ΕΝΑ

393 27 6
                                    

Ντριιιιιιιιιιιιιιιιν.....

Έβγαλα το χέρι μου από τα σκεπάσματα για να φτάσω τ ξυπνητήρι και πάτησα το κουμπί. Τίποτα. Συνέχιζε να χτυπάει. Σήκωσα το κεφάλι και άνοιξα το ένα μάτι. Τα δύο ήταν πολύς κόπος. Ξαναπάτησα το κουμπί. Σταμάτησε για λίγο και άρχισε και πάλι. Το πήρα στα χέρια μου και νυχταγμένα το έριξα κάτω. Βγήκαν η μπαταρίες μόλις έπεσε στο πάτωμα, αλλά τουλάχιστον σταμάτησε. "Ηλίθιο ξυπνητήρι" σχολίασα μισοκοιμησμένη. Δοκίμασα να ξαπλώσω και πάλι μήπως και κατάφερνα να κοιμηθώ μιας και ήταν Κυριακή, αλλά πέντε λεπτά αφού έκλεισα τα μάτια μου, χτύπησε το κινητό μου. "Θα σκοτώσω κάποιον σήμερα" ψέλισσα και άπλωσα το χέρι για να βρω την συσκευή στο κομοδίνο. Στην οθόνη φιγουράριζε η φωτογραφία της φίλης μου της Αναστασίας. Πάτησα το πλήκτρο για απάντηση. 
"Τι θέλεις από την ζωή μου;" ρώτησα.
"Καλημέρα και σε σένα γλυκούλα. Καλά κοιμήθηκα, ευχαριστώ, εσύ; Μαντεύω πως όχι. ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;"
Τσίριξε στις τελευταίες λέξεις. Ω, να πάρει. Την έστησα. 
"Ρε Αναστασία...  παρακοιμήθηκα... να σου πω, πέρνα από το σπίτι μου. Να μου δώσεις χρόνο να ετοιμαστώ και να πάμε όπου θες". 
"Είσαι πολύ τυχερή που είμαι ευγενικό κορίτσι και δεν σου απαντάω όπως θα έπρεπε. Έρχομαι από εκεί" είπε και το έκλεισε. Σηκώθηκα αμέσως και χώθηκα στο μπάνιο, ψάχνοντας το αγαπημένο μου αφρόλουτρο ανάμεσα σε 5 διαφορετικά μπουκαλάκια. 
Έκανα ένα ντους εξπρές και φόρεσα το αγαπημένο μου τζιν, τις μπότες  - τις οποίες η Αναστασία χαρακτήριζε στρατιωτικές γελώντας - και ένα τοπ. Πριν αρπάξω το μπουφάν μου πηγαίνοντας προς την πόρτα του δωματίου μου, η μητέρα μου άνοιξε στην Αναστασία που μπήκε οργισμένη μέσα. 
"Καλημέρα κυρία Ελένη, όλα καλά; Η χαζή η φιλενάδα μου είναι πάνω; Ερατώ! Που είσαι ανάποδο πλάσμα;"
"Και μετά λέτε εμένα απότομη" γκρίνιαξα και άρπαξα ένα κρουασάν από τον δίσκο που κρατούσε η μητέρα μου. "Καλημέρα, μαμά, ευχαριστώ για το κρουασάν, ναι θα βγω, όχι δεν ξέρω αν θα φάω έξω, ναι, χαιρέτησε την Αναστασία, οκ, θα σε πάρω αν αργήσω, φιλάκια". 
"Η κόρη μου" έκανε η μαμά μου κοιτώντας την Αναστασία και οι δύο χαχάνισαν. 
"Μου κάνατε και κόμμα τώρα, ε; Καλά, θα το θυμάμαι... Αναστασία πως την είδες την υπόθεση; Θα με συνοδεύσεις για καφέ, ή τσάμπα ήρθες;"
"Τι γλυκομίλητη που είσαι..." σχολίασε η φίλη μου και μου τσίμπησε το μάγουλο. "Γειά σας, κυρία Ελένη!"
"Θα τα πούμε μαμά" σχολίασα και βγήκα από το σπίτι. 

