτονιά με την Μητερα της.Δούλευει σκληρά ώστε να καταφέρει να συντηρησει και εκεινη και την μητέρ...
189K 13K 29
Ένα σκοτεινό σχέδιο, ένα ψέμα και μια λάθος πληροφορία θα φέρουν το χάος... Ενας άντρας που ξέρει ακριβώς τι θέλει... Ποιος είναι άραγε; "Άφησε με ή...