"Είδα τον Αντώνη" σχολίασε η Αναστασία λίγο αφού ήρθαν οι καφέδες μας. 
"Χε... σκοτίστηκα" διόρθωσα τελευταία στιγμή στερεώνοντας τα γυαλιά ηλίου στο κεφάλι μου. 
"Με ρώτησε για σένα" είπε πάλι. 
"Τον πήρε ο πόνος" έκανα ειρωνικά καταπίνοντας μια γερή δόση καφέ. Όχι ό, τι καλύτερο για το νευρικό μου σύστημα. 
"Αυτό του είπα" σχολίασε εκείνη. "Με λίγα λόγια, να κάνει την πάπια και να σε αφήσει να υνεχίσεις την ζωή σου". 
"Ωραία. Ελπίζω να το πήρε το μήνυμα. Αν πάλι όχι, δεν ανησυχώ, θα τον βοηθήσει η Ελεάννα. Τον βοηθούσε από τότε που βγαίναμε" έκανα πικρόχολα. 
"Χώρισε με την Ελεάννα" είπε η Αναστασία, απαλά, προσπαθώντας να καταλάβει την αντίδρασή μου. 
"Και άσε με να μαντέψω... δεν μπορεί μακριά μου, ήταν βλακεία του που με παράτησε και μετάνιωσε τώρα που γεύτηκε την ζωή χωρίς εμένα... σωστά;"
Δεν μίλησε. 
"Σωστά" σχολίασα. "Να σου πω, καλή μου, δεν βγήκαμε να μιλάμε για τον Αντώνη όμως... αν δεν κάνω λάθος, κάτι με ήθελες..."
"Ναι" είπε και βολεύτηκε καλύτερα στην θέση της. Κάθε φορά που το έκανε αυτό, θα μου έλεγε κάτι που δεν θα μου άρεσε. "Λοιπόν, Ερατώ... σκεφτόμουν... να... κοίτα να δεις, έχω έναν ξάδερφο, ένα πολύ καλό παιδί, σπουδασμένο με πτυχία, και είδε την φωτογραφία σου στο κινητό μου και με ρώτησε για σένα...."
"Αναστασία, κόψε το δούλεμα. Μου ψάχνεις γαμπρό. Έδειξες την μια και μοναδική φωτογραφία μου που σε άφησα να έχεις στο κινητό μου σε έναν άσχετο με σκοπό να τον δελεάσεις να βγει μαζί μου. Δεν τρώω κουτόχορτο". 
"Βασικά, κάνεις λάθος. Όντως την έδειξα σε ξάδερφό μου, όχι σε άγνωστο". 
"Α, τότε αλλάζει.... Αναστασία, δεν θέλω να μου βρεις γαμπρό, ναι; Τα ίδια λέω και στην μητέρα μου. Τι έχετε πάθει όλοι σας από τον Αντώνη και μετά; Δεν είμαι ικανή να μου βρω κάποιον;"
"Τρομάζεις τον κόσμο, κουκλίτσα μου, το ξέρεις;"
"Δεν σε καταλαβαίνω..."
Η Αναστασία αναστέναξε. "Σε αγαπάω ρε χαζό, αλλά δεν μπορώ να μην σου δώσω και μια συμβουλή. Λίγοι είναι οι άντρες που γουστάρουν την Ερατώ σαν νταλικέρη. Ξέρεις πόσοι όμως γουστάρουν την γλυκιά και ευγενική Ερατώ που μπορείς να είσαι;"
"Μου λες να το παίξω γατούλα και έτσι; Ξέρεις σε ποιόν μιλάς; Δεν είμαι εγώ για τέτοια". 
"Ντύσου πιο... γλυκά κάποια φάση. Δεν θα πάθεις τίποτα αν μια μέρα δεν βάλεις τις μπότες. Δοκίμασε ένα ζευγάρι μπαλαρίνες..."
"Δεν έχω" είπα ανακατεύοντας τον καφέ μου. 
"Φόρεσε μια φούστα..."
"Δεν μου πάνε οι φούστες" είπα ανακατεύοντας τον καφέ μου.
"Βάλε κανένα χρωματάκι πάνω σου..."
"Μου αρέσει το μαύρο" είπα ανακατεύοντας τον καφέ μου. Εκείνη τον άρπαξε από τα χέρια μου και τον άφησε στο τραπέζι. 
"Τον ζάλισες" σχολίασε. "Δεν στα λέω για κακό. Αλλά ρε φίλε, μην αποπαίρνεις όποιο αγόρι τολμήσει να έρθει να σου πιάσει κουβέντα". 
"Μα αν δεν μου αρέσει;"
"Κάνε υπομονή μέχρι να πει δυο κουβέντες! Εσύ τους κόβεις στο καλημέρα! Μπορεί και να σ' αρέσει μετά από λίγο..."
"Θέλω να πιστεύω ότι αστειεύεσαι..." σχολίασα. 
"Καθόλου" είπε. "Γίνε λίγο πιο..."
"Άσε, το έπιασα. Αναστασία σε αγαπώ και το ξέρεις, αλλά αρνούμαι να ντυθώ γυναίκα, ή τέλος πάντων να ντυθώ με βάση το μοντέλο της Barbie για να βρω κάποιον. Έτσι είμαι. Αυτό που βλέπεις. Βαμμένο μαλλί, μαύρα νύχια, νεύρα, τσαντίλα. Ναι νευριάζω εύκολα, τι να κάνω; Και γκρινιάζω πολύ. Αυτή είμαι. Δεν γουστάρω να κοροιδέψω κανέναν. Αυτός που θα θελήσει να με γνωρίσει καλύτερα όμως, τουλάχιστον δεν θα εκπλαγεί στην πορεία. Δεν θα γνωρίσει την γατούλα και έπειτα θα του βγει τίγρη. Θα γνωρίσει από την αρχή την τίγρη". 
"Το μόνο που λέω είναι να μην αποπαίρνεις όποιον φουκαρά τολμάει να σου ανοίξει συζήτηση¨. 
"Εντάξει. Αν το υποσχεθώ, υπόσχεσαι κι εσύ να μην μου αναφέρεις το ίδιο θέμα καθώς και τον Αντώνη για τουλάχιστον μια εβδομάδα;"
"Υπόσχομαι" σχολίασε. 
"Ωραία". 


Την Δευτέρα στη σχολή τα πράγματα ήταν χλιαρά. Στην καφετέρια πρόσεξα έναν τύπο που με κοιτούσε κάπως, αλλά είχα ήδη ξεχάσει την υπόσχεση που είχα δώσει στην Αναστασία, οπότε δεν έκανα κίνηση. Ούτε κι εκείνος. Εξάλλου, δεν ήταν και ο τύπος μου. Τότε θυμήθηκα κάποιον που είχα γνωρίσει στο λεωφορείο και με είχε πρήξει να βγούμε κάποιο διάστημα, αφού είχα κάνει το λάθος και από ευγένεια του έδωσα το κινητό μου. Καθόλου ο τύπος μου. Το εκ διμέτρου αντίθετο βασικά. Πήρε μια φορά, κρατώντας το ακουστικό το 50% του χρόνου περιμένοντας να μιλήσω. Αφού προκοπή δεν είδαμε, τον έκλεισα με μι δικαιολογία και από τότε δεν ξαναμιλήσαμε. Ευτυχώς. 
Ρε, μπας και είχε δίκιο η Αναστασία; Μήπως έδιωχνα κόσμο με την συμπεριφορά μου; Γιατί; Επειδή δεν μπορώ να το παίζω γατούλα; Επειδή δεν είμαι ο τύπος που θα αρχίσει τους φίλους του στα "αγάπη μου, φως μου, μάτια μου" και τέτοια; Εγώ τα νιώθω για τους φίλους μου και ας μην τα λέω. Έπρεπε απλά να βρω κάποιον που θα ήταν οκ με αυτό. 


"Τι θα κάνεις με την εργασία;" ρώτησε η Αναστασία στον δρόμο για το σπίτι μου. 
"Θα διαλέξω λογοτεχνικό βιβλίο" είπα. "Δεν είμαι για ποιήματα, θα φρικάρω". 
"Κι εγώ εκεί με βλέπω. Δεν μου λες, βλέπουμε καμιά ταινία απόψε;"
"Ναι αμέ. Σχεδιάζω βασικά να δούμε Κάτι με Johnny Depp..."
"Κανένα ρομαντικό δεν παίζει;"
"Δεν μου αρέσουν τα ρομαντικά". 
"Λυπάμαι τον άντρα που θα σε πάρει, γλυκιά μου" σχολίασε γελώντας. "Θα κάνει να σε φιλήσει και θα τον ξενερώσεις με μια και μόνο ατάκα". 
"Αυτός που θα με κερδίσει δεν θα ξενερώσει, κουκλίτσα μου" της είπα και της έκλεισα το μάτι. "Πάμε τώρα. Πρώτα στο περίπτερο. Αφού δεν έχω άντρα στην ζωή μου, ας έχω νόστιμα ποπ κορν". 


Καθόμασταν στο κρεβάτι μου με την τηλεόραση για αρχή σε ένα τηλεπαιχνίδι, όταν πήγα στο μπάνιο να πλύνω τα χέρια μου. 
"Ερατώ, το κινητό σου!" φώναξε η Αναστασία μασουλώντας ποπ κορν. "Έλα, ρε κουφό πλάσμα, χτυπάει λέμε!"
"Απάντησε ρε" σχολίασα όταν βγήκα. Εκείνη μου το έδωσε. "Απόκρυψη" είπα. Πάτησα το πλήκτρο για απάντηση. "Παρακαλώ;" 

Το τηλεφώνημα  {GW15}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